Δεν είναι αυτό το κυρίως γήπεδο. Η αυριανή συζήτηση στη Βουλή για την πώληση πολεμοφοδίων στη Σαουδική Αραβία, ακόμη και επειδή θα γίνει σε επίπεδο ηγετών των κομμάτων, θα έχει μεν ένταση και σύγκρουση, αλλά δεν μπορεί να έχει αξιόλογη ουσία. Η ΝΔ εντάσσει, προφανώς, τη συζήτηση αυτή —τη σχεδίαζε ως ερώτηση βουλευτών της— στην τακτική της, τελευταία, να αρπάζεται από ένα συμβάν που εμπεριέχει ή όχι κυβερνητικό ή υπουργικό σφάλμα και να το διογκώνει όσο μπορεί. Στόχος να μείνει κάποιο ίχνος υπόνοιας στον κόσμο. Τώρα, επιλέγει τα πολεμοφόδια και τον κ. Καμμένο, που μόνιμα θεωρεί αδύνατο κρίκο και ότι δεσμεύει δικές της, δεξιές δυνάμεις. Όμως, δεν φαίνεται να έχει περισσότερη ουσία από αυτή που ως τώρα έχει αναδειχθεί —πολύ περισσότερο που η πώληση τελικά ακυρώθηκε. Η ουσιαστική και ενοχλητική πλευρά της υπόθεσης, και το έθεσαν ήδη, ορθώς, βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή το κατά πόσον μια κυβέρνηση με κορμό κόμμα της Αριστεράς επιλέγει την πώληση πολεμοφοδίων χωρίς τη σαφή διασφάλιση για το πως, από ποιόν και που θα χρησιμοποιηθούν, που είναι ιδεολογική και πολύ προβληματική, δεν αφορά τη ΝΔ. Γι’ αυτό και δεν το έθεσε.
Η κυβέρνηση, βέβαια, δεν είχε άλλη επιλογή από το να δεχθεί την πρόκληση και σωστά θα πάρει μέρος και ο πρωθυπουργός στην αυριανή συζήτηση. Ας τη χρησιμοποιήσει όμως για να κλείσει αυτού του είδους τις αντιπαραθέσεις με ρηχό περιεχόμενο, για να αφοσιωθεί στο δύσκολο έργο της.

Ποια νέα πολιτική;

Είναι παράδοξο, αλλά η ΝΔ δεν νοιώθει ισχυρή, ικανή να αντιπαρατεθεί με την κυβέρνηση για κρίσιμα θέματα: για τον προϋπολογισμό του 2018, την τρίτη αξιολόγηση, την επενδυτική πολιτική, την κοινωνική πολιτική, την διαπραγμάτευση για το χρέος κ.λπ. Παράδοξο, διότι σ’ αυτά τα θέματα η πολιτική της κυβέρνησης ελέγχεται από την κοινωνία, σ’ αυτά τα πεδία το μνημόνιο βάζει μύριους όσους περιορισμούς και δυσκολίες. Παρ’ όλα αυτά η ΝΔ γενικολογεί επ’ αυτών, διότι δεν θέλει να γίνει συγκεκριμένη και να φανεί η πολιτική της. Αυτό φάνηκε με την κατάθεση και του προϋπολογισμού.
Η κυβέρνηση έθεσε με επιμονή αυτό το ζήτημα. Επισημαίνει ότι η ΝΔ μίλησε για «ανάγκη νέας οικονομικής πολιτικής», αλλά δεν είπε ποια. Την προκαλεί να το πει στη συζήτηση των επιτροπών και συγκεκριμένα «από ποιες δαπάνες θα περικόψει για να μειώσει τους φόρους; Από την παιδεία; Από την υγεία; Από την ασφάλιση; Από το Δημόσιο;»
Η απάντηση του γραφείου τύπου της ΝΔ κρύβει το θέμα στην οξύτητα: «Οι τυχοδιώκτες της κυβέρνησης που πούλησαν ελπίδα με το “πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης” έχουν το θράσος να ρωτούν τη Νέα Δημοκρατία τι διαφορετικό θα έκανε.» Στη συνέχεια παραθέτει λίστα μέτρων, όπου για πρώτη φορά εμφανίζει μέρος των περικοπών των δαπανών που σχεδιάζει, και ασκώντας κριτική στην κυβέρνηση, ισχυρίζεται ότι εκείνη δεν θα αποδεχόταν τους στόχους για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, ξεχνώντας ότι η ΝΔ ως κυβέρνηση είχε συμφωνήσει για 4,5%. Μάλιστα ο Κυρ. Μητσοτάκης υποστηρίζει ότι κακώς δέχθηκε η κυβέρνηση και το 2% ως το 2060! Και δεν θα είχε καμία αντίρρηση —«δεν θα έβαζε συνεχή εμπόδια»— για επενδύσεις, όπως το Ελληνικό και οι Σκουριές.

Μέγιστη ειλικρίνεια

Όμως, καθώς τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά πρέπει και να τα αντιμετωπίζουμε έτσι, και να τα παρουσιάζουμε με την μέγιστη ειλικρίνεια. Αυτό ως κανόνας ισχύει πρώτα απ’ όλα για τον προϋπολογισμό. Στη σελίδα 6 ο Σταύρος Παπαγιαννόπουλος κάνει την παρουσίασή του και ο αναγνώστης μπορεί να δει τα μεγέθη, τους στόχους και τις δυσκολίες του.
Ο υπουργός Οικονομικών έθεσε ο ίδιος το ερώτημα αν είναι αυτός ο προϋπολογισμός δίκαιος και απάντησε με ευθύνη απέναντι στην πραγματικότητα: «Είναι αυτός ο προϋπολογισμός δίκαιος; Αυτή είναι η ερώτηση. Δίκαιος με απόλυτο τρόπο δεν είναι. Το αναγνωρίζουμε! Αλλά αναγνωρίζουμε, επιπλέον, και τελειώνω εκεί που άρχισα, ότι είναι ένας προϋπολογισμός μέσα στις συγκεκριμένες πολιτικοοικονομικές συνθήκες, παγκοσμίως και στην Ευρώπη. Και η ερώτηση είναι εάν είναι ένας προϋπολογισμός που προσπαθεί να αυξήσει τη δικαιοσύνη όσο μπορεί, που προσπαθεί να ανατρέψει άλλες πολιτικές που θα είχαν πολύ χειρότερη αναδιανομή για τους εργαζόμενους και τη μεσαία τάξη, εάν είναι ένας προϋπολογισμός που ανοίγει το δρόμο για να βγούμε από αυτά τα μνημόνια. Αυτό είναι το βασικό ερώτημα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι επειδή είναι άδικος ο προϋπολογισμός να μην τον ψηφίσουμε κι εμείς, να πάμε σε εκλογές και να έρθει κάποιος συνασπισμός ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ή κάποιος άλλος συνασπισμός κομμάτων. Εμείς αυτό δεν το έχουμε επιλέξει. Εμείς έχουμε επιλέξει να παλέψουμε εντός αυτών των συγκεκριμένων συσχετισμών»

Γερμανική ρευστότητα

Το ταξίδι του πρωθυπουργού στο Παρίσι έγινε σε μια περίοδο μεγάλης ρευστότητας στην Ευρώπη με κύρια πηγή τη δυσκολία συγκρότησης κυβέρνησης στη Γερμανία. Οι βραβεύσεις, ουσιαστικά, αξιολογούν τη σταθερή πολιτική πορεία της Ελλάδας εν μέσω μεγάλων προβλημάτων, αλλά και δυσκολιών που πρόσθεταν με την πολιτική που επέβαλαν οι δανειστές. Το είπε ο Πρωθυπουργός σε συνέντευξή του στη «Φιγκαρό»: «Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός πλήρωσε πολύ βαρύ τίμημα μιας ευρωπαϊκής κρίσης και λανθασμένων επιλογών, λανθασμένων συνταγών για την αντιμετώπισή της. Επτά χρόνια είναι πάρα πολλά και οι θυσίες του ελληνικού λαού είναι πάρα πολύ μεγάλες.»
Εν όψει του κλεισίματος της τρίτης αξιολόγησης, που δεν φαίνεται να αργεί, η συνάντηση Τσίπρα-Μακρόν, λίγους μήνες πριν αρχίσει η συζήτηση για το χρέος, ήταν ουσιαστική. Η ρευστή κατάσταση στη Γερμανία, ασφαλώς δεν διευκολύνει τέτοιες συζητήσεις. Το σημαντικότερο είναι ότι αναβάλλει κάθε συζήτηση για τα βήματα που πρέπει να κάνει η Ευρώπη, κάτι που αφορά την Ελλάδα πάρα πολύ.
Τίθεται, όμως, και το ερώτημα, τι αντανακλά αυτή η δυσκολία; Η αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων να συγκροτήσουν σταθερές κυβερνήσεις, δηλαδή κυβερνήσεις με πολιτική αποδεκτή από τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας έφτασε και στη Γερμανία, στον εμπνευστή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Το πιο πιθανό μετά την αποτυχία συγκρότησης κυβέρνησης μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων είναι να προσφύγουν ξανά στο μεγάλο συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών. Θα είναι, ωστόσο, μια βραχυπρόθεσμη λύση του πολιτικού προβλήματος της Γερμανίας. Η πορεία πολιτικής φθοράς των δύο κομμάτων, που αποτυπώθηκε στις τελευταίες εκλογές, το πιθανότερο θα συνεχισθεί, ενώ ταυτόχρονα θα διεμβολίζει το στόχο για μια μελλοντική συμμαχική εναλλακτική κυβέρνηση Σοσιοαλδημοκρατών-Πράσινων-Αριστεράς. Πολύ περισσότερο θα ανακόπτει τη διαδικασία, έστω αργή, απομάκρυνσης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας από τη δεξιά.
Όσο κι αν η συγκρότηση κυβέρνησης ικανής να προωθήσει κάποια από τα ανοιχτά ευρωπαϊκά ζητήματα είναι σοβαρό ζήτημα, η παρότρυνση του Αλέξη Τσίπρα προς τον πρόεδρο του SPD, κ. Σούλτς, «να επιστρέψει με ισχυρότερη διαπραγματευτική δύναμη στη συζήτηση για σχηματισμό κυβέρνησης», είναι μια λάθος κίνηση.


Παύλος Κλαυδιανός
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet