H παιδική ηλικία σαν αλλότριος τόπος
Με αφορμή το βραβείο Νόμπελ στον ιάπωνα συγγραφέα Καζούο Ισιγκούρο Τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια, οι φωνές συγγραφέων διαφορετικών εθνικοτήτων αποτελεί σημαντικό τμήμα της αγγλικής λογοτεχνίας. Κάποιοι προέρχονταν από τις αποικίες, κάποιων οι οικογένειες είχαν μεταναστεύσει στη Βρετανία. Η αναζήτηση ταυτότητας σε ένα διαφορετικό, συχνά εχθρικό περιβάλλον, με ποικίλες πολιτικές, πολιτισμικές και ιστορικές επιρροές είναι το κοινό χαρακτηριστικό αυτών των συγγραφέων, οι οποίοι με τη ματιά του ξένου προσφέρουν μια άλλη εικόνα της Αγγλίας. Ο βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2017, Καζούο Ισιγκούρο, του οποίου «τα μελαγχολικά έργα μεταφέρουν μια αίσθηση μονοχρωματικού Ντε Κίρικο», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό της Τζόις Κάρολ Όουτς, είναι ένας εξαιρετικός εκπρόσωπος. Της Σοφίας Ξυγκάκη
Ο Καζούο Ισιγκούρο γεννήθηκε το 1954, στο Ναγκασάκι, στην Ιαπωνία, και με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, όταν ήταν πέντε ετών. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κεντ και πήρε το μάστερ στη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο της East Anglia. Εκεί έγραψε για πρώτη φορά για την Ιαπωνία, όταν ανακάλυψε, όπως έχει πει, ότι η φαντασία του ζωντάνευε όταν απομακρυνόταν από τον κόσμο που τον περιέβαλλε άμεσα. Η πρώτη ιστορία διαδραματιζόταν στη γενέθλια πόλη του, το Ναγκασάκι, τη στιγμή που έπεσε η ατομική βόμβα και ακολούθησαν τα δύο «ιαπωνικά» μυθιστορήματα του: «Η χλομή θέα των λόφων» (1982), για το οποίο έμπνευση υπήρξε η μητέρα του και το «Ένας καλλιτέχνης του ρευστού κόσμου» (1986) που εκτυλίσσεται στην Ιαπωνία, πριν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σ’ αυτό, ένας ζωγράφος, σε ένα μοντέρνο πια κόσμο καλείται να αντιμετωπίσει το παρελθόν του στη στρατοκρατική κοινωνία της οποίας υπήρξε μέρος.
Ανάμεσα σε μεγάλα ιστορικά γεγονότα Ο μεσοπόλεμος και η περίοδος μετά τον Β΄ΠΠ αποτελούν συχνά τα περιβάλλοντα των βιβλίων του. Για τον συγγραφέα, οι δύο αυτές περίοδοι είναι σημαντικές καθώς αξίες και ιδανικά δοκιμάζονται.
Με «Τα απομεινάρια μια μέρας» κέρδισε, το 1989, το βραβείο Μπούκερ, ενώ στη συνέχεια η έξοχή κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου σε σκηνοθεσία Τζέιμς Άιβορι τον καταξίωσε στο ευρύτερο κοινό. Εδώ, κεντρικό πρόσωπο είναι ο μπάτλερ, μια σχεδόν μυθική μορφή της αγγλικής κουλτούρας, κάποιος που υπηρετεί και βρίσκεται πολύ κοντά και ταυτόχρονα πολύ μακριά από την εξουσία. Αλλά και το σενάριο του Ισιγκούρο για την ταινία «Η κοντέσα της Σαγκάης» (2005) διαδραματίζεται το ’36 στη Κίνα, όπου Ρώσοι αριστοκράτες, ένα αμερικάνος διπλωμάτης, ο υπόκοσμος της πόλης, διαπλέκονται, ενώ τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα καθορίζουν εντέλει τη μοίρα τους.
Κεντρικό μοτίβο η μνήμη Το «Μη μ’ αφήσεις ποτέ» (2005), που επίσης γυρίστηκε σε ταινία και θεωρείται από τα κορυφαία έργα του συγγραφέα, είναι μια δυστοπική ιστορία επιστημονικής φαντασίας τριών παιδιών, ανθρώπινων κλώνων, δημιουργημένων στο εργαστήριο για να χρησιμεύσουν ως δωρητές οργάνων. Ενώ το τελευταίο βιβλίο του «Ο θαμμένος γίγαντας» (2015) μας μεταφέρει στη μεσαιωνική Βρετανία, όπου ένα ζευγάρι ηλικιωμένων αποφασίζει να κάνει ένα μακρινό ταξίδι σε αναζήτηση του γιου του.
Κεντρικό μοτίβο του Ισιγκούρο είναι η μνήμη: ως εμμονή, όπως στο «Τότε που ήμασταν ορφανοί», ως πικρή αναγνώριση στα
Απομεινάρια μιας μέρας ή ως σπαρακτική απουσία στο «Ο θαμμένος γίγαντας» - πάντα υποκειμενική και ελλειπτική, θέτοντας διαρκώς το ερώτημα: Μπορεί η προσκόλληση στο παρελθόν, με την ανακουφιστική ή καταστρεπτική ανακατασκευή του, να συντηρήσει το παρόν;
«Τότε που ήμασταν ορφανοί» Από τα οκτώ μυθιστορήματα του, το αγαπημένο μου, καίτοι πιθανόν όχι το καλύτερο, είναι το «Τότε που ήμασταν ορφανοί», αυτό που διάβασα πρώτο. Έως τότε είχα συνδέσει τους ξένους συγγραφείς που έγραφαν στην αγγλική γλώσσα με αυτό που είχε αποκαλέσει ο Σάλμαν Ρούσντι «migrants’ tales»: τις πολυπολιτισμικές προσεγγίσεις του Χανίφ Κιουρέισι και της Αρουντάτι Ρόι ή το μαγικό ρεαλισμό του ίδιου του Ρούσντι όπου με τις όλο φαντασία ιστορίες του και το υπονομευτικό παιχνίδι με τις πιο τυπικές αγγλικές εκφράσεις, δημιουργούσε εξωτικές συνηχήσεις, και αίσθημα ξενίσματος στους άγγλους αναγνώστες. Έτσι, η ακαδημαϊκή ρέουσα γλώσσα του Ισιγκούρο και κυρίως η ιστορία του βιβλίου που με μια πρώτη ματιά φάνηκε, όπως και
Τα απομεινάρια, πολύ βρετανική, κέντρισαν το ενδιαφέρον μου.
Η ιστορία καλύπτει το χρονικό περιθώριο 28 χρόνων, από το 1930 έως το 1958, και εκτυλίσσεται στο Λονδίνο και τη Σαγκάη. Όπως σε όλα τα βιβλία του συγγραφέα, η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη. Ο Κρίστοφερ Μπανκς, Βρετανός, που έζησε μέχρι οκτώ χρονών στη Σαγκάη, μετά τη μυστηριώδη εξαφάνιση των γονιών του, μετακομίζει σε μια θεία του στην Αγγλία. Μετά το τέλος των σπουδών του στο Κέιμπριτζ, εγκαθίσταται στο Λονδίνο και μέσα σε λίγα χρόνια γίνεται διάσημος ντετέκτιβ. Η αφήγηση για τη ζωή του στο Λονδίνο, με την επιδίωξη των «καλών διασυνδέσεων» και την αγωνία της «ένταξης», με τις συναντήσεις παλιών συμμαθητών και τις αναδρομές στα σχολικά χρόνια, τη γνωριμία του με τη Σάρα, σνομπ τυχοδιώκτρια, και την κοσμική ζωή της πόλης, στη συνέχεια, με την υιοθεσία της ορφανής Τζένιφερ, σταδιακά καταλαμβάνεται από τις αναμνήσεις της ζωής στη Σαγκάη: Την καθημερινότητά στα σχετικά ασφαλή όρια της Διεθνούς Κοινότητας της πόλης, τον πατέρα που εργαζόταν σε μεγάλη εμπορική επιχείρηση, την πανέμορφη μητέρα που είχε το θάρρος να συγκρουστεί με όσους είχαν εισαγάγει όπιο από την Ινδία, καταστρέφοντας έτσι τους Κινέζους, τον ιάπωνα φίλο του Ακίρα, με τον οποίο μοιραζόταν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας και με τον οποίο, μετά την εξαφάνιση των γονιών του θα παίξουν τους ντετέκτιβ για να τους βρουν.
Πάντα με τα μάτια του παιδιού Ο Ισιγκούρο σε συνέντευξή του είχε πει ότι πρόθεσή του ήταν να γράψει ένα μυθιστόρημα που να δείχνει πώς κάποια πράγματα τα βλέπουμε πάντα με τα μάτια του παιδιού - ταυτόχρονα, και μια αστυνομική ιστορία, στην παράδοση της Άγκαθα Κρίστι, που να εκτυλίσσεται στην κοσμοπολίτικη Σαγκάη της δεκαετίας του ’30, στην οποία είχε ζήσει και εργαστεί ο παππούς του, είχε γεννηθεί ο πατέρας του και υπήρχαν πολλές οικογενειακές αναμνήσεις για να ανασυστήσει την ατμόσφαιρα της εποχής.
Αν μεγάλο μέρος της περιγραφής της ζωής στο Λονδίνο μοιάζει ρεαλιστική, ο Μπανκς ως πραγματικός ντετέκτιβ πείθει όσο η μις Μαρπλ, η οποία, κατοικώντας πάντα στο χωριουδάκι της Σεντ Μέρι Μηντ, καταφέρνει και λύνει με επιτυχία όλους τους φόνους, ενώ και ο διευθυντής της Σκότλαντ Γιαρντ, αυτοπροσώπως, τη συστήνει ως το καλύτερο λαγωνικό της Γηραιάς Αλβιόνας. Όταν ο Μπανκς επιστρέφει στη Σαγκάη, το 1937, για να βρει τους γονείς του, λίγο πριν το σινοϊαπωνικό πόλεμο, η αγγλική πρεσβεία ετοιμάζει την τελετή υποδοχής των προ εικοσιπενταετίας χαμένων γονιών (αν και εδώ υπάρχει μια παγίδα), προεξοφλώντας την επιτυχία του Μπανκς, ενώ όλοι στη Σαγκάη προσβλέπουν σε αυτόν για να αναχαιτίσει τον πόλεμο στη Κίνα και κατά συνέπεια να αποτρέψει τον Β΄ΠΠ. Οι σκηνές, μετά την επίθεση των Γιαπωνέζων, στη κατεστραμμένη συνοικία, στην οποία υποτίθεται κρατούνται οι γονείς του, και όπου ο Μπανκς διασώζει αυτόν που έχει αναγνωρίσει ως Ακίρα, θυμίζουν πολεμική ταινία του Ίστγουντ. Ο Μπανκς ως πραγματικός ντετέκτιβ δεν διαφέρει από το μυθοπλαστικό, στις ιστορίες που σκάρωνε με τον Ακίρα. Η δράση είναι εσωτερική, όλα συμβαίνουν στο μυαλό του, και νομίζω ότι αυτό που μου άρεσε περισσότερο στο βιβλίο είναι η βαθμιαία απώλεια του ελέγχου, όταν η αλήθεια των αναμνήσεων αμφισβητείται, ο Μπανκς παραληρεί και η επιφανειακή αυτάρκειά του διαλύεται με τα βίαια ξεσπάσματα του.
«...Η παιδική μας ηλικία γίνεται σαν τόπος αλλότριος όταν πια μεγαλώνουμε» λέει στον Μπανκς, ο ιάπωνας συνταγματάρχης που έχει εισβάλει με το στρατό του στη Κίνα και έχει αναλάβει να συνοδεύσει το ντετέκτιβ με ασφάλεια στο βρετανικό προξενείο.
«Για μένα, πάντως, Συνταγματάρχα, μόνο αλλότριος τόπος δεν υπήρξε. Θα έλεγα ότι εκεί εξακολούθησα να ζω όλη τη ζωή μου. Μόλις τώρα ξεκινάω να φύγω πια γι’ αλλού», απαντά ο Κρίστοφερ Μπανκς.
Βιβλιογραφία:Καζούο Ισιγκούρο, «Τότε που ήμασταν ορφανοί», μτφ Τόνια Κοβαλένκο, εκδόσεις Καστανιώτη, 2002.