Στην εκκίνησή της, πέρυσι τέτοιον καιρό περίπου, η δεύτερη αξιολόγηση συνοδεύτηκε από δηλώσεις υψηλά ιστάμενων κυβερνητικών αξιωματούχων, που προέβλεπαν ομαλή και σύντομη τη διαδρομή μέχρι την ολοκλήρωσή της. Χρειάστηκαν επτά μήνες αβεβαιότητας και ένα κρεσέντο καταπόνησης πριν η αδιαλλαξία του κ. Σόιμπλε καμφθεί και υπάρξει ο συμβιβασμός στου οποίου το ίχνος βαδίζει η τρίτη αξιολόγηση.
Όταν ασκείται πολιτική υψηλού ρίσκου, οι προσδοκίες –και οι δηλώσεις— καλό είναι να κρατούν χαμηλά τους τόνους. Ή, με τα λόγια του πρωθυπουργού από το βήμα της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ την περασμένη Τετάρτη: «Υπάρχει αισιοδοξία. Δεν υπάρχει χώρος για εφησυχασμό και επανάπαυση» — επειδή υπάρχει πάντα ο αστάθμητος παράγοντας που μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικός.
Η πολιτική είναι η υπομονετική τέχνη του «σταθμίζειν το αστάθμητο». Και μαθαίνεται, όπως κάθε άλλη τέχνη, στην πράξη. Στην άσκηση της διακυβέρνησης, εν προκειμένω. Η οποία υπαγορεύει συγκρατημένες αντιδράσεις. Δεν βοήθησε στο πρόσφατο παρελθόν η υπεραισιοδοξία, δεν θα βοηθήσει και στην παρούσα φάση.
Σταθμίζοντας τα της δεύτερης αξιολόγησης, η σκληρή στάση και οι κωλυσιεργίες του κ. Σόιμπλε αποδόθηκαν στις επικείμενες γερμανικές εκλογές. Σταθμίζοντας τη δυστοκία που παρατηρείται σήμερα στο σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού στο Βερολίνο, φαίνεται απίθανο το «ελληνικό ζήτημα» να οδηγηθεί ξανά στα πρόθυρα του εκτροχιασμού. Πιθανότερο μοιάζει το σενάριο της χρονικής μετάθεσης.
Συμβιβασμοί και αντιδράσειςΟι τελευταίες πληροφορίες από τη γερμανική πρωτεύουσα βεβαιώνουν ότι στην τρέχουσα δεύτερη φάση των διαπραγματεύσεων για σχηματισμό κυβέρνησης «Τζαμάικα» (Χριστιανοδημοκράτες-Χριστιανοκοινωνιστές, Φιλελεύθεροι και Πράσινοι) οι τόνοι στην αντιπαράθεση μεταξύ των δύο τελευταίων εταίρων έπεσαν αισθητά, μετά τη γνωστοποίηση της πρόθεσης των Πρασίνων για συμβιβασμούς σε σημαντικά γι’ αυτούς περιβαλλοντικά ζητήματα, και τη θετική αντίδραση των Φιλελευθέρων, που έδειξαν διάθεση συμβιβασμού σε θέματα οικολογίας και περιβάλλοντος. Όμως οι διφορούμενες αντιδράσεις των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών, άλλοι εκ των οποίων χαιρέτησαν την κίνηση των Πρασίνων και άλλοι αμφισβήτησαν την ειλικρίνειά της, μείωσαν την προσδοκίες για σύντομη λύση.
Παραμένουν εξάλλου σε εκκρεμότητα οι δυσχέρειες από την αμφισβήτηση του προέδρου των Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) και πρωθυπουργού της Βαυαρίας, Χορστ Ζεεχόφερ, από τη Νεολαία του κόμματός του, που απειλεί να κινήσει διαδικασία διαδοχής του, με τον υπουργό Οικονομικών της Βαυαρίας, Μάρκους Σέντερ, πρόθυμο να διεκδικήσει την προεδρία του κόμματος στο συνέδριό του στα τέλη Νοεμβρίου.
Αν αυτό συμβεί, θα σημάνει παράταση της «γερμανικής εκκρεμότητας» για ένα μήνα το λιγότερο, συμπαρασύροντας, κατά πάσα πιθανότητα, την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης –και, κατ’ επέκταση, της διευθέτησης του χρέους— σε ανάλογη καθυστέρηση. Η οποία καθυστέρηση μπορεί να απλωθεί χρονικά, αν καταστεί πράξη ένας άλλος αστάθμητος παράγοντας: η δήλωση του προέδρου των Φιλελευθέρων, Κρίστιαν Λίντνερ, ότι το κόμμα του «δεν φοβάται ενδεχόμενες νέες εκλογές» και ότι θα προτιμήσει να βρεθεί στην αντιπολίτευση αν οι θέσεις του δεν αποτυπωθούν ξεκάθαρα στο κυβερνητικό πρόγραμμα.
Η απόφαση των μελλοντικών κυβερνητικών εταίρων να μη συμπεριλάβουν το κρίσιμο θέμα του ελληνικού χρέους στην ατζέντα του δεύτερου γύρου μπορεί να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση, όμως δεν αποφορτίζει την κατάσταση παρά μόνο προσωρινά. Το ζήτημα θα παραμένει ακανθώδες ακόμη και αν τελικά σχηματιστεί «τζαμαϊκανή» κυβέρνηση. Ιδίως τότε, αφού οι Πράσινοι επιμένουν στην ελάφρυνση του χρέους, οι Φιλελεύθεροι θέτουν ως προϋπόθεση την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, ενώ οι Χριστιανοκοινωνιστές του CSU βρίσκονται αντιμέτωποι με τις εκλογές στη Βαυαρία το φθινόπωρο του 2018 και τον φόβο ότι, αν αποσύρουν την άρνησή τους να ρυθμιστεί το ελληνικό χρέος, θα δουν τη δύναμη του αντίπαλου κόμματος «Εναλλακτική για την Γερμανία» (AfD) να εκτινάσσεται στα ύψη.
ΠονοκέφαλοιΑν το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων στο Βερολίνο θα σήμαινε με βεβαιότητα την έναρξη μιας παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου, που, κατά πάσα πιθανότητα, θα μετέθετε χρονικά την αξιολόγηση και, άρα, την πορεία και τον τερματισμό του προγράμματος, ο σχηματισμός μιας «τζαμαϊκανής» κυβέρνησης δεν θα είναι μικρότερος πονοκέφαλος για την Ελλάδα. Το δεύτερο κόμμα έχει δικαίωμα να διαλέξει ένα «πρώτο» υπουργείο, που αυτή τη φορά μάλλον δεν θα είναι το Εξωτερικών, όπως στον συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών, αλλά το Οικονομικών, όπως φαίνεται να θέλουν οι σχεδιασμοί του κ. Σόιμπλε. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ελληνική πλευρά θα βρει στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών –και απέναντί της– τον επικεφαλής των Φιλελευθέρων κ. Λίντνερ, που επιμένει ανυποχώρητα ότι μόνο με αντάλλαγμα το Grexit θα συναινούσε στη ρύθμιση του ελληνικού χρέους.
Και πιθανότατα θα συνεχίσει να επιμένει, στο μέτρο που ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, από τη θέση του προέδρου της γερμανικής Βουλής πλέον, θα μπορεί να επιβάλλει τους όρους του στους εταίρους της Γερμανίας στο ευρώ. Η διαπλοκή των ευρωπαϊκών συνθηκών με το γερμανικό νομικό καθεστώς είναι τέτοιο που του επιτρέπει να βαφτίζει αλλαγή συνθηκών κάθε πρόταση που υπερβαίνει το γερμανικό δόγμα, και να την παραπέμπει, όπως ορίζει ο γερμανικός νόμος, για έγκριση στην Bundestag, βέβαιος για την ετυμηγορία. Την οποία ετυμηγορία θα μπορεί, στη συνέχεια, να επικαλείται η κυβέρνηση του Βερολίνου για να απαιτεί αυστηρή προσήλωση στις συνθήκες.
«Δεν υπάρχει χώρος για εφησυχασμό και επανάπαυση». Υπάρχει όμως το «κενό μεταξύ Σόιμπλε και Λίντνερ», μεταξύ της βέβαιης απομάκρυνσης του πρώτου από το υπουργείο Οικονομικών και της πιθανής ανάληψής του από τον δεύτερο. Αυτό το απαλλαγμένο από εξωτερικές πιέσεις κενό προσφέρει στην ελληνική κυβέρνηση ικανό χρόνο προετοιμασίας για την αντιμετώπιση των καθυστερήσεων, μικρότερων ή μεγαλύτερων, και των αναβολών που θα υπάρξουν είτε οι διαπραγματεύσεις στο Βερολίνο καταλήξουν αυτή την Πέμπτη σε μια κατ’ αρχήν συμφωνία, με ορίζοντα σχηματισμού κυβέρνησης το τέλος του έτους, είτε ναυαγήσουν και η Γερμανία οδηγηθεί ξανά σε εκλογές.
Προσοχή στο κενό, δεν προσφέρεται για επανάπαυση.
Κωστής Γιούργος