Του Ανδρέα Νοταρά*Την περασμένη Τρίτη, με την ευκαιρία του αναπτυξιακού συνεδρίου της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης που πραγματοποιήθηκε στην Κομοτηνή, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε μια εξαιρετικά σημαντική, όσο και τολμηρή, νομοθετική πρωτοβουλία για τη Σαρία. Στην Ελλάδα η εφαρμογή του ισλαμικού δικαίου αφορά αποκλειστικά στη μειονότητα της Θράκης και το εύρος της περιορίζεται στο οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο. Ο μουφτής έχει δικαιοδοτικές αρμοδιότητες σε υποθέσεις διαζυγίου, διατροφών, επιμέλειας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και εξ αδιαθέτου διαδοχής. Η πρόβλεψη αυτή έχει τις ρίζες της στη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης του 1881 και σε αυτήν των Αθηνών του 1913, ενώ στο ελληνικό δίκαιο ενσωματώθηκε με νόμο του 1920, ο οποίος αντικαταστάθηκε με νεότερο του 1991 που ισχύει ως σήμερα.
Η νέα ρύθμιση προβλέπει πρώτα από όλα την κατοχύρωση της δυνατότητας επιλογής των μελών της μειονότητας να προσφεύγουν είτε στο μουφτή-ιεροδίκη, είτε στα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια. Από εδώ και στο εξής ο μουφτής δεν θα έχει αποκλειστική αρμοδιότητα, παρά μόνο διαζευκτική/συντρέχουσα, για όσους φυσικά έχουν κάνει θρησκευτικό γάμο (για όσους τελούν πολιτικό γάμο, αρμόδια είναι έτσι κι αλλιώς τα πολιτικά δικαστήρια). Η προσφυγή στο μουφτή θα απαιτεί πλέον τη συγκατάθεση και των δύο μερών. Σε αντίθετη περίπτωση, αρμόδια θα είναι τα αστικά δικαστήρια. Επιπλέον, η ρύθμιση προβλέπει ένα σαφές πλαίσιο δικονομικών κανόνων, που θα διασφαλίζει τα δικαιώματα των διαδίκων. Τέλος, θα διατυπώνεται ρητά ότι οι κληρονομικές σχέσεις των μελών της μειονότητας καθορίζονται από τον αστικό κώδικα και όχι από το ισλαμικό δίκαιο, εκτός αν κάποιος επιλέξει εγγράφως το αντίθετο, ενώ οι δημόσιες διαθήκες που έχουν ήδη συνταχθεί, καθίστανται έγκυρες και ισχυρές αναδρομικά.
Θεραπεία των διακρίσεωνΗ εφαρμογή της Σαρίας, όπως προκύπτει στην πράξη μέσα από τις αποφάσεις των μουφτήδων, επιφέρει σοβαρότατες διακρίσεις εις βάρος των γυναικών (όροι διαζυγίου και διατροφής, κληρονομική μερίδα), λειτουργεί στρεβλά ως προς την επιμέλεια των παιδιών και τα δικαιώματά τους και δεν σέβεται τη βούληση τόσο των γυναικών, όσο και των ανδρών, αναφορικά με τη διάθεση της περιουσίας τους. Επίσης, η απουσία δικονομικών κανόνων (μη υποχρεωτική παρουσία δικηγόρων, έκδοση αποφάσεων στην οθωμανική γλώσσα, πλημμελής τήρηση αρχείου κ.ά.) φαλκιδεύουν τη δίκαιη κρίση, ακόμα και σ’ αυτό το ίδιο το πλαίσιο του ισλαμικού δικαίου. Οι παραπάνω στρεβλώσεις και αρνητικές διακρίσεις έχουν πολύ συχνά επισημανθεί από το νομικό κόσμο, από τον χώρο των δικαιωμάτων, από φεμινιστικές οργανώσεις και από αριστερά και όχι μόνο κόμματα, ενώ αρκετές υποθέσεις έχουν φτάσει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Εξίσου μεγάλο, αν όχι μεγαλύτερο, πρόβλημα αποτελεί αυτή καθ’ αυτή η υποχρεωτικότητα της δικαιοδοσίας του μουφτή. Η απόδοση ιδιαίτερων συλλογικών δικαιωμάτων σε μια κατηγορία πληθυσμού στο όνομα της πολιτισμικής, θρησκευτικής ή εθνοτικής της διαφοράς οφείλει να προβλέπει -ως απαραίτητη ασφαλιστική δικλείδα- το λεγόμενο δικαίωμα στην έξοδο. Οι μειονότητες μέσα στις μειονότητες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αυτοεξαιρεθούν εν μέρει ή εν όλω, προσωρινά ή μόνιμα από τα συλλογικά δικαιώματα που έχουν αποδοθεί στην ομάδα και τα οποία συνήθως αντλούν την κανονιστικότητά τους από το έθιμο και την παράδοση. Θεματοφύλακες και θεράποντες εθίμων και δικαιωμάτων (αυτο)χρήζονται οι πολιτικά ισχυρότεροι εντός της ομάδας. Συνηθέστατα αυτοί είναι πρεσβύτεροι, συντηρητικοί άνδρες, χωρίς ουσιαστική δημοκρατική νομιμοποίηση.
Γιατί η καθυστέρηση;Σε όλες τις μέχρι τώρα -κατά βάση θετικές- αντιδράσεις για την ανακοίνωση του πρωθυπουργού, σημειώνεται ότι η ρύθμιση έρχεται με μεγάλη καθυστέρηση. Ο περιορισμένος χώρος αυτού του σημειώματος δεν μου επιτρέπει τη διεξοδική ερμηνεία αυτής της καθυστέρησης. Περιορίζομαι να σημειώσω ότι προφανέστατα δεν είναι τυχαία. Συνειδητές και σκοπούμενες θεσμικές και παραθεσμικές αδράνειες, μικροκομματικές σκοπιμότητες και πελατειακά συμφέροντα, κοινωνικός συντηρητισμός, καθώς και η αναμενόμενη και εξηγήσιμη απουσία σχετικού κινήματος στο εσωτερικό της μειονότητας, είναι μερικές μόνο από τις αιτίες που την εξηγούν. Η χρόνια καθυστέρηση αναδεικνύει το τολμηρό της κυβερνητικής πρωτοβουλίας και ταυτόχρονα προϊδεάζει για ενδεχόμενες δυσκολίες και αντιδράσεις στην πορεία ψήφισης και εφαρμογής της.
Από τα παραπάνω προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ένα καθήκον. Όλοι όσοι αναγνωρίζουν τις σοβαρές παθογένειες και τον προφανή αναχρονισμό του σημερινού καθεστώτος, έχουν ευθύνη να υποστηρίξουν σθεναρά την προτεινόμενη ρύθμιση. Ειδικότερα, όσες και όσοι έχουν παλέψει για την πλήρη κατάργηση της Σαρίας, εντός και εκτός της μειονότητας, από τη σκοπιά της Αριστεράς ή ακόμα και από τη σκοπιά του (τυφλού απέναντι στη διαφορά) φιλελευθερισμού, χρειάζεται, χωρίς να εγκαταλείψουν τη θέση τους, να αναγνωρίσουν το σημαντικό βήμα που συντελείται και να βοηθήσουν στην άμεση κατοχύρωσή του.
Και ένα τελευταίο στοιχείο που αξίζει να έχουμε κατά νου. Στις περιπτώσεις μειονοτικών και γενικότερα υπεξούσιων ομάδων που προσδιορίζονται ως διαφορετικές, η διασφάλιση από την οργανωμένη πολιτεία συνθηκών χειραφέτησης και ενδυνάμωσής τους, αποτελεί ίσως πιο προοδευτική, και σίγουρα πιο συνετή, επιλογή από την επιβολή μιας απόφασης χειραφετητικού χαρακτήρα από τα πάνω και από τα έξω. Από εκεί κι ύστερα, τα κοινωνικά υποκείμενα -ατομικά και από κοινού- αναλαμβάνουν δράση.
*Ο Ανδρέας Νοταράς διδάσκει Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.