ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΒΟΥΡΛΩΝ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ‘48Η μέρα της άφιξης των γυναικών στη Μακρόνησο στις 25 Ιανουαρίου 1950Σήμερα πραγματοποιείται η εκδρομή τιμής και μνήμης στη Μακρόν��σο που διοργανώνουν οι εφημερίδες «Αυγή» και «Εποχή» και το περιοδικό «Σπούτνικ». Δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Ηλία Στάβερη «Γλαροφωλιά», εκδόσεις Φιλίστωρ. Το βιβλίο παρουσιάζει την ιστορία δώδεκα ανθρώπων, ανάμεσά τους και ο συγγραφέας, που δοκίμασαν στο πετσί τους και την ψυχή τους τα παρανοϊκά πειράματα ενός έξαλλου εμφυλιοπολεμικού κράτους. Ο Ηλίας Στάβερης γεννήθηκε στον Άη Γιώργη Κεφαλονιάς το 1924. Μέλος της ΟΚΝΕ και στη συνέχεια στέλεχος στον εργατικό τομέα της ΕΠΟΝ και μετά της ΕΔΑ, του ΚΚΕ, του ΚΚΕ εσωτερικού του οποίου υπήρξε ηγετικό στέλεχος. Υπήρξε γραμματέας του Αντιδικτατορικού Εργατικού Μετώπου.
Του Ηλία ΣτάβερηΚαθώς βγαίνουμε στο δρόμο, αντικρίζουμε τα Τζέιμς, τα φορτηγά που θα μας πάνε στο λιμάνι, και τους καινούριους φύλακές μας, τους χωροφύλακες, που σπεύδουν να μας περάσουν τις χειροπέδες, φωνάζοντας συνεχώς «γρήγορα, και γρήγορα!...».
Ακόμη και δεμένοι όπως είμαστε, δύο – δύο, ακόμη και με τη σιγουριά πως πάμε στο Μακρονήσι – κι ας το φυλάνε οι φρουροί μας μυστικό – νιώθουμε όμορφα, καθώς βρισκόμαστε έστω για λίγο πρόσωπο με πρόσωπο με την ελεύθερη ζωή.
Τα μάτια άνοιξαν διάπλατα για να προλάβουν να χωρέσουν και να χαρούν, έστω και φευγαλέα, όσα οι τοίχοι της φυλακής απαγόρευαν: τη Δραπετσώνα, τους ανθρώπους που πάνε κι έρχονται χωρίς χειροπέδες και συνοδούς χωροφύλακες, τα αυτοκίνητα, τα μαγαζιά, τα καράβια στο λιμάνι.
Μέσα σε λίγα λεπτά, η νοσταλγία για την ελευθερία ξύπνησε μέσα μας δυνατή. Και η μελαγχολία, σαν δίδυμη αδελφή της, έρχεται από κοντά να χρωματίσει τα συναισθήματα τούτης της ώρας.
Από τα Τζέιμς, μας περνάνε γρήγορα στην «Έφη», στο πλοίο που περιμένει αγκυροβολημένο.
Μας σπρώχνουν σε μια γωνιά του καταστρώματος, μπαίνουν γύρω οι σκοπιές, κι εμείς, κάτω από την άγρυπνη παρακολούθηση των χωροφυλάκων, μπορούμε… «ελεύθερα» να τρώμε με τα μάτια τα πάντα γύρω.
Καλό κουράγιοΠρώτη μας φροντίδα, ήταν να γνωρίσουμε την «Έφη». Απ’ όσα παίρνει το μάτι μας, αφού κάθε μετακίνηση απαγορεύεται, διαπιστώνουμε πως η «Έφη» είναι ένα μικρό, γερασμένο καράβι.
Στην πραγματικότητα η «Έφη» θα ’πρεπε από καιρό να ’χει αποτραβηχτεί από την «ενεργό υπηρεσία». Μα τη διατηρούσαν για να μεταφέρει τους ανυπότακτους πολίτες στα ξερονήσια: Γιούρα, Ικαρία, Μακρονήσι κι αλλού. Έτσι, κέρδισε επάξια και τη θέση της στην Ιστορία!...
Ξέχασα να πω πως, ανάμεσα στο φορτηγό και στο κατάστρωμα της «Έφης», αποσπάσαμε «ντε φάκτο» και το μυστικό που τόσο αγωνιούσαμε να μάθουμε. Δηλαδή, πού μας πάνε. Το αποκάλυψε αυθόρμητα ένας από το πλήρωμα του καραβιού, όταν κάποιος τον ρώτησε:
Πατριώτη, για πού πάει το καράβι;
Για Μακρονήσι, παιδιά! Δε σας το ’παν οι μπάτσοι; Καλό κουράγιο!...
Μοναδικοί επιβάτες στο πλοίο οι εκατόν είκοσι πέντε κρατούμενοι, οι χωροφύλακες και το πλήρωμα.
Από το ύψος του καταστρώματος και όσο κρατάει το ταξίδι, εκτός από τα καλαμπούρια, δε μας μένει παρά να παρακολουθούμε αχόρταγα τις αμέτρητες ζωγραφιές που σχηματίζουν όσα βλέπουμε γύρω μας. Περνάμε σιγά – σιγά τα όμορφα ακρογιάλια της Αττικής: Βούλα, Καβούρι, Βουλιαγμένη, Βάρκιζα, με τα όμορφα λιμανάκια τους. Και μετά οι Καβοκολόνες και οι βράχοι του Σουνίου που μας θυμίζουν το μύθο του Αιγαία…
Χαιρόμαστε με όλες μας τις αισθήσεις αυτή την υπέροχη μέρα του Νοέμβρη, που, ειρωνεία της τύχης, διάλεξαν οι δεσμοφύλακές μας να μας πάνε στην… κόλαση!
Πράγματι, πώς θα μπορούσε να νιώθει διαφορετικά ένας φυλακισμένος, όταν ξαφνικά στο τούνελ της φυλακής ανοίγει για λίγο ένα παράθυρο κι αντικρίζει τις ομορφιές του κόσμου; Παρ’ όλ’ αυτά, ακούσιοι ταξιδιώτες εμείς, αιχμάλωτοι με άδειους γυλιούς, παρακολουθούμε την πορεία του καραβιού χωρίς όνειρα! Με τα μάτια της ψυχής, του νου και της καρδιάς στραμμένα στο παρόν, όχι στο αύριο. Στο σήμερα! Στο τι θα συναντήσουμε καθώς θα αποχαιρετούμε την «Έφη». Κι αυτή η έγνοια, πιο δυνατή από όσα βλέπουμε γύρω μας, μας προσγειώνει οδυνηρά στη σκληρή πραγματικότητα.
Αντικρίζουμε το νησίΜόλις η «Έφη» πέρασε το Σούνιο, αντικρίσαμε καθαρά πια τη σιλουέτα του Μακρονησιού. Κι εδώ η μαγεία τελειώνει.
Πρώτη μας εντύπωση: ένας γυμνός κι ανεμοδαρμένος ξερότοπος.
Εντύπωση που δεν άλλαξε, μα αντίθετα έγινε πιο δυνατή, όταν πατήσαμε τα χώματά του. Πίσω απ’ αυτή την οπτική εικόνα, όλα τα’ άλλα, τωρινά και μελλούμενα, παραμένουν άγνωστα και απρόσιτα και στην πιο τολμηρή φαντασία (...)
«Τι διάβολο να είναι αυτό το νησί – κάτεργο που μας πάνε; Είναι φυλακή σαν αυτή που ξέρουμε για καταναγκαστικά έργα;».
«Ποιοι να κάνουν κουμάντο εδώ; Φύλακες ή καραβανάδες;».
«Και από ξύλο τι γίνεται;».
«Επισκεπτήριο επιτρέπεται; Και αλληλογραφία;».
«Πόσο μπορεί να βαστάξει η καινούρια περιπέτεια;».
Ερωτήματα ατέλειωτα, που λέγονται φωναχτά, αλλά που μένουν χωρίς απάντηση.
Φτάσαμε! Αυτή την κρίσιμη στιγμή βρήκε ο Σπύρος για καλαμπούρι.
Ρε μάγκες, πώς την πάθαμε! Σαν τους νέους της αρχαίας Αθήνας μοιάζουμε
που τους στέλνανε στην Κρήτη για να τους φάει ο Μινώταυρος!... Ψάξτε για την Αριάδνη!...
Γελάμε του καλού καιρού. Κι αυτό το γέλιο, που δε μας άφησε ποτέ, και στις πιο τραγικές ώρες, αποδείχτηκε ο πιο καλός σύμβουλος για να βγούμε σώοι από το σύγχρονο λαβύρινθο του Μακρονησιού…
Ένα πράγμα που δε μας πέρασε από το νου, μέχρι το τέλος του ταξιδιού, ήταν πως μας περίμενε μια… υποδοχή κανιβαλικού κυριολεκτικά τύπου. Κι όμως έτσι έγινε.
Καθώς η «Έφη» με χαμηλωμένη ταχύτητα προχωρούσε προς το λιμανάκι, διακρίναμε ένα μικροσκοπικό μουράγιο, που ασφαλώς θα χρησίμευε για να πλευρίζουν τα πλοία. Και κει που νομίσαμε πως φτάσαμε ομαλά στον προορισμό μας, ήλθαν τα πάνω κάτω!
Η «Έφη» σταμάτησε ξαφνικά μακριά από το μουράγιο.
Προς τη ΓλαροφωλιάΠριν προλάβουμε να το καλοσκεφτούμε, να βρούμε κάποια λογική εξήγηση, νέα έκπληξη μας περίμενε: οι ναυτικοί κατέβασαν τις βάρκες στη θάλασσα!
«Φαίνεται πως θα είναι ρηχά τα νερά, σκεφτήκαμε, γι’ αυτό και κατεβάζουν τις βάρκες».
Αυτό ήταν η πιο πρόχειρη και συνάμα η πιο αληθοφανής ερμηνεία, που μας καθησύχαζε…
Σε λίγο οι χωροφύλακες μας βγάζουν τις χειροπέδες και διατάζουν να μπούμε στις βάρκες, δέκα – δέκα, γιατί δεν χωράνε παραπάνω.
Το μόνο που μας απασχολούσε ήταν ότι, εμείς δε θα πάμε στο δεξιό κλωβό!
Τι ακριβώς ήταν ο δεξιός κλωβός δεν το ξέραμε. Μας είχαν όμως πει ότι εκεί κρατούνται οι ανανήψαντες. Γι’ αυτό κι εμείς θα επιμέναμε να μας πάνε στον αριστερό κλωβό. Δηλαδή με τους… αμετανόητους.
Με το ξεκίνημα της βάρκας, η πρώτη έκπληξη γίνεται κατάπληξη: η βάρκα δεν πηγαίνει προς το λιμανάκι. Η πλώρη της είναι στραμμένη προς βράχους…
Στη βραχώδη παραλία, μια ομάδα από καμιά εικοσαριά φαντάρους – για φαντάρους τους περάσαμε, τους αλφαμίτες δεν τους γνωρίζαμε ακόμη – είναι ακροβολισμένοι με πιστόλια και με ρόπαλα στα χέρια. Ρόπαλα πραγματικά, όμοια με αυτό που ο Ηρακλής σκότωσε το λιοντάρι στον Κιθαιρώνα!...
Μόλις που καταφέραμε να πηδήσουμε έξω από τη βάρκα, που τραμπαλιζόταν στο νερό, και με τα πράγματά μας στα χέρια, δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης. Οι «φαντάροι» με εξαγριωμένες φάτσες, ουρλιάζοντας, ρίχτηκαν καταπάνω μας χτυπώντας με τα ρόπαλα στα τυφλά.
Το να τρέξεις όμως στους βράχους είναι ένας λόγος. Από αυτά την άποψη, η παγίδα είναι στημένη καλά. Είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγεις από κλοιό βράχων και μαγκουροφόρων, κι έτσι τα ρόπαλα βρίσκουν σχεδόν αλάθευτα το στόχο τους: κεφάλια, πλάτες, πόδια, χέρια…
Σκαρφαλώνουμε προς την κορυφή των βράχων με κομμένη την ανάσα και στεκόμαστε σ’ ένα μικρό πλάτωμα που υπήρχε εκεί.
Σκηνές απερίγραπτης αγριότητας επαναλαμβάνονται κάθε φορά που μια βάρκα πλησιάζει στη στεριά.
Η αποβίβαση κράτησε πάνω από μια ώρα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει.
Μια τέτοια υποδοχή, με κανέναν τρόπο δεν τη βάζαμε στο νου μας. Ξαφνιαστήκαμε, βρεθήκαμε σε αμηχανία μπροστά στο άγριο σκηνικό της φρίκης και του τρόμου. Και το χειρότερο, από πουθενά δεν έβγαινε ποια μπορεί να είναι η συνέχεια…
Στ’ αυτιά μας φτάνει συνεχώς η απειλή:
«Εδώ, βούλγαροι, θα πεθάνετε…».
Ενώ μέσα μας στέκει ακλόνητη η απόφαση:
«Δεν πάμε στο δεξιό κλωβό…».
•