Δύο κυρίες σε ένα ομαδικό πορτραίτο με τίτλο «Η Ευρώπη στο Λαβύρινθο των Αντιφάσεων», οι κυρίες Φώφη Γεννηματά και Άνγκελα Μέρκελ. Ανάμεσα στα πρόσωπα που τις περιβάλλουν —μάλλον ασφυκτικά αν και σε δεύτερο πλάνο— διακρίνονται, για μεν την πρώτη, οι κ.κ. Βενιζέλος, Λοβέρδος, Ανδρουλάκης, Καμίνης, Θεοδωράκης, Παπανδρέου κ.λπ., για δε τη δεύτερη, οι κ.κ. Στάινμάιερ, Λίντνερ, Σουλτς, Σόιμπλε, Ζεερχόφερ κ.ά.
Εγκαταστάθηκαν στις πρώτες σελίδες της πολιτικής ειδησεογραφίας στις αρχές του φθινοπώρου και μάλλον εκεί θα διαχειμάσουν. Τα ονόματά τους φιγουράρουν ψηλά στους δείκτες του πολιτικού ενδιαφέροντος από αρκετές εβδομάδες —αυτό της κ. Μέρκελ από την επαύριο των γερμανικών εκλογών, εκείνο της κ. Γεννηματά από την έναρξη της αναζήτησης για τον επικεφαλής του «ενιαίου φορέα».
Τα μεγέθη δεν είναι συγκρίσιμα —από κάθε άποψη. Είναι, ωστόσο, κρίσιμα από την άποψη της επίδρασής τους στα εγχώρια πολιτικά πράγματα. Αυτό μόνο τα συνδέει επί της ουσίας. Αν οι διαδρομές τους διασταυρώθηκαν τη νύχτα της περασμένης Κυριακής, ήταν από απλή σύμπτωση: όταν από το Βερολίνο έφτανε η είδηση ότι οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης κατέληξαν σε ναυάγιο, βυθίζοντας την κ. Μέρκελ σε σκοτεινές σκέψεις για το πολιτικό μέλλον της, και από το γραφείο του κ. Αλιβιζάτου στην Αθήνα ανακοινωνόταν το αποτέλεσμα της αναμέτρησης για τον επικεφαλής του «ενιαίου φορέα», απογειώνοντας την κ. Γεννηματά στην υπόσχεση ενός λαμπρού πολιτικού μέλλοντος.
Ενός μέλλοντος που δεν προβλέπεται λιγότερο ανέφελο από εκείνο της γερμανίδας καγκελαρίου. Η οποία, αφήνοντας πίσω της την πολυετή παραμονή στην εξουσία, που την ανέδειξε εγγυητή της σταθερότητας, τώρα, μετά τη ματαίωση του σχηματισμού κυβέρνησης και των ελπίδων της για τέταρτη συνεχή θητεία, δεν βρίσκεται αντιμέτωπη μόνο με το ορατό τέλος της πολιτικής σταδιοδρομίας της, αλλά και με τις ευθύνες που θα της καταλογίσει το άμεσο μέλλον για τη διαφαινόμενη αρχή του τέλους του «γερμανικού θαύματος», ή, αν προτιμάτε, της «γερμανικής Ευρώπης», της οποίας υπήρξε επίσης εγγυητής επί δώδεκα συναπτά έτη.
Η κ. Μέρκελ δήλωσε προβληματισμένη μετά το ναυάγιο. Είχε λόγους να είναι κάτι παραπάνω από προβληματισμένη, αρκετά πριν από αυτό. Από την επομένη των εκλογών και τις κάκιστες επιδόσεις των Χριστιανοδημοκρατών: το 32,5% είναι το χειρότερο στην ιστορία τους, και συνέβη επί ηγεσίας της.
Κάτι χιλιάδες ψήφοιΔεν είναι γνωστό αν η κ. Γεννηματά προβληματίστηκε από την αριθμητική αποτύπωση της αναμέτρησή της με τον κ. Ανδρουλάκη, ή αν αρκέστηκε, όπως έδειξε, στον ενθουσιασμό των ποσοστών. Αν, συγκεκριμένα, είδε ότι το 13,56% της διαφοράς της από τον κ. Ανδρουλάκη (56,76% έναντι 43,56%) κρύβει μια τελείως άλλη πραγματικότητα. Αυτή που λέει ότι οι 86.611 ψήφοι της στην τελική αναμέτρηση ξεπερνούν μόλις κατά 281 τις 86.330 ψήφους της στην πρώτη, και το σημαντικότερο, ότι ο αντίπαλός της συνέλεξε 65.969 έναντι 51.736, ήτοι 14.233 νέες προτιμήσεις.
Από πού κατάγονται αυτές οι προτιμήσεις στο πρόσωπο του κ. Ανδρουλάκη είναι ένα θέμα. Ιδίως αν συνυπολογιστεί ότι η αποχή από τη δεύτερη αναμέτρηση —κοντά 55.000 ψήφοι— ζημίωσε σαφώς την κ. Γεννηματά. Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν ποτέ —πράγμα αδύνατο— η προέλευσή τους εντοπιζόταν στη δεξαμενή των περίπου 48.000 που είχαν επιλέξει τους κ.κ. Καμίνη και Θεοδωράκη στην πρώτη αναμέτρηση. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η κ. Γεννηματά δεν παρέλαβε εντολή «εν λευκώ». Και θα επιβεβαίωνε ότι η εκλογή αρχηγού δεν έπρεπε να είναι «το πρώτο βήμα». Ίσως, ούτε καν το δεύτερο… Το έργο της κ. Γεννηματά μέχρι την Άνοιξη του 2018, οπότε προβλέπεται το ιδρυτικό συνέδριο, δεν προοιωνίζεται εύκολο.
Ασύγκριτα δυσμενέστεροι είναι οι οιωνοί για την κ. Μέρκελ την ίδια περίοδο. Κάποιοι θεωρούν ότι δεν απέχει η στιγμή που θα αρχίσει να γράφεται η πολιτική νεκρολογία της. Άλλοι, λιγότερο μακάβριοι και περισσότερο ενήμεροι για το τι προβλέπει σχετικά το γερμανικό Σύνταγμα, δίνουν στην παραμονή της στην καγκελαρία τη συνταγματικά προβλεπόμενη παράταση κάποιων μηνών, μέχρι την Άνοιξη του 2018, οπότε ολοκληρώνεται ο κύκλος των προσπαθειών του προέδρου Στάινμαϊερ για τον σχηματισμό, έστω, μειοψηφικής κυβέρνησης. Αν αποβούν άκαρπες, η Γερμανία οδεύει σε νέες εκλογές.
Μεγάλος συνασπισμός, λοιπόν;Τις οποίες εκλογές, ομολογημένα ή ανομολόγητα, απεύχονται όλοι —ακόμη και οι Σοσιαλδημοκράτες του SPD, για τους οποίους οι εκλογές του Σεπτεμβρίου υπήρξαν ολέθριες. Έχοντας σημειώσει το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμά τους από το 1949, από την επομένη κιόλας των εκλογών —και παρά τις πιέσεις που δέχονταν από ισχυρά λόμπι της οικονομίας και όχι μόνο— απέκλειαν κατηγορηματικά ένα νέο «μεγάλο συνασπισμό» με τους Χριστιανοδημοκράτες.
Κατηγορηματικά; Όχι και τόσο. Υψηλόβαθμα στελέχη τους διέρρεαν από νωρίς ότι η παραίτηση της κ. Μέρκελ ίσως θα διευκόλυνε ένα τέτοιο συνασπισμό. Οι γνωρίζοντες δεν εξεπλάγησαν από την είδηση που κυκλοφόρησε το απόγευμα της Παρασκευής, ότι η ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών δήλωσε ανοικτή σε συνομιλίες για την έξοδο της χώρας από την πολιτική κρίση, εγκαταλείποντας την κατηγορηματική αντίθεση στην ιδέα της συμμαχίας με τη χριστιανική ένωση. Όσο γράφονταν αυτές οι γραμμές παρέμενε άγνωστο αν, προκειμένου να συμβεί αυτό, η κ. Μέρκελ θα πρέπει να αποχαιρετήσει την καγκελαρία, αν θα πρέπει να βγει από το ομαδικό πορτραίτο πριν από την Άνοιξη του 2018...
Η κ. Γεννηματά δεν θα χρειαστεί να περιμένει την Άνοιξη του 2018 και το συνέδριο για να δώσει ένα καθαρό δείγμα του πολιτικού και ιδεολογικού προφίλ του φορέα του οποίου ηγείται. Στη συζήτηση στη Βουλή τη Δευτέρα επί της επερώτησης για το ζήτημα Καμμένος- Σαουδαραβία θα είναι παρούσα. Θα κριθεί από το τι —και ποιόν— θα υπερασπιστεί εκεί, δηλαδή από το ποιες συμμαχίες προετοιμάζει στο «νέο φορέα».
Κωστής Γιούργος