Το ευνοϊκότερο οικονομικό κλίμα επιτρέπει την επιλογή επενδύσεων με κριτήριαΣτο προηγούμενο φύλλο σημειώσαμε ότι η διαπραγμάτευση για την ενιαία περίοδο της τρίτης αξιολόγησης και της εξόδου από το μνημόνιο έχει αρχίσει. Την εβδομάδα που πέρασε, είχαμε και τα πρώτα δείγματα για το κλίμα που θα γίνει αυτή η διαπραγμάτευση, και είναι λιγότερο μουντό από ό,τι προβλεπόταν λίγο παλιότερα, ιδίως από τις διαρροές του ίδιου του ΔΝΤ για σκληρές απαιτήσεις κ.τ.λ.
Διαφορετικό κλίμαΟι δηλώσεις του κ. Ντάισελμπλουμ, μετά τη συνάντησή του με τον υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο, ήταν σε άλλο κλίμα από το γνωστό υπεροπτικό και ταυτόχρονα προειδοποιητικό. Μίλησε για «επιστροφή της εμπιστοσύνης και της προοπτικής» στην ελληνική οικονομία και χρησιμοποίησε τον όρο «σταθερή έξοδος» πάνω από μια φορά. Θα υπάρξει εποπτεία, είπε, μετά το τέλος του προγράμματος, όπως και για τις άλλες χώρες που βγήκαν από αντίστοιχα προγράμματα. Διευκρίνισε, βέβαια, ότι η αλληλουχία των γεγονότων πρέπει να είναι απόλυτη. «Η αξιολόγηση πρέπει να ολοκληρωθεί» σημείωσε, και «να εκπληρωθούν όλες οι δεσμεύσεις του προγράμματος, έτσι ώστε αυτό να κυλήσει ομαλά και να επιτευχθεί η πρόσβαση στις αγορές. Όλα αυτά χρειάζεται να συμβούν».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο κ. Ρέγκλιγκ του ESM, μιλώντας στο Λουξεμβούργο. «Το ESM» είπε «ετοιμάζεται για την επόμενη αποστολή αξιολόγησης στην Ελλάδα στα μέσα Οκτωβρίου με τους άλλους θεσμούς, προκειμένου να ελέγξουν εάν η κυβέρνηση έχει εφαρμόσει τις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις. Εάν το έχει κάνει, οι πιθανότητες είναι καλές ότι η Ελλάδα θα μπορεί να αυτοχρηματοδοτηθεί κανονικά μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος».
Ακόμη πιο δηλωτική ότι οι δανειστές έχουν αποφασίσει να ολοκληρωθεί το ελληνικό πρόγραμμα είναι η επανατοποθέτηση του ΔΝΤ σε σχέση με τις ελληνικές τράπεζες. Η στάση του συνιστούσε στην κυριολεξία καθαρή υπονόμευση, χωρίς καθαρό στόχο, όπως στο παρελθόν, που χρησιμοποιήθηκαν εκβιαστικά για να δεχθεί η ελληνική πλευρά το μνημόνιο. Γι’ αυτό και η υποχώρηση, τώρα, είναι, ίσως, βήμα προς τροποποίηση της θέσης του συνολικά έναντι της Ελλάδας και, ίσως, προάγγελος συμμετοχής του στο πρόγραμμα. Πάντως, η αποδοχή, ουσιαστικά, της ηπιότερης θέσης του ΔΝΤ, αν και στο παρασκήνιο κέρδισε αυστηροποίηση και επίσπευση των stress test για τις ελληνικές τράπεζες, προϊδεάζει ότι τα εμπόδια που θα βάλλει στην τρίτη διαπραγμάτευση θα είναι κάπως περιορισμένα.
Η συνάντηση της κ. Λαγκάρντ με τους έλληνες τραπεζίτες στο Λονδίνο, παρουσία και του κ. Τόμσεν, επεδίωξε να αρθεί η έντονη αβεβαιότητα πάνω από τις ελληνικές τράπεζες.
Μάχη για τις επενδύσειςΌμως, αυτά μπορεί να συμβαίνουν και να είναι ενθαρρυντικά. Εντούτοις αυτές τις μέρες στην Αθήνα μαίνεται η μάχη για τις επενδύσεις και ποια κυβέρνηση είναι κατάλληλη για να τις προσελκύσει… Η ΝΔ και όλα τα συστημικά μέσα ενημέρωσης έχουν εξαπολύσει μια λυσσώδη επίθεση κατά της κυβέρνησης με επίκεντρο αυτή τη φορά το Ελληνικό. Το επίμετρο κάθε φορά είναι ότι η κυβέρνηση διώχνει τις επενδύσεις. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε συνέντευξή του στον Αnt1, όχι απλώς κατέρριψε αυτά τα ψεύδη, αλλά σημείωσε ότι θα ισχύσει το αντίθετο, θα έρθουν πολλές επενδύσεις, και θα πρέπει να επιλέγονται με κριτήρια, όπως η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, η εισαγωγή νέων τεχνολογιών, ο σεβασμός της εργατικής νομοθεσίας, η προστασία του περιβάλλοντος.
Η δήλωση του προέδρου της ΕΤΕΠ (Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύνσεων), που ήρθε στην Αθήνα για να εγκαινιάσει γραφεία, μίλησε, αντίθετα, κολακευτικά για την Ελλάδα και παρατήρησε «ότι στη διάρκεια του 2017 η χρηματοδότηση της ΕΤΕΠ προς την Ελλάδα, εκτιμάται ότι θα φθάσει στο ποσό ρεκόρ των 2 δισ. ευρώ». Έδωσε, επίσης, έμφαση στο γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης, αναφορικά με το ύψος των επενδύσεων που υλοποιούνται μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΤΣΕ), σε σχέση με το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας. Δήλωση που έδωσε την ευκαιρία στον Ευκλείδη Τσακαλώτο να ειρωνευτεί τον ελληνικό Τύπο, διότι καθημερινά γράφει ότι δεν απορροφώνται οι χρηματοδοτικές ευρωπαϊκές δυνατότητες. «Μας είπε ότι η Ελλάδα, όπως θα διαβάζετε στις ελληνικές εφημερίδες, κάθε μέρα σχεδόν, είναι στις πρώτες τρεις χώρες στην εκμετάλλευση και είναι από τις πέντε χώρες μαζί με τη Γαλλία και τη Γερμανία που έχουν απορροφήσει πάνω από 1 δισ.»
Μιντιακή πραγματικότητα του κ. ΣτουρνάραΣτο ίδιο μήκος κύματος —με τον ελληνικό Τύπο— κινήθηκε για άλλη μια φορά και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γ. Στουρνάρας. Στην πιο κρίσιμη στιγμή και ενώ κορυφώνεται η επίθεση της ΝΔ εναντίον της κυβέρνησης ότι «διώχνει τις επενδύσεις» κ.τ.λ, κ.τ.λ, ο διοικητής θα σταθεί στο πλευρό της! Σε ομιλία του στο Ελληνοβρετανικό Επιμελητήριο θα σημειώσει ότι «το επενδυτικό κλίμα στη χώρα συνεχίζει να μη θεωρείται φιλικό σε ιδιωτικές επενδύσεις»! Προτρέχει μάλιστα των δανειστών και υπαινίσσεται την ανάγκη να γίνουν περαιτέρω «μεταρρυθμίσεις». «Η έξοδος στις αγορές με βιώσιμους όρους προϋποθέτει, πρώτον, προσήλωση στους στόχους του προγράμματος και επιτάχυνση στο ρυθμό εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, τόσο αυτών που έχουν αποφασισθεί στο πλαίσιο του προγράμματος όσο και άλλων που ενδεχομένως επιλεγούν, προκειμένου να ενισχυθεί ο αριθμός οικονομικής ανάπτυξης».
Φοβική η στάση της κυβέρνησηςΌλη αυτή η συντονισμένη επίθεση κατά της κυβέρνησης στο πεδίο των επενδύσεων, η οποία γίνεται για να αντιρροπήσει τόσο τις θετικές εξελίξεις στην οικονομία όσο και την προοπτική σύντομης και επιτυχούς ολοκλήρωσης της τρίτης αξιολόγησης, δυστυχώς, επηρεάζει την πολιτική συμπεριφορά και της κυβέρνησης. Η περίπτωση του Ελληνικού, και δευτερευόντως των Σκουριών, είναι χαρακτηριστική για μια, ως ένα βαθμό, φοβική συμπεριφορά, αμυντική. Η σύγκλιση του Πολιτικού Συμβουλίου του κόμματος, εσπευσμένα την Πέμπτη, για ένα και μόνο θέμα, το Ελληνικό, είναι δηλωτική αυτού του άγχους. Να σημειωθεί ότι το Πολιτικό Συμβούλιο δεν είχε συγκληθεί καιρό τώρα, ως όφειλε, για πολύ σοβαρά ζητήματα ή για να συζητηθεί η πολιτική συγκυρία και να καθοριστεί, για παράδειγμα, η κατεύθυνση που θα είχε η παρέμβαση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ.
Η ομόφωνη απόφαση του Πολιτικού Συμβουλίου για το Ελληνικό με τα σχετικά αντιφατικά σημεία, έκδηλα σπασμωδική και επιθετικοαμυντική δεν διασκεδάζει τις έμμεσες πιέσεις που ασκούνται σε άξια επιστημονικά στελέχη, που τιμούν τον ΣΥΡΙΖΑ αναλαμβάνοντας πολιτική ευθύνη στη δύσκολη αυτή περίοδο. Αν εμείς, που είμαστε ανανεωτική και ριζοσπαστική αριστερά, που μας κατηγορούν για θεσμική προσήλωση μέχρι σφάλματος δεν εξασφαλίσουμε την απρόσκοπτη λειτουργία των θεσμών και δεν προστατεύσουμε τους ανθρώπους που τους λειτουργούν με κόστος από τις επιθέσεις που δέχονται, τότε κάτι δεν πάει καλά. Και αυτό δεν θα μείνει δυστυχώς χωρίς παρενέργειες.
ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΜικρές ποιοτικές μεταβολές μεγάλης σημασίαςΜε τη δημοσιοποίηση των ευρημάτων της δημοσκόπησης του ΠΑΜΑΚ για τον ΣΚΑΪ έχουμε πια στη διάθεσή μας σφυγμομετρήσεις ικανού εύρους, ώστε να μπορούμε να προσεγγίσουμε όσο το δυνατό πιο αξιόπιστα τις πολιτικές τάσεις της περιόδου. Να αξιολογήσουμε, επιπλέον, και την ορθότητα των διαφόρων κριτικών αναλύσεων για τις στρατηγικές των κομμάτων. Το κύριο, κατά τη γνώμη μου, συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι στο δρόμο αντοχής που, τελικά, τρέχουν τα κόμματα, η ΝΔ δεν έκανε οικονομία και εμφανίζει, αν και πάντοτε πρώτη και με διαφορά, εμφανή δείγματα κόπωσης έναντι ενός ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, ενώ για 18 περίπου μήνες παρέμενε στο αποκαρδιωτικό 15%-17%, εμφανίζει σαφή δείγματα αντοχής και πρώτες ενδείξεις ανάκαμψης.
Κοιτάζοντας τα στοιχεία της δημοσκόπησης του ΠΑΜΑΚ του Σεπτέμβρη, εκ των υστέρων, προσέχει κανείς ότι η εικόνα που περιέγραψα πριν ενυπήρχε και στη δημοσκόπηση του Ιουνίου ή και του Μαΐου. Όμως, τον Σεπτέμβρη μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι εξελίσσεται σε τάση. Και σ’ αυτό το συμπέρασμα οδηγούν όχι τόσο το ότι καταγράφεται μια μείωση της διαφοράς των δύο από 18 μονάδες στις 13 —μείωση μεγάλη για τόσο μικρό διάστημα— όσο τα ποιοτικά στοιχεία. Πρώτον, η σμίκρυνση της διαφοράς οφείλεται τόσο σε πτώση της ΝΔ (από 33% στο 30,5%) όσο και σε αύξηση του ΣΥΡΙΖΑ (από 15% στο 17,5%). Δεύτερον, οι διαθέσεις των πολιτών αλλάζουν, συνολικά, ευνοϊκότερα —αν και πάντοτε η πλειοψηφία συντηρητικά δυσμενής— για τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι για τη ΝΔ. Για παράδειγμα, στην ερώτηση «προς τα πού κινούνται τα πράγματα» προς τη λάθος κατεύθυνση από 88% τον Ιανουάριο του 2017 τώρα είναι 80%, ενώ προς τη σωστή κατεύθυνση από 8% τον Ιανουάριο είναι 14,5%. Μικρότερη είναι η βελτίωση ως προς το βαθμό ικανοποίησης από τις επιδόσεις της πολιτικής της κυβέρνησης (είναι ενδιαφέρον ότι η μικρή αύξηση από 4,5% σε 6%, γίνεται σε βάρος της απάντησης «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική», όπου από 35,5% μειώνονται σε 34%). Το ίδιο σήμα παίρνουμε, μάλιστα πιο αισθητό, από τις απαντήσεις στο ερώτημα σχετικά με την αισιοδοξία για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού. Χειροτέρευση βλέπει το 50,5% έναντι 64,5% τον Ιούνιο και 69% τον Μάιο. Αντίθετα, όσοι βλέπουν καλυτέρευση αυξάνονται σε 8,5% από 7% τον Ιούνιο και 5,5% τον Μάιο. Το ενδιαφέρον εδώ στοιχείο, που πρέπει να ανησυχεί ιδιαιτέρως τη ΝΔ, είναι ότι η μείωση της χειροτέρευσης μεταφέρεται στο «ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη» καθώς από 26% ή 24,5% τον Μάιο γίνεται 39% τον Σεπτέμβρη. Μ’ άλλα λόγια ο μεσαίος χώρος δεν πείθεται από την καταστροφολογία της ΝΔ.
Περίπου οι ίδιες παρατηρήσεις μπορεί να γίνουν και με τα παρεμφερή στοιχεία των άλλων δημοσκοπήσεων. Το ίδιο ισχύει και για την παράσταση νίκης. Ενδιαφέρον, επίσης, έχουν και οι μετατοπίσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να αυξάνει τη συσπείρωσή του που είναι στο χαμηλό 43,5%, ενώ αντίθετα η ΝΔ τη μειώνει από 84% στο 81%. Η ΝΔ παίρνει ένα όχι ευκαταφρόνητο 8% απευθείας από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ τον Ιούνιο έπαιρνε 10%. Το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ προς το «άκυρο-αποχή-λευκό» από 25,5% τον Ιούνιο γίνεται 21% τον Σεπτέμβρη, ενώ αντίθετα αυξάνεται από 9,5% στο 11,5% το «δεν απαντώ/δεν ξέρω».
Αν υπάρχει ένα συμπέρασμα, αυτό είναι ότι η βραχυπρόθεσμης αντίληψης πολιτική της ΝΔ στόμωσε και ιδίως βρίσ��ει αντιστάσεις στο μεσαίο μετριοπαθή κόσμο που την «παρακολουθούσε», ενώ εξακολουθεί πάντα να μην μπορεί να προσεγγίσει τον δυσαρεστημένο κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, ιδίως το ΚΚΕ, παρά το ότι δύσκολα θα ξαναβρεί τόσο ευνοϊκό πεδίο δράσης. ΑΝΕΛ και Κεντρώοι παραμένουν μεν στην επισφαλή ζώνη, όμως όσα συμβαίνουν στους όμορους χώρους τους —ΝΔ και ΔΗΣΥ αντίστοιχα— διατηρούν γι’ αυτούς τη σαφή προοπτική επανόδου στη Βουλή. Ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ, εκτός από τη «βοήθεια» του αντιπάλου, ευνοείται από δυο παράγοντες: ο ένας, είναι το σαφέστερο, πλέον, βήμα της προοπτικής εξόδου από το μνημόνιο και η βελτίωση της οικονομίας· ο άλλος είναι η επιμονή του να υλοποιεί κομμάτια της δικής του πολιτικής ιδίως με μέτρα ενίσχυσης της απασχόλησης, των δικαιωμάτων και του κοινωνικού κράτους.
Παύλος Κλαυδιανός