Ποιος ευθύνεται για το χαμό δεκαέξι, μέχρι στιγμής , ανθρώπων, για την υλική καταστροφή που συνιστά κοινωνική σπατάλη, για όλη αυτή την υποκριτική και επικοινωνιακή διαχείριση του ανθρώπινου πόνου από τους εμπόρους της δυστυχίας;
Αν καταλάβαμε καλά από τα όσα μέχρι τώρα είδαμε και ακούσαμε, η αναζήτηση των ευθυνών πάει σε βάθος χρόνου -και δικαιολογημένα από μια άποψη. Οσο πιο πίσω, όμως, πάει η προσπάθεια εντοπισμού τους, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος να χαθεί κάθε αίσθηση και συναίσθηση ευθύνης. Κι αυτός ο κίνδυνος δεν είναι απλώς υπαρκτός, έχει από χρόνια τώρα μεταφραστεί σε ζώσα πραγματικότητα. Αλλιώς δεν θα θρηνούσαμε κάθε τόσο αδικοχαμένους ανθρώπους και αδικοχαμένους κόπους ανθρώπων. Αλλιώς δεν θα είχαν πρόσωπο στην κοινωνία και την πολιτική οι αυτουργοί του προαναγγελθέντος εγκλήματος, που συχνά είναι οι ίδιοι που μιλούν για την ανάγκη του φτωχού να έχει ένα κεραμίδι, μόνο και μόνο για να κρύψουν τη δόλια απουσία πολεοδομικής και στεγαστικής πολιτικής από καταβολής ελληνικού κράτους.
Αν καταλάβουμε, παρά τις υπαρκτές διαβαθμίσεις, ότι είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι, εμείς και όχι κάποιοι άλλοι, σήμερα και όχι σε κάποιο μακρινό παρελθόν ή σε ένα αμφίβολο μέλλον, τότε θα έχουμε το δικαίωμα να ζητήσουμε από τη σημερινή κυβέρνηση, τη δική μας κυβέρνηση, την ευθύνη όχι για όσα εγκλήματα έγιναν –ξέρουμε ποιοι είναι ένοχοι γι’ αυτά - αλλά για όσα μόνο μια κυβέρνηση της αριστεράς μπορεί και έχει υποχρέωση να επιχειρήσει . Δηλαδή, για μια τομή όχι μόνο νομοθετική, αλλά στις νοοτροπίες, που θα σώσει ό,τι σώζεται στην υπάρχουσα ήδη αναρχία και την κερδοφόρα αυθαιρεσία. Κυρίως, όμως, θα βάλει τις βάσεις για τον αποκλεισμό της επανάληψης του έργου, εργαζόμενη σε δύο βασικές κατευθύνσεις: την έγκαιρη και όχι κατόπιν εορτής πολεοδόμηση και ένταξη σε σχέδιο με βάση τις προβλεπόμενες ανάγκες, και το σεβασμό των δικαιωμάτων της γης και γενικότερα του περιβάλλοντος, και όχι του διαρκούς βιασμού τους.