Του Σταύρου Ζουμπουλάκη* Το ζήτημα της διαβεβαίωσης των βουλευτών, της κυβέρνησης, των αιρετών της αυτοδιοίκησης ότι θα ασκήσουν τα καθήκοντά μας σύννομα και προς το συμφέρον του λαού είναι ένα πολύ απλό ζήτημα. Η διαβεβαίωση αυτή πρέπει να δίνεται πολιτικά, με αυτό που λέμε πολιτικό όρκο. Και από ό,τι φαίνεται εκεί οδηγούνται τα πράγματα. Όλο και πιο συχνά και όλο και πιο πολλοί δίνουν πολιτικό όρκο, τώρα πια, για πρώτη φορά, και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Η Εκκλησία, ευτυχώς, δεν αντέδρασε καθόλου στον πολιτικό όρκο του πρωθυπουργού και των περισσότερων μελών της κυβέρνησης, αυξάνεται μάλιστα διαρκώς και ο αριθμός των επισκόπων που τάσσονται κατά του θρησκευτικού όρκου. Δεν χρειάζεται, επομένως, καμία δραματοποίηση, o θρησκευτικός όρκος οδεύει προς το τέλος του. Δεν ισχύει, βέβαια, το ίδιο για την ορκωμοσία του προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος κατά συνταγματική επιταγή δίνει θρησκευτικό και δη χριστιανικό όρκο. Εδώ η αλλαγή προϋποθέτει συνταγματική αναθεώρηση, δηλαδή πρέπει καταρχάς τα σχετικά άρθρα να ενταχθούν στα αναθεωρητέα.
Τώρα που διανύουμε αυτή τη μεταβατική περίοδο προς το τέλος της εθιμοταξίας του θρησκευτικού όρκου των βουλευτών και των λοιπών αιρετών αρχόντων, δύο μόνο παρατηρήσεις θα είχα να κάνω επί του θέματος.
Πρώτον· είναι λάθος να υπεισέρχεται στη συζήτηση για την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου το ερώτημα αν ο όρκος αυτός είναι θεολογικά θεμιτός, δεδομένου ότι ο ίδιος ο Χριστός τον απαγορεύει (Μτ, 5, 34-38). Το σημειώνω αυτό επειδή διαβάζω διάφορα κείμενα που επικαλούνται την ευαγγελική μαρτυρία. Αυτή είναι μια συζήτηση που αφορά μόνο τους χριστιανούς, δεν αφορά την Πολιτεία. Οι χριστιανοί μπορούν να τα συζητούν όλα αυτά, να συζητούν πόσο απόλυτη είναι αυτή η απαγόρευση στη ζωή τους ως χριστιανών –ο Παύλος, αίφνης, ορκιζόταν- και πολλά άλλα. Η καθιέρωση του πολιτικού όρκου δεν γίνεται για να συμμορφωθεί η πολιτειακή νομοθεσία και εθιμοταξία προς το Ευαγγέλιο, γίνεται στην προοπτική του ουδετερόθρησκου κράτους.
Δεύτερον· είναι πολιτικά επικίνδυνο αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται λίαν δημοκρατικό, να δίνει δηλαδή ο καθένας τον όρκο που θέλει, άλλος πολιτικό και άλλος θρησκευτικό. Είναι επικίνδυνο πολιτικά, γιατί θα προκαλέσει εσφαλμένες και απαράδεκτες ταυτίσεις (όσοι δίνουν θρησκευτικό όρκο να θεωρούνται χριστιανοί και εν γένει φίλα προσκείμενοι στην Εκκλησία, ενώ όσοι δίνουν πολιτικό εχθροί της πίστης) και νέα πολιτική εργαλειοποίηση της θρησκείας.
Η λύση, λοιπόν, είναι μία: καθιέρωση του πολιτικού όρκου παντού (στα πολιτειακά αξιώματα, στα δικαστήρια, στους δημοσίους υπαλλήλους, στο στρατό) και για όλους υποχρεωτικά, όχι εναλλακτικά για εκείνους μόνο που τον επιλέγουν.
Αν η «Εποχή» έχει χριστιανούς αναγνώστες εκτός από τον υπογραφόμενο, θα ήθελα, απευθυνόμενος σε αυτούς, να τους πω ότι πρέπει ασφαλώς να δίνουν τη μαρτυρία της πίστης τους στον δημόσιο χώρο, αλλά να μην την συγχέουν με ανούσια πολιτειακά έθιμα.
* Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης είναι πρόεδρος του Δ.Σ. του Βιβλικού Ιδρύματος «Άρτος Ζωής», καθώς και του εφορευτικού συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης.