Της ΔήμητραςΦρ. Σορβατζιώτη*Στην υπόθεση της 22χρονης -που καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και επιβλήθηκε ποινή 15 ετών, αφότου αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων- φαίνεται από τα δημοσιεύματα ότι η κατηγορούμενη επιτέθηκε κατά ατόμου που προηγουμένως είχε επιτεθεί σεξουαλικά σε αυτή και τη φίλη της. Αγνοώντας το υλικό της δικογραφίας, δεν είμαι σε θέση να κρίνω ως δικηγόρος και ως ακαδημαϊκός ποια στοιχεία συνηγορούσαν υπέρ του ισχυρισμού της, που φέρεται να ήταν αυτός της άμυνας.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτή είναι μια υπόθεση ανάμεσα σε άλλες παρόμοιες, οι οποίες άλλοτε βλέπουν το φως της δημοσιότητας και άλλοτε όχι (συνήθως όταν ο επιτιθέμενος σεξουαλικά δεν έχει υποστεί κάποια σοβαρή σωματική βλάβη από το θύμα που αντεπιτίθεται). Όταν το θύμα αντεπιτεθεί, εμφανίζεται στη δικαστική πράξη το νομικό παράδοξο να «απαιτείται» από το θύμα-κατηγορούμενη/ο, να αποδείξει σε επίπεδο πέρα κάθε λογικής αμφιβολίας τον τυχόν ισχυρισμό του περί λόγου άρσης του αδίκου, μείωσης ή άρσης του καταλογισμού. Δικονομικά, όμως, και όπως το τεκμήριο αθωότητας και η αρχή in dubio pro reo προβλέπει, ο κατηγορούμενος δεν έχει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του σε επίπεδο πέρα κάθε λογικής αμφιβολίας.
Πέραν των νομικών θεμάτων και προκειμένου να γίνουν κατανοητά κάποια ζητήματα, σχετικά με τη σεξουαλική επίθεση είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι είναι επίθεση κατά του προσώπου η οποία έχει σεξουαλική χροιά. Σε αυτή την επίθεση, ο δράστης έχει σκοπό να «συνευρεθεί» σεξουαλικά με άτομο που δεν συναινεί, καθώς εάν συνέβαινε τούτο, δεν θα υπήρχε υπόθεση προς συζήτηση. Η «συνεύρεση» δεν σημαίνει αποκλειστικά συνουσία.
Αν δεν υπάρχει «ναι», σημαίνει «όχι»Η σεξουαλική επίθεση δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε βία, ενώ δεν απαιτείται να «παλέψει» το θύμα (στις περισσότερες περιπτώσεις η γυναίκα) για να «αποδείξει» ότι δεν συναινούσε. Για την πλήρωση της σεξουαλικής επίθεσης δεν απαιτείται ο δράστης να έχει αποκλειστικό σκοπό τη συνουσία. Το άγγιγμα του στήθους, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση αυτή, συνιστά σεξουαλική επίθεση εφόσον δεν υπάρχει συναίνεση. Είναι άλλο ζήτημα το μέτρο της άμυνας, και ειδικότερα το μέτρο της άμυνας που μπορεί να τηρήσει η κακοποιημένη γυναίκα, κατά περίπτωση.
Συνήθως κάθε γυναίκα μπορεί να αντιληφθεί πότε μια επίθεση είναι σεξουαλικού χαρακτήρα. Τα συμβάντα των σεξουαλικών επιθέσεων λαμβάνουν χώρα ως επί το πλείστον σε σύντομο χρόνο, ενώ οι ερωτήσεις που υποβάλλονται στα θύματα-κατηγορούμενες αποδίδουν, λανθασμένα, στο συμβάν τη διάρκεια επεισοδίου σε αργή κίνηση.
Τα κακοποιημένα θύματα-κατηγορούμενες έχουν συνήθως διαφορετική αντιμετώπιση σε τέτοιου είδους επιθέσεις σε σχέση με άλλες γυναίκες. Και αυτό μπορεί να το βεβαιώσει ένας ειδικός επί του θέματος, ψυχολόγος ή ψυχίατρος. Ο ίδιος μπορεί να καταθέσει τόσο για ευρήματα σχετικά με το παρελθόν της κακοποιημένης γυναίκας και τη βία που έχει υποστεί, όσο και για την «αναμενόμενη» σφοδρότητα της αντίδρασης με βάση τα βιώματα της και το πώς αυτά ερμηνεύονται με επιστημονικά κριτήρια. Το κριτήριο για την αντίδραση δεν είναι ποτέ αυτό της ανέμελης γυναίκας που την πλησιάζει ο γνωστός της με σεξουαλικά υπονοούμενα, τα οποία αποκρούει χαριτωμένα και αποτελεσματικά. Τέτοιες σκέψεις ανάγονται σε σενάρια.
Μύθοι, επίσης, και στερεότυπα είναι όσα υπαγορεύουν στη γυναίκα να «οφείλει» να παλέψει, προκειμένου να ξεφύγει από μια επίθεση που λαμβάνει χώρα τη νύχτα από ένα μεθυσμένο επιτιθέμενο. Ακόμη, διάλογοι που αναφέρονται σε ερωτήσεις όπως: «γιατί δεν τον έσπρωξες» ή «γιατί δεν κατήγγειλες τη βία του πατέρα σου όταν έλαβε χώρα» ή «γιατί δεν έφυγες» ή «γιατί δεν του είπες να φύγει», δηλώνουν άγνοια του πώς πραγματικά αντιδρούν ή δεν αντιδρούν τα θύματα βίας και δη πολλαπλής βίας.
Το χρέος των επιστημόνωνΘα πρότεινα, εξειδικευμένοι επιστήμονες των κοινωνικών επιστημών, όπως εγκληματολόγοι, κοινωνιολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί και επιστήμονες ψυχικής υγείας, ψυχίατροι και ψυχολόγοι, να δώσουν το παρόν τους σε δίκες τέτοιου αντικειμένου και να εισφέρουν την ειδική γνώση τους, εφόσον έχουν. Ας δημιουργηθεί μια λίστα εθελοντών διαθέσιμη στους δικηγόρους υπεράσπισης.
Ίσως κάποιοι δικαστές να αγνοούν ειδικά θέματα. Ποτέ δεν θα γίνουν γνωστά, εάν δεν τα καταθέσουν οι ειδικοί επιστήμονες. Ειδικά θέματα, όπως κακοποίηση - θυματοποίηση και πιθανές αντιδράσεις ή βία πολλαπλών μορφών και αίσθημα επιβίωσης δεν δύναται να απαιτούμε να τα γνωρίζει εκ προοιμίου και επιστημονικά ο κάθε δικαστής ή/και ο κάθε ένορκος. Είναι χρέος μας να τα αναδείξουμε στις δικαστικές αίθουσες.
Κατόπιν, είναι θέμα του δικαστηρίου αφενός το εάν θα αμφισβητήσει ελλείψει αντίθετων στοιχείων ειδικές γνωμοδοτήσεις-πραγματογνωμοσύνες, οι οποίες έχουν κατατεθεί και αναγνωστεί στο δικαστήριο, αφετέρου το πώς θα αιτιολογήσει την απόφασή του χωρίς να απαντήσει σε όσα έχουν υποστηριχθεί τεκμηριωμένα με έγγραφα, ειδική επιστημονική γνώση και γραπτούς αυτοτελείς ισχυρισμούς.
Δυστυχώς, δεν θα μάθουμε ποτέ από έγγραφα του δικαστηρίου τους διαλόγους αυτής της δίκης, διότι τα πρακτικά ποινικών δικών στην Ελλάδα δεν τηρούνται αυτολεξεί.
*Η Δήμητρα Φρ. Σορβατζιώτη είναι δικηγόρος και επικ. καθηγήτρια στη Σχολή Νομικής, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.