Του Σταύρου ΠαπαγιαννόπουλουΟ προϋπολογισμός που κατατέθηκε την περασμένη Τρίτη δεν μας επιφύλαξε πολλές εκπλήξεις. Μας είχε προϊδεάσει το προσχέδιο που είχε κατατεθεί αρχές Οκτώβρη ότι πρόκειται για τον πλέον φιλόδοξο προϋπολογισμό της μεταπολεμικής Ελλάδας, ότι σηματοδοτεί το τέλος των μνημονίων και προετοιμάζει την είσοδο στην κανονικότητα (που σημαίνει τήρηση των αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωζώνης), αλλά και ότι επιτυγχάνει δημοσιονομική ισορροπία με, κατά το δυνατόν, κοινωνική δικαιοσύνη, με επιδόματα αλληλεγγύης, προστασία από την παιδική φτώχια κλπ.
Ανακύπτει εύλογα το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να αυξάνεται το πρωτογενές πλεόνασμα κατά 2,7 δισ. (1,6 μονάδες του ΑΕΠ) και να πετυχαίνεις τα παραπάνω. Πώς είναι δυνατόν να έχεις αύξηση εσόδων και μείωση δαπανών, χωρίς νέα μέτρα, χωρίς αύξηση φόρων και χωρίς περικοπές.
Ο προϋπολογισμός καταρτίστηκε στη βάση ήδη νομοθετημένων μέτρων. Ναι, η εφαρμογή τους θα αρχίσει 1/1/18, αλλά τα παραπάνω έσοδα ή οι μικρότερες δαπάνες αυτών των μέτρων ήδη βρίσκονται ενσωματωμένα στον προϋπολογισμό. Όχι λοιπόν «νέα μέτρα».
Τα έσοδαΟι έμμεσοι φόροι (που επηρεάζονται, κατά μεγάλο ποσοστό, από την οικονομική δραστηριότητα), από 14,74% του ΑΕΠ το 2016 πήγαν στο 15,07% το 2017 και για το 2018 προβλέπε��αι να μειωθούν στο 14,83%. Δεν το λες αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, όταν αυτή γυρνάει στα επίπεδα του ‘16.
Τα έσοδα από τους άμεσους φόρους μειώθηκαν κατά 1,5 δισ. σε σχέση με το 2016 και εμφανίζονται μειωμένα κατά 1,2 δισ. ως προς το στόχο του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2018-2021 (ΜΠΔΣ). Για το 2018 προβλέπεται μια αύξηση 0,5 δισ. από το 2017 και μείωση κατά 100 εκατ. από το ΜΠΔΣ. Και πάλι η επιβάρυνση από τους άμεσους φόρους μειώνεται σε σχέση με το ΑΕΠ από το 2017 στο 2018.
Θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν αυτό συμβαίνει λόγω εξάντλησης της φοροδοτικής ικανότητας. Η απάντηση είναι όχι. Ενώ η φορολογική βάση διευρύνθηκε (πιο πολλές δηλώσεις και συνολικά μεγαλύτερο φορολογητέο εισόδημα), η κατανομή άλλαξε. Ήταν περισσότερες αναλογικά οι δηλώσεις χαμηλού εισοδήματος το ‘17 από το ’16, με συνέπεια να μειωθεί η φορολογική επιβάρυνση και μάλιστα απότομα, λόγω της προοδευτικότητας της κλίμακας. Στο θέμα των «μεσαίων στρωμάτων», ή ακριβέστερα των ελεύθερων επαγγελματιών, παρατηρήθηκε μεγάλη αύξηση των δηλώσεων χαμηλού εισοδήματος, αλλά επειδή οι εισφορές είναι πλέον με βάση τα έσοδα, το μικρότερο κομμάτι των μεσαίων προς υψηλών [δηλωθέντων] εισοδημάτων πλήρωσε και φόρο, αλλά και πολύ μεγαλύτερες εισφορές και έτσι παρατηρήθηκε σημαντική αύξησή τους.
Από την άλλη πλευρά, όπως ήταν φυσικό, μειώθηκε, στα χαμηλά, τόσο ο φόρος όσο και οι εισφορές. Αν αυτές οι εξελίξεις, δηλαδή η αλλαγή της κατανομής χαμηλών-μεσαίων/υψηλών εισοδημάτων, συνεχιστεί και το 18, τα αποτελέσματα της φορολογικής επιβάρυνσης θα είναι τα ανάλογα με αυτά του ‘17. Αν όμως, όπως αναμένεται λόγω της αύξησης του ΑΕΠ, αλλάξει προς την αντίθετη κατεύθυνση, αυτό θα σημαίνει ότι περισσότερος κόσμος θα απολαμβάνει μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα, ακόμα και αν πληρώνει μεγαλύτερους φόρους.
Οι δαπάνεςΤέλος, οι επιστροφές φόρων αυξήθηκαν κατά 2,3 δισ. το ‘17 σε σχέση με το ‘16 και αναμένεται να μειωθούν κατά 1,9 δισ. το ‘18 σε σχέση με το ‘17, «καθαρό» όφελος για τους πολίτες σχεδόν 400 εκατ. ευρώ.
Η κατά 2 δισ. το ‘18 σε σχέση με μείωση των δαπανών το ’17, οφείλεται κυρίως στο ότι λείπει από τις δαπάνες του ‘18 το Κοινωνικό Μέρισμα που το ‘17 ήταν 1,4 δισ. Στον προϋπολογισμό του ‘18 δεν μπορεί να προβλεφθεί Κοινωνικό Μέρισμα. Ούτε στον προϋπολογισμό του ‘17 είχε συμπεριληφθεί. Αν υπάρξει υπερεπίδοση και το ‘18, όπως το ‘17 και το ’16, τότε θα δοθεί, αλλά δεν μπορούν να συμπεριληφθούν κονδύλια σε ένα προϋπολογισμό που βασίζονται στην εκτέλεσή του. Αν ήταν σίγουρο ένα πλεόνασμα πάνω από 3,82% θα προϋπολογιζόταν αυτό το κάτι παραπάνω, είτε σε μέτρα μείωσης εσόδων, είτε σε εκ των προτέρων αύξηση δαπανών.
Τα άλλα 600 εκατ., περίπου, που μειώνουν τις δαπάνες, προέρχονται, κατά κύριο λόγο, από τις μειωμένες επιχορηγήσεις προς ΕΟΠΠΥ και νοσοκομεία.
Αυτό, ίσως φανεί παράξενο επειδή έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε πλαφόν δαπανών την κρατική ενίσχυση. Όμως το πλαφόν δαπανών έχει καθοριστεί αυτοτελώς (ιδανικά, από τις υπηρεσίες που θα προσφερθούν με βάσει τις ανάγκες και του μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού της κάθε μονάδας). Έτσι αντιστρέφεται η συνήθεια και η επιχορήγηση έρχεται να καλύψει και όχι να καθορίσει τις δαπάνες μιας μονάδας. Ουσιαστικά ζητούνται χαμηλότερα πλεονάσματα και όχι λιγότερες υπηρεσίες.
Άλλος παράγοντας μείωσης των δαπανών είναι τα μέτρα που παίρνονται στο πλαίσιο δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας, όπως η επισκόπηση δαπανών που έχει στόχο τη μεταφορά της εξοικονόμησης προς τις δαπάνες Κοινωνικών Υπηρεσιών και Αλληλεγγύης.