Ο πρώτος γύρος για την ανάδειξη του επικεφαλής του «νέου φορέα», την περασμένη Κυριακή, έληξε με σαφές προβάδισμα της κ. Γεννηματά (41,38%). Το 24,81% του κ. Ανδρουλάκη δεν υπόσχεται επικράτησή του στον τελικό γύρο. Αυτό θα προϋπέθετε τη συστοίχιση του 13,69% συν 9,81% των κ.κ. Καμίνη και Θεοδωράκη αντίστοιχα, κάτι στο οποίο καμιά από τις αναλύσεις την εβδομάδα που πέρασε δεν έδωσε πολλές πιθανότητες. Μέχρι, π.χ., το βράδυ της Παρασκευής τουλάχιστον παρέμενε άδηλο το τι θα πράξει η πλευρά Σημίτη, η οποία στον πρώτο γύρο στήριξε Καμίνη, το ποσοστό του οποίου, ωστόσο, ακόμη και αν —πράγμα απίθανο— συμβεί να μετακομίσει σύσσωμο στο 24,81% του κ. Ανδρουλάκη δεν αρκεί για να γύρει την πλάστιγγα υπέρ του. Η υποστήριξη, εξάλλου, της πλευράς Γ. Παπανδρέου στην κ. Γεννηματά, που κρίνεται χλιαρή καθώς στον πρώτο γύρο υπήρξαν μεμψιμοιρίες για «παρασπονδία» αρκετών από τον παπανδρεϊκό κύκλο και στήριξη προς τον κ. Καμίνη, ακόμη και αν παραμείνει χλιαρή, η κ. Γεννηματά δεν θα απειληθεί. Εξίσου απίθανο κρίνεται το ενδεχόμενο η κατακρήμνιση του κ. Θεοδωράκη στο 9,81% να προκαλέσει μετακινήσεις ικανές να απειλήσουν την κ. Γεννηματά. Πόσο και πώς αυτό θα επηρεάσει το εγχείρημα είναι ένα θέμα, δεν είναι όμως του παρόντος.
Επιτακτικά παρόν, αντίθετα, είναι το αν η προσέλευση στις κάλπες της δεύτερης αναμέτρησης θα επιβεβαιώσει ή όχι τους πανηγυρισμούς που συνόδευσαν την προσέλευση 210.000 ψηφοφόρων στις κάλπες της πρώτης. Αν η προσέλευση υπερβεί αυτό το νούμερο, οι εμπνευστές του εγχειρήματος θα έχουν κάθε λόγο να πανηγυρίζουν. Αν είναι μικρότερο, θα έχουν κάθε λόγο να το κάνουν όσοι μιλούν για ενδοπασοκική υπόθεση —και μάλιστα χωρίς ΠΑΣΟΚ, όπως επισημαίνουν οι πλέον χαιρέκακοι εξ αυτών…
Απαξιωτικός ζήλος…Ο κ. Ευ. Βενιζέλος δεν συγκαταλέγεται στους τελευταίους, παρ’ ότι έχει προ πολλού αποθέσει στα ενθυμήματα του παρελθόντος το κόμμα το οποίο τον ανέδειξε, του οποίου υπήρξε πρόεδρος και από το οποίο στηρίχτηκε για να συγκυβερνήσει με τη ΝΔ του κ. Σαμαρά. Το δείχνει ο απαξιωτικός ζήλος του κατά της Μεταπολίτευσης, όπου το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου είχε δεσπόζοντα ρόλο.
Ας μιλήσει ένα απόσπασμα από άρθρο του που, με τίτλο «Εθνικός ή κομματικός πατριωτισμός;», δημοσιεύτηκε στα «Νέα» την παραμονή της πρώτης αναμέτρησης: «Η ελληνική κοινωνία προσέλαβε τη δύσκολη προσαρμογή […] όχι ως βαθιά ήττα του κυρίαρχου κοινωνικού και ανθρωπολογικού μοντέλου της Μεταπολίτευσης, αλλά ως ήττα του λεγόμενου παλιού πολιτικού συστήματος». Σε μια και μόνη φράση ο κ. Βενιζέλος εγκαλεί την ελληνική κοινωνία για ανικανότητα να κατανοήσει τη «δύσκολη προσαρμογή», δηλαδή απροθυμία να αναγνωρίσει το έργο της συγκυβέρνησής του με τη ΝΔ του κ. Σαμαρά, της καταλογίζει ότι επιμένει να αναγνωρίζει τη Μεταπολίτευση στην ουσία της, δηλαδή ως ιστορικό σταθμό στην μετεμφυλιακή πραγματικότητα, την μέμφεται, τέλος, επειδή αποστράφηκε το «λεγόμενο(!) παλιό πολιτικό σύστημα» και εμπιστεύθηκε την Αριστερά.
Είναι κοινό μυστικό ότι ο κ. Βενιζέλος στηρίζει, αν και όχι εμφανώς, τον κ. Ανδρουλάκη. Άγνωστο παραμένει αν η επιλογή του να εμφανίζεται αποστασιοποιημένος υπαγορεύτηκε από τη φροντίδα να προστατευθεί ο υποψήφιος της προτίμησής του από την ταύτιση μαζί του ή αν έτσι προστατεύει τα νώτα του από την όποια ετυμηγορία της αρχηγικής κάλπης, αλλά και από το ενδεχόμενο η προσέλευση να δείξει φιάσκο.
Κάτι, ωστόσο, δεν αφήνει στην ασάφεια: την άποψή του για τη μεθεπομένη της αρχηγικής αναμέτρησης. Η βαθύτερη έγνοια του ίδιου και του υπολογίσιμου περιβάλλοντός του αποτυπώνεται σε μια φράση από το άρθρο του όπου μέμφεται τη ΝΔ ότι στοχεύει αποκλειστικά στη νίκη στις επόμενες εκλογές, όποτε γίνουν, και «αδυνατεί να παρουσιάσει ένα προγραμματικό πλαίσιο αποδοχής ευρύτερης από τα κομματικά της όρια που να δίνει απάντηση και στην ανάγκη να συγκεντρωθούν αυξημένες πλειοψηφίες για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και για την ψήφιση ενός ισορροπημένου εκλογικού νόμου που ανταποκρίνεται στις νέες πολιτικές συνθήκες». Είναι σαφές ότι ο κ. Βενιζέλος και οι συν αυτώ εναποθέτουν στη σύμπραξη με τη ΝΔ και όχι στη δυναμική του «νέου φορέα» τις ελπίδες για το κλείσιμο της «αριστερής παρένθεσης», με πολιτικό εργαλείο τις ενδεχόμενες δυσκολίες ανάδειξης Προέδρου της Δημοκρατίας από την παρούσα Βουλή και, στη συνέχεια, μέσω της ακύρωσης της απλής αναλογικής. Και είναι παραπάνω από σαφές ότι η προτροπή του καλεί τη δική του παράταξη πρωτίστως να ευθυγραμμιστεί αναλόγως.
Δυσάρεστο παρελθόνΤην οποία παράταξη, στο άρθρο του ο κ. Βενιζέλος, με έκδηλη αποστροφή στον όρο «Κεντροαριστερά», σε οποιαδήποτε «αριστερή» υποδήλωση, προσδιορίζει ιδεολογικά μεν ως «προοδευτική δημοκρατική παράταξη» πολιτικά δε ως «προοδευτικό Κέντρο». Του διαφεύγει ότι στην προσπάθειά του να συνομιλήσει με το μέλλον ανακαλεί στη μνήμη ένα δυσάρεστο παρελθόν. Αυτό του τέλους της δεκαετίας του 1950 και των αρχών της δεκαετίας του 1960 που «έκλεισε» πρόωρα και τραγικά με το πραξικόπημα του 1967. Μιας ταραγμένης περιόδου που χαρακτηρίζεται από την ανάδειξη της «Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς» (ΕΔΑ) στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης μετά τις εκλογές του 1958, την αναζωπύρωση του αντικομμουνιστικού κλίματος, τη σύμπηξη του κόμματος της «Ενώσεως Κέντρου» (ΕΚ) το 1961 ως απάντηση στην ανάγκη της κρατούσας τάξης πραγμάτων το πολιτικό σύστημα να ισορροπήσει στο λεγόμενο «σύστημα των συγγενών κομμάτων», αποτελούμενο από μια «εθνική κυβέρνηση», μια «εθνική αντιπολίτευση» και με την Αριστερά καταναγκασμένη στο περιθώριο εκείνης της δημοκρατίας.
Ας μην ξεχνούμε την ιστορία. Δεν επαναλαμβάνεται —ούτε, βέβαια, προσφέρεται για επιπόλαιες συγκρίσεις. Κανείς δεν θα διαφωνήσει. Αρκεί όλοι να συμφωνούν ότι σε αυτή τη δημοκρατία, τη σημερινή, την οποία εν πολλοίς χρεωστούμε στη Μεταπολίτευση, την πολιτική εμπάθεια πρέπει να μετριάζει η παραδοχή ότι οι κυβερνήσεις κρίνονται μετά την ομαλή ολοκλήρωση του κύκλου τους και όχι από καιροσκοπικές συγκλίσεις. Η «Ένωσις Κέντρου» και η μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στη λαϊκή ψήφο που την ανέδειξε κυβέρνηση παραμένουν ένα καλό δίδαγμα.
Κωστής Γιούργος