Κάθε μέρα και πιο νεοφιλελεύθερος εμφανίζεται πια ο πρόεδρος της ΝΔ. Γιατί, άραγε, κάνει αυτή την επιλογή; Πρώτα απ’ όλα γιατί είναι νεοφιλελεύθερος. Επίσης, θεωρεί βάσιμα ότι οι ιδέες αυτές επηρεάζουν σημαντικό τμήμα της κοινωνίας. Υπάρχει, όμως, και ένας επιπλέον λόγος, που αφορά την τρέχουσα πολιτική της ΝΔ. Η ηγεσία της, μετά την αφλογιστία της στρατηγικής που βασιζόταν στην καταστροφολογία, στην προσδοκία ότι δεν θα κλείσει η αξιολόγηση, πέρασε μια φάση αναζήτησης, που, όπως φαίνεται, καταλήγει σε μια εξίσου ανασφαλή επιλογή: ο νέος ισχυρισμός της αφορά την ικανότητα της κυβέρνησης να εφαρμόσει όσα περιγράφει στο κυβερνητικό πρόγραμμά της.
Η νέα στρατηγική τής ΝΔ, που απευθύνεται τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, έχει στόχο να δείξει πως μόνο μια κυβέρνηση που πιστεύει βαθιά στο νεοφιλελευθερισμό, στην κυριαρχία των δυνάμεων της αγοράς μπορεί να βγάλει τη χώρα από τη δύσκολη θέση. Ο γνήσιος νεοφιλελευθερισμός, λοιπόν, είναι για τη ΝΔ το απαραίτητο ιδεολογικό υπόβαθρο για την αντίκρουση του ισχυρισμού της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ–Οικολόγων, ότι υπάρχει άλλος τρόπος εξόδου από τα μνημόνια.
Στο γήπεδο της κυβέρνησηςΚάνοντας, όμως, η ΝΔ αυτή την επιλογή, θέλοντας και μη μεταφέρεται στο έδαφος που και η ίδια η κυβέρνηση έχει επιλέξει και στο οποίο, ως κυβέρνηση, έχει και τη νομοθετική και πολιτική πρωτοβουλία των κινήσεων. Δηλαδή, στο έδαφος της πράξης, του εφαρμοσμένου κυβερνητικού έργου. Όπου υπάρχει τέτοιο έργο, είναι δύσκολο για την πολιτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης να βρει εύφορο έδαφος. Και όταν δεν μπορεί να αντιταχθεί σ’ αυτό ή να το υπονομεύσει, κάνει ό,τι μπορεί για να το εμποδίσει. Το πρόσφατο εφεύρημα με τη «δεδηλωμένη» είναι ένα δείγμα μόνο των αδιεξόδων στα οποία οδηγεί αυτή η τακτική: ο ισχυρισμός ότι «η κυβέρνηση δεν μπορεί» δεν αφήνει στη ΝΔ περιθώρια για υπερψήφιση ακόμα και νομοσχεδίων με τα οποία συμφωνεί. Κάθε βήμα που κάνει η κυβέρνηση –και μάλιστα με την εν μέρει έστω σύμπλευση και δυνάμεων της αντιπολίτευσης– είναι ένας ισχυρός κλονισμός του βασικού ισχυρισμού της ΝΔ.
Με τη νέα στρατηγική της η αξιωματική αντιπολίτευση κινδυνεύει να εμπλακεί σε έναν επικίνδυνο ετεροπροσδιορισμό, όσο κι αν εμφανίζεται, με τη βοήθεια των συστημικών μέσων, ότι οργανώνει συνεχώς επιθέσεις κατά της κυβέρνησης. Γιατί το κρίσιμο στοιχείο στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής είναι αν παράγεται κυβερνητικό έργο. Κι αυτό δεν εξαρτάται κυρίως από την αντιπολίτευση.
Το κρίσιμο στοιχείοΑυτό είναι και το πρόβλημα της άλλης όχθης, της συμπολίτευσης. Η κυβέρνηση τώρα έχει να αντιμετωπίσει λιγότερα προβλήματα που οφείλονται σε εξωτερικούς παράγοντες και περισσότερα που αφορούν τις ίδιες τις δικές της δυνατότητες.
Μια πρόχειρη και επιφανειακή ανάγνωση της κατάστασης που διαμορφώνεται στην πολιτική σκηνή και στην κοινωνική-οικονομική πραγματικότητα, θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση οφείλει να πράξει το παν, ώστε να αποδείξει πως δεν είναι οι «ιδεοληψίες» που πρυτανεύουν στις επιλογές της. Και, συνεπώς, δεν έχουν βάση οι ισχυρισμοί της ΝΔ. Αν εξετάσουμε προσεκτικά την επιχειρηματολογία κυβερνητικών αξιωματούχων, δεν θα δυσκολευτούμε να βρούμε ίχνη μιας τέτοιας αμυντικής στάσης.
Ωστόσο, αυτό που μπορεί να στερεώσει τους δεσμούς της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ με το τμήμα εκείνο του εκλογικού σώματος και της κοινωνίας, το οποίο άμεσα βιώνει ποια είναι η θετική διαφορά στην καθημερινότητά του από την άσκηση της συγκεκριμένης κυβερνητικής πολιτικής, και να πείσει όσους ακόμα στέκουν επιφυλακτικοί, είναι ο τονισμός των διακριτών χαρακτηριστικών της κυβερνητικής πολιτικής στο σύνολό της. Που δείχνει στην πράξη ότι η διαχείριση της κατάστασης από μια κυβέρνηση σαν την σημερινή έχει ουσιώδεις διαφορές από τη διαχείριση που ετοιμάζουν (ή και είχαν εφαρμόσει), άλλες πολιτικές δυνάμεις. Κύριο χαρακτηριστικό της η μεροληψία υπέρ στρωμάτων που έχουν περισσότερο πληγεί και υπέρ των μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν το συλλογικό κοινό και δημόσιο συμφέρον έναντι του ατομικού και ιδιωτικού. Παρά το δεδομένο πνιγηρό μνημονιακό πλαίσιο και με στόχο την έξοδο από αυτό με την κοινωνία απαλλαγμένη από το αίσθημα εγκατάλειψης.
Όσο θα πολλαπλασιάζονται τα αποδεικτικά στοιχεία της διαφοράς αυτής της πολιτικής, όσο ασήμαντα κι αν φαίνονται, τόσο θα ενισχύεται η πεποίθηση στη μεγάλη πλειονότητα των λαϊκών τάξεων ότι η μάχη για μια πολιτική που αντιστέκεται στην επιδρομή του νεοφιλελευθερισμού, μπορεί να δοθεί με σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας. Προϋπόθεση είναι να γίνει ορατή, ευδιάκριτη και αναμφισβήτητη αυτή η διαφορά. Δεν αρκεί η επιφύλαξη έναντι της πολιτικής που προτείνει η ΝΔ. Χρειάζεται να γίνει η σύγκρισή της με το συγκεκριμένο κυβερνητικό έργο, τα αποτελέσματά του στην κοινωνία και την οικονομία, και να απορριφθεί από την πλειονότητα ως δυσμενέστερη για τα λαϊκά στρώματα.
Εύφορο έδαφοςΤο έδαφος για μια τέτοια εξέλιξη είναι ήδη εύφορο. Η πρόσφατη δημοσκόπηση του ΣΚΑΪ δείχνει με σαφήνεια ότι για πρώτη φορά μέσα στο 2017 ανακόπτεται η πτωτική τάση του ποσοστού θετικής αξιολόγησης του κυβερνητικού έργου και αρχίζει με μικρά άλματα να καταγράφεται μια ανοδική τάση, στοιχείο που θα πρέπει να έχει ανησυχήσει την ηγεσία της ΝΔ, περισσότερο κι από τη χαρακτηριστική μείωση –κατά 5 ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες– της διαφοράς μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου.
Το ίδιο δείχνει και η διαχρονική εξέλιξη της «εκτίμησης αισιοδοξίας» για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών: για πρώτη φορά καταγράφεται τόσο μεγάλη βουτιά της απαισιοδοξίας από το 70,5% στο 50,5%.
Όλα αυτά είναι αποτελέσματα της πολιτικής που ακολούθησε η κυβέρνηση παρά τις «υποδείξεις» της ΝΔ και καταγράφονται κόντρα στην πρωτοφανή και επίμονη προσπάθεια υπέρτερων δυνάμεων να εμφανίσουν σαν ανύπαρκτο το κυβερνητικό έργο και σαν καταστροφική παρένθεση την τρέχουσα κυβερνητική θητεία. Κι αυτό σημαίνει ότι η προπαγάνδα μπορεί να αποδειχθεί ανίσχυρη μπροστά στην πραγματικότητα. Αυτή την πραγματικότητα, σε πολύ μεγάλο βαθμό πια, καλούνται με επιμονή και σταθερότητα να διαμορφώσουν η κυβέρνηση και τα κόμματά της.
Χ. Γεωργούλας