Το τι ακριβώς συνέβη στον πρώτο γύρο – και πιθανότατα στον δεύτερο, που διεξάγεται σήμερα – για την εκλογή του ηγέτη τού υπό ανασυγκρότηση κέντρου, θα μπορούσε κάποιος να το συμπεράνει παρακολουθώντας τις αντιδράσεις πολιτικών σχολιαστών και αναλυτών που πρόσκεινται στη ΝΔ. Όσο κι αν προσπαθήσει, δεν θα μπορέσει να καταλάβει εύκολα αν είναι ικανοποιημένοι ή όχι από τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας. Στέκουν απέναντί τους διχασμένοι, καθώς δεν είναι βέβαιοι τι ακριβώς θα ήταν καλύτερο για τη ΝΔ.
Θα επιθυμούσαν, ίσως, να βγει πρώτος ή, έστω, δεύτερος ένας από τους νεοεισερχόμενους στο εγχείρημα, όπως ο Καμίνης ή ο Θεοδωράκης. Θα ήταν, έτσι, πιο εύκολο να εκλεγεί στο δεύτερο και τελικό γύρο και πιο εύκολη η σύμπλευση του κέντρου με τη ΝΔ. Όπως έδειξε, όμως, η κάλπη, αυτό ήταν μάλλον αδύνατο, παρά το γεγονός ότι δεξιοί, δεξιότατοι δημόσια ομολογούν ότι πήγαν στην κάλπη μόνο και μόνο για να τους στηρίξουν (Τάκης Θεοδωρόπουλος, Στ. Μάνος).
Δύο γνώριμοι στον ίδιο χώροΩστόσο, αν η επιθυμία τους γινόταν πραγματικότητα, τότε θα ήταν πολύ πιθανό το κεντρώο κόμμα και η ΝΔ στις επόμενες εκλογές να παλεύουν στον ίδιο χώρο για τη διεκδίκηση των ίδιων ψηφοφόρων. Το επισημαίνει ο Τ. Θεοδωρόπουλος στην «Καθημερινή»: «Στον κεντρώο χώρο απευθύνεται η ΝΔ του Κυρ. Μητσοτάκη» και «Ποια είναι η διαφορά της κεντροαριστεράς από την κεντροδεξιά, όταν και οι δύο στοχεύουν στην ανάνηψη της μεσαίας τάξης;». Γι’ αυτό και όσοι αναλαμβάνουν το ρόλο τού συμβουλάτορα του νέου κόμματος, του συνιστούν (όπως κάνει ο Π. Μανδραβέλης, επίσης στην «Κ») να μην επιδιώξει να διεκδικήσει το «χώρο του παλιού κακού ΠΑΣΟΚ» (άλλωστε από αυτόν περιμένει και η ΝΔ να πάρει μερίδιο σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ), αλλά «το κομμάτι της έλλογης αριστεράς» (πράγμα που και πάλι τον ΣΥΡΙΖΑ θα βλάψει). Πιο ωμά το θέτει ο Α. Στάγκος, πάλι στην «Κ»: «Να ορθώσει το ανάστημά του και να στήσει οδόφραγμα στον ΣΥΡΙΖΑ».
Για να μπορέσει, βέβαια, να κάνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να μεταπείσει όσους φαίνεται ακόμα και σήμερα να παραμένουν ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ ή σκέφτονται να τον ψηφίσουν. Δηλαδή, θα πρέπει να απομακρυνθεί τόσο από τη ΝΔ, που θα πλησιάσει επικίνδυνα τη ζώνη επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο Α.Στ. σπεύδει να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο τονίζοντας ότι «οποιαδήποτε ένδειξη διάθεσης συμπόρευσης με τον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι καταστροφική» για το ίδιο το υπό συγκρότηση κόμμα. Καταστροφική, πάντως, μέχρι τώρα έχει αποδειχτεί μόνο η σύμπλευση του ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ. Με άλλα λόγια, του ζητάνε να κάνει το εξής σχιζοφρενικό: να είναι ταυτόχρονα τόσο δεξιό, ώστε να μπορεί να χωρέσει και τον Στ. Θεοδωράκη και να μπορεί να συμπλέει με τη ΝΔ, αλλά και τόσο αριστερό, ώστε να αγρεύσει ψηφοφόρους από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το παλιό μέσα στο νέοΣτην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη είναι κάτι πιο απλό και λογικό. Η σχετικά πιο συγκροτημένη δύναμη στο υπό διαμόρφωση κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, επικύρωσε την υπεροχή της έναντι των συμμάχων, με τίμημα, όμως, την αδυναμία να εμφανιστεί σαν κάτι νέο και ευρύτερο. Και από πολιτική άποψη μετέφερε στο νέο φορέα το παλιό πρόβλημα του πρωτότυπου, δηλαδή την εσωτερική σύγκρουση που του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Αυτή η σύγκρουση εκφράζεται, όχι με τον καλύτερο τρόπο είναι αλήθεια, στην αναμέτρηση του δεύτερου γύρου, καθώς είναι κοινό μυστικό ποιος στηρίζει ποιον ή ποιαν.
Αυτή η διαρκώς αναγεννώμενη αντίφαση με έναν τρόπο μπορεί να λυθεί: με τη λήξη του προσχήματος του διμέτωπου αγώνα. Και λέμε προσχήματος, γιατί, αφενός, είναι πολύ πρόσφατη η κυβερνητική σύμπραξη ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, αφετέρου, είναι ζώσα η σύμπλευσή τους σε πολλά ζητήματα εντός της παρούσας βουλής. Το ένα μέτωπο, λοιπόν, μάλλον υπνώτει. Άλλωστε, η μεταφορά του σχήματος του διμέτωπου έρχεται από μια άλλη εποχή, πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Το μέτωπο του κέντρου έναντι της αριστεράς προδικτατορικά μπορεί να φαινόταν πειστικό στα μάτια των συντηρητικών ψηφοφόρων και να έφερνε εκλογικά οφέλη από την κοίτη της αριστεράς, γιατί η ΕΔΑ τότε βρισκόταν θεσμικά «στη γωνία», γεγονός που διευκόλυνε τη λογική της χαμένης ψήφου να λειτουργεί υπέρ του κέντρου. Και, βέβαια, ενός κέντρου που έδινε από δημοκρατικές θέσεις μάχη με τη δεξιά, δεν συναγελαζόταν μαζί της.
Η ευθύνη της αριστεράςΣήμερα, η αριστερά βρίσκεται στην κυβέρνηση με το σπαθί της και στηριγμένη όχι μόνο σε ένα κύμα πολιτικό που δημιουργήθηκε από ένα μαζικό κίνημα, αλλά και σε ένα πρόγραμμα που, όσο κι αν το κουτσουρεύουν οι σκληροί όροι των δανειστών, απαιτεί συγκεκριμένη απόκρουση και όχι ρητορικά σχήματα. Από αυτή την αριστερά είναι δύσκολο να διεκδικηθεί η πρωτοκαθεδρία, και μάλιστα από τα δεξιά της. Αυτή η αντικειμενική συνθήκη, και όχι κάποια αλαζονεία, είναι που υποχρεώνει το κέντρο να πάρει θέση, αν θέλει να παίξει ιστορικό ρόλο.
Μια τέτοια ανάλυση δεν απαλλάσσει, βέβαια, τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση από τις ευθύνες που έχουν για τη μια ή την άλλη έκβαση του...αγώνα. Με άλλα λόγια, ποτέ στην ιστορία οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις δεν ήρθαν σαν ώριμο φρούτο, με μόνη ώθηση την αντικειμενική τάση εξέλιξης των πραγμάτων. Τα πράγματα δεν θα γίνουν έτσι ή διαφορετικά, επειδή έτσι το θέλουμε. Από την αριστερά και τις πρωτοβουλίες της, τις πολιτικές και ιδεολογικές παρεμβάσεις της θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό τι θα γίνει με το κέντρο. Για να πετύχει το στόχο της, που δεν μπορεί να είναι άλλος από την απόσπαση του κέντρου από την επιρροή, την ηγεμονία της δεξιάς, χρειάζεται μελετημένη στρατηγική, που να υπηρετείται με σταθερότητα και προσεκτικές, αν και αποφασιστικές, κινήσεις. Όχι ευκαιριακές ή θεαματικές. Αν η αριστερά θέλει να αναγνωρίσει την ευθύνη της, δεν μπορεί να το κάνει χωρίς να αναλάβει πρωταγωνιστικό, όχι αλαζονικό, ρόλο σ΄ αυτό τον τομέα.
Χ. Γεωργούλας