georgoulas

Αν αναζητήσει κάποιος το ίχνος που άφησαν οι δύο τηλεμαχίες των υποψήφιων ηγετών τού υπό συγκρότηση κόμματος του κέντρου, αυτό που θα βρει είναι μια ιστορική πρωτοτυπία: ο ηγέτης του, που θα εκλεγεί στις 12 Νοεμβρίου (ή την επόμενη Κυριακή), θα βρεθεί επικεφαλής δύο κοινοβουλευτικών ομάδων, μία της ΔΗΣΥ και μία του Ποταμιού. Ένα κόμμα με δύο κοινοβουλευτικές ομάδες…
Όπως όλα τα παράδοξα έχει κι αυτό την εξήγησή του. Όπως θα θυμάστε, το Ποτάμι δίσταζε ως την τελευταία στιγμή να συμμετάσχει στο εγχείρημα. Κι επειδή οι δημοσκοπήσεις το εμφανίζουν στο ναδίρ, αναμενόμενο ήταν να αναρωτιούνται όλοι τι θα έκανε, προκειμένου να διασωθεί. Δεδομένου ότι δεν απέκλεισε ποτέ τη συνεργασία με τη ΝΔ, η τελική απόφαση να συμμετάσχει ο Στ. Θεοδωράκης στην αναμέτρηση για την ανάδειξη αρχηγού του κεντρώου σχηματισμού δικαιολογημένα θεωρήθηκε επιτυχία. Αποδεικνύεται επιτυχία υπό αίρεση, όμως. Η διατήρηση της ξεχωριστής κοινοβουλευτικής ομάδας, που όπως φαίνεται τέθηκε ως όρος, μόνο με έναν τρόπο μπορεί να ερμηνευτεί πολιτικά: ως αμφιβολία για την επιτυχία του εγχειρήματος. Μια αμφιβολία που επιβάλλει να μένει ανοιχτή για το Ποτάμι και η πόρτα της εξόδου προς τα δεξιά.

Η τακτική των «ίσων αποστάσεων» στα όριά της

Αν έχει ένα νόημα να ψιλολογούμε τόσο την πλευρά αυτή του εγχειρήματος, είναι γιατί αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα των αποτελεσμάτων μιας αμφιταλάντευσης που τείνει να το διαλύσει. Συνεχίζοντας την παράδοση Βενιζέλου, και η νέα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν αποφάσισε να απεμπλακεί από την έλξη της ΝΔ. Αντίθετα, θεωρώντας ότι με την πολεμική κατά της κυβέρνησης θα κατόρθωνε να «επαναπατρίσει» ψηφοφόρους που είχαν «εξαπατηθεί» από τον ΣΥΡΙΖΑ, άφηνε ουσιαστικά στο απυρόβλητο τη ΝΔ. Κι αυτό, συνδυαζόμενο με το πρόσφατο παρελθόν τής συνύπαρξης ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στην ίδια κυβέρνηση, έφερνε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: δυνάμωνε την αξιωματική αντιπολίτευση.
Τη στάση αυτή της ΔΗΣΥ την εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο η ΝΔ. Αφού τη χρησιμοποίησε για να μην περάσει άμεσα, από τις επόμενες εκλογές, η εφαρμογή της απλής αναλογικής και να διατηρηθεί το μπόνους των 50 εδρών, άρχισε να της τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια, φοβούμενη ότι, με τη διαφαινόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης, θα ήταν ακόμα πιο δύσκολο να αξιοποιηθεί το κέντρο ως θηρευτής τμημάτων της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ, από την άλλη, σ’ αυτές τις συνθήκες, ενδέχεται να αφαιρούσε εκλογική δύναμη από τη ΝΔ, η οποία διεκδικεί επίσης μερίδιο από το κέντρο (γιατί και η ΝΔ ζει την αντίφασή της: όσο πιο δεξιά πάει, για να αγρεύσει από την ακροδεξιά ψήφους, τόσο αποδυναμώνει το κεντροδεξιό προφίλ που φιλοτεχνεί).

Οι φόβοι της δεξιάς

Αν παρακολουθήσει κάποιος τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα των συγκροτημάτων Αλαφούζου και Μαρινάκη πώς αντιμετωπίζουν τις τελευταίες μέρες το εγχείρημα του κέντρου, θα καταλάβει ότι όσα περιγράφουμε εδώ αποτελούν δεν αποτελούν θεωρητικές υποθέσεις. Το μεν πρώτο συγκρότημα αναφέρεται στις προσπάθειες του κέντρου με τόσο απαξιωτικό τρόπο, που δεν χρειάζεται να είσαι βαθύτατος πολιτικός αναλυτής, για να αντιληφθείς ότι κυριαρχεί το εχθρικό πνεύμα. Ένα απογοητευτικό κέντρο χωρίς ορμή, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για τον ΣΥΡΙΖΑ και, εμμέσως, όφελος για τη ΝΔ. Αν, μάλιστα, ένα τέτοιο κέντρο για την επιβίωσή του αναζητήσει σανίδα σωτηρίας κυρίως στην άγρα ψηφοφόρων από τη ΝΔ, τότε γίνεται και άμεσα επικίνδυνο για τον ενδεχόμενο σύμμαχό του. Συμπέρασμα: δεν αξίζει τον κόπο να ποντάρει πάνω του κανείς. Οι διεκδικούμενοι από τη ΝΔ ψηφοφόροι ας πάνε, σίγουρα και απ’ ευθείας, στην κάλπη της. Δεν είναι ώρα τώρα να περνούν από «συμμαχικές» κάλπες. Όσο γι’ αυτούς που, σε διαφορετικές συνθήκες, θα μπορούσε το κέντρο να διεκδικήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ, κρίνεται μάλλον αποτελεσματικότερο να διεκδικηθούν από τη ΝΔ. Ο πρόεδρός της, όπως παρατηρήσαμε στα Γιάννενα, έβγαλε ήδη τη γραβάτα, ανακάλυψε την κοινωνική αλληλεγγύη, την αξιοπρέπεια των αδύναμων, ενώ ξαναθυμήθηκε το «εγγυημένο εισόδημα», που η ΝΔ δεν είχε… προκάνει να το εφαρμόσει εν τη βασιλεία της. Είχε προκάνει, όμως, ο Σαμαράς να κόψει την ελάχιστοι σύνταξη των ανασφάλιστων υπερήλικων.

Οι μιντιάρχες είναι ασταθέστατο στήριγμα

Τηρουμένων των αναλογιών, όσοι φιλοδοξούν με τον παρά τους να ανεβάζουν και να κατεβάζουν κυβερνήσεις διαμορφώνοντας την περίφημη κοινή γνώμη, φαίνεται να συμπεριφέρονται όπως οι πολύτεκνοι γονείς σε περιόδους ισχνών αγελάδων: τροφοδοτούν τα παιδιά που έχουν περισσότερες δυνατότητες και παραβλέπουν όσα δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν. Αν σωθούν, σώθηκαν…
Αυτοί κάνουν τη δουλειά τους. Το ερώτημα είναι η ηγεσία του κέντρου τι κάνει. Ήδη η τελευταία δημοσκόπηση του ΠΑΜΑΚ, δημοσιευμένη στα μίντια του Αλαφούζου, εμφανίζει τη δύναμη της ΔΗΣΥ και του Ποταμιού μειωμένη αισθητά. Θα αντιληφθεί ότι, όσες φορές το κέντρο ανέλαβε ιστορικά χρήσιμους ρόλους, το έκανε σε παράλληλη πορεία με την αριστερά και όχι με τη δεξιά; Θα βρει το κουράγιο και την πολιτική διορατικότητα που χρειάζεται για να πάρει την απόφαση με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει; Γιατί όσο η ηγεσία του εναποθέτει την τύχη του και τις ελπίδες της στην εύνοια των μεγιστάνων των μίντια, κινδυνεύει να βρεθεί ανά πάσα στιγμή στο κενό. Όσο κι αν τους καλοπιάνει, όπως έκανε την εβδομάδα που πέρασε αποφεύγοντας να υπερψηφίσει τη διαδικασία αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών από το ΕΣΡ. Δεν έχει διδαχτεί ούτε από το διασυρμό του Α. Παπανδρέου στο ειδικό δικαστήριο, ούτε –προδικτατορικά– από την εξέγερση δημοκρατικών πολιτών εναντίον της φιλικής προς τους «αποστάτες» στάσης του ΔΟΛ;

Χ. Γεωργούλας

Διόρθωση ημαρτημένων: Μέχρι προχθές, θεωρούσα εσφαλμένα την Τόνια Κατερίνη κόρη του Παναγιώτη και όχι του Ανδρέα Κατερίνη. Ελπίζω να μου συγχωρεθεί. Άλλωστε, αυτό δεν αλλάζει τη γνώμη μου για όσα είχα να πω στο περασμένο φύλλο της «Ε».
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet