tonia

Η Κυριακή, 22 Οκτωβρίου, ήταν μέρα δημοψηφίσματος για την αυτονομία δύο περιφερειών της βόρειας Ιταλίας, της Λομβαρδίας και του Βένετο. Πολύ χαμηλή προσέλευση στη Λομβαρδία, γύρω στο 40% και μεγαλύτερη, 60%, στο Βένετο. Το 95% των ψηφοφόρων στη Λομβαρδία επέλεξε το «ναι», ενώ στο Βένετο συμφώνησε το 98%. Το Μιλάνο είχε τη χαμηλότερη προσέλευση (31,3%) απ’ όλες τις μεγάλες πόλεις των δύο περιφερειών.
Η ψηφοφορία περιλάμβανε και την ηλεκτρονική ψήφο, που, όμως, δημιούργησε τεράστια προβλήματα και κράτησε τις εφορευτικές επιτροπές στα εκλογικά τμήματα μέχρι τις τρεις το πρωί.
Η διεκδίκηση της αυτονομίας είναι μια γενικότερη τάση που διατρέχει μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Η αρχική δικαιολογία για τις πλούσιες περιφέρειες της Ιταλίας ήταν η κατασπατάληση της συμμετοχής τους στο εθνικό εισόδημα για τη στήριξη των φτωχότερων περιφερειών του Νότου, με ποσά που συχνά δεν καταλήγουν στις κοινωνικές υπηρεσίες, αλλά στις τσέπες των διεφθαρμένων πολιτικών και των εγκληματικών οργανώσεων.
Όμως, από την εποχή που η «Λέγκα του Βορρά» βρέθηκε στο Κοινοβούλιο της Ρώμης, τα σκάνδαλα των ηγετών της πολλαπλασιάστηκαν, με μίζες και μαύρο χρήμα, υποθέσεις που ερευνούν οι δικαστές και στις οποίες τελευταία εμπλέκεται και ο σημερινός γραμματέας της Λέγκα, Ματέο Σαλβίνι, καθώς και ο περιφερειάρχης του Βένετο, Λούκα Τζάια.
Η «Λέγκα του Βορρά» σήμερα έχει περάσει από την αποσχιστική προπαγάνδα σε μια διαφορετική πολιτική, που διεκδικεί λιγότερες δεσμεύσεις με το κράτος και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τώρα γνωρίζει ότι αυτονομιστικές ωθήσεις υπάρχουν και στο Νότο και, μαζί με τη «Forza Italia», θέλει να εκπροσωπήσει το σύνολο αυτών των τάσεων, απ’ άκρου σε άκρο της Ιταλίας.
Η δεξιά εμφανίζεται ενωμένη και η πρώην υπουργός Παιδείας, Μαρία Στέλλα Τζελμίνι, ισχυρίζεται ότι το δημοψήφισμα «αποτελεί πρωταρχικά μια πολιτιστική μάχη που κερδήθηκε από την κεντροδεξιά και η οποία τοποθετεί σε κεντρική θέση την αυτονομία προς το συμφέρον των μεμονωμένων περιοχών». Αυτός ο ισχυρισμός ενισχύει την ιδέα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι ότι μια ενωμένη κεντροδεξιά μπορεί να νικήσει. Η μόνη που διαφωνεί είναι η Τζόρτζια Μελόνι, η ηγέτιδα του κόμματος «Αδελφοί της Ιταλίας» (Fde), η οποία δηλώνει ότι «σε ένα έθνος οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις γίνονται συνολικά και όχι αποσπασματικά, προς το συμφέρον όλων και όχι για να πριμοδοτήσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντα». Παραδεχόμενη την ήττα της, συμπληρώνει: «στην κεντροδεξιά δεν είναι απαραίτητο να συμφωνούμε όλοι».
Ο περιφερειάρχης του Βένετο, Λούκα Τζάια, που ανήκει στη «Λέγκα του Βορρά», απολαμβάνει το θρίαμβό του και αναφωνεί: «Αυτό το αποτέλεσμα είναι σαν την πτώση του τείχους του Βερολίνου». Στη συνέχεια, απαιτεί ένα ειδικό καθεστώς για την περιφέρειά του, με τα 9/10 της φορολογίας των πολιτών του Βένετο να τα καρπώνονται οι ίδιοι.

Προθυμία για διάλογο

Όμως, ο υφυπουργός Περιφερειακών Υποθέσεων, Τζιανκλάουντιο Μπρέσα, δηλώνει ότι η κυβέρνηση είναι πρόθυμη να αρχίσει διάλογο, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι οι περιφέρειες θα εγκρίνουν ένα νόμο σε εφαρμογή του άρθρου 116 του Συντάγματος. Δηλαδή, υπό την προϋπόθεση ότι θα περιοριστούν στο να ζητήσουν μια διαφοροποιημένη αυτονομία, όπως κάνει η περιφέρεια Εμίλια χωρίς δημοψήφισμα.
Είναι πολύ δύσκολο να παραχωρηθεί ένα μεγαλύτερο ποσοστό από τα φορολογικά έσοδα στην περιφέρεια, διότι απαγορεύεται από το Σύνταγμα. Ακόμη, όμως, και για το ποσοστό που είναι διαπραγματεύσιμο, η διαδικασία είναι εξαιρετικά χρονοβόρα. Πρέπει οι προταθέντες περιφερειακοί νόμοι να συζητηθούν με την κυβέρνηση και, τέλος, να εγκριθούν από το κοινοβούλιο με απόλυτη πλειοψηφία. Ασφαλώς δεν πρόκειται για την τρέχουσα βουλευτική περίοδο.
Η κίνηση, όμως, του Τζάια δεν είναι τυχαία, γιατί θα παίξει σημαντικό ρόλο στην προεκλογική εκστρατεία για τις βουλευτικές εκλογές του 2018. Γεγονός που αντιλήφθηκε και ο Ρέντσι, ο οποίος υπόσχεται μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, μεγαλύτερη αυτονομία και φορολογική ισοτιμία. «Χρειάζεται μια συμφωνία μεταξύ των κομμάτων για τη μείωση της φορολογίας», δηλώνει, υιοθετώντας μια μόνιμη πρόταση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Τα κοινωνικά αίτια

Την εξήγηση για τις αυξανόμενες τάσεις αυτονομίας δίνει ο γνωστός κοινωνιολόγος Άλντο Μπονόμι, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Il Manifesto, αναλύοντας μάλιστα τις διαφορές μεταξύ Μιλάνου και Βενετίας, που κατά τη γνώμη του είναι κοινωνικές και αποτελούν μια αντίδραση στην κρίση. «Το Μιλάνο», λέει ο Μπονόμι, «είναι μια πόλη - περιφέρεια που βλέπει προς τις Βρυξέλλες, και έτσι εξηγείται η χαμηλή προσέλευση στο δημοψήφισμα, ενώ στο Βένετο τα μεγάλα πάθη δεν βλέπουν μπροστά, βλέπουν πίσω, στα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την κρίση. Στη Λομβαρδία συζητείται η σχέση παγκόσμιας πόλης - περιοχών, ενώ στο Βένετο δεν υπάρχει η πόλη - περιφέρεια και δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ πόλης και γύρω περιοχών». Σύμφωνα με τον Μπονόμι, δεν βοηθά το να αντιτάξει κανείς τις περιφέρειες στο κράτος, γιατί και οι δύο οντότητες κινούνται σε ένα πλαίσιο μειωμένων πόρων και, επομένως, ούτε η φορολογική εξισορρόπηση θα είναι η λύση.
Εκτός των άλλων, το οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί μόνο με τον αυτοματισμό της βιομηχανίας μέσα από τις νέες τεχνολογίες, γιατί «υπάρχουν ολόκληρες περιοχές που υπέστησαν την κρίση και δεν ικανοποιούνται με λίγη καινοτομία».
Και ο Άλντο Μπονόμι καταλήγει: «Δεν είμαι αισιόδοξος. Όταν τα μεγάλα πάθη γίνονται φονταμενταλισμοί, ανησυχώ».

Τόνια Τσίτσοβιτς
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet