Της Σοφίας ΒιδάληΑπό την εποχή των επεισοδίων στο κατάστημα «Κ. Μαρούσης» το 1991 έως και σήμερα, η τυφλή βία συνοδεύει ή ακολουθεί όχι σπάνια διάφορες μαζικές ή μη συγκεντρώσεις, άλλες εκδηλώσεις, με αποτέλεσμα αθώα θύματα, πολίτες που βρέθηκαν στην περιοχή αστυνομικούς, διαδηλωτές κλπ. Το «κοινό» ζητά δικαιοσύνη, δηλαδή, να βρεθούν οι ένοχοι και να τιμωρηθούν, όπως συνήθως λέγεται, για να αποκατασταθεί η τάξη και να δικαιωθούν τα θύματα.
«Γνωστοί – Άγνωστοι», «κουκουλοφόροι», «αντιεξουσιαστές», «αναρχικοί», «ταραξίες» και άλλα επίθετα χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν και κυρίως να προσδιορίσουν την κοινωνική ταυτότητα των δραστών που στις περισσότερες των περιπτώσεων παρέμειναν άγνωστοι. Παρά το γεγονός ότι αυτά τα επεισόδια είναι συνολικά (για όλο το διάστημα) μάλλον σποραδικά, αυτό δεν αναιρεί ούτε τη σοβαρότητά τους ούτε τις τραγικές επιπτώσεις τους. Οι συνήθεις συνθήκες που έχουν συμβεί τέτοια επεισόδια έχουν αφορμές κυρίως (όχι αιτίες): είτε την απρόκλητη επίθεση σε αστυνομικούς εκ μέρους των ομάδων αυτών, είτε την απρόκλητη και ατυχή επέμβαση της αστυνομίας, ώστε να απομακρύνει μια ομάδα ή μεγαλύτερο πλήθος από μια περιοχή είτε τέλος, αψιμαχίες μεταξύ αστυνομικών και ομάδων πολιτών, στο πλαίσιο μιας μαζικής συγκέντρωσης που στη συνέχεια εκτρέπεται σε βίαιες συγκρούσεις κάποτε ανεξέλεγκτες.
Χωρίς διεκδίκησηΕκτός όμως από αυτές τις συνθήκες, τα τελευταία χρόνια, εκτιμώ ότι αναπτύσσεται ένα είδος βίας σε συγκεκριμένες περιοχές, όπως τα Εξάρχεια, που δεν έχει ειδικές αναφορές σε κάποια διεκδίκηση, αλλά εξελίσσεται στο πλαίσιο μιας γενικότερης αντίληψης «περί άβατου» για την αστυνομία στην περιοχή και στο πλαίσιο ενός ιδιότυπου πολέμου μεταξύ αστυνομίας και ομάδων αγνώστων για τον έλεγχό της: πρόκειται για βίαια επεισόδια που εκδηλώνονται ως «φυσικό» φαινόμενο σε συγκεκριμένες ημερομηνίες – επετείους ή συχνά σε συγκεκριμένες ήμερες της εβδομάδας όπως π.χ. Παρασκευή έως Κυριακή και ιδίως νύκτα. Η άσκοπη και χωρίς νόημα βία, η εντύπωση ότι πρόκειται για έναν «πόλεμο» τύπου «κλέφτες και αστυνόμοι», η αμηχανία και οι στερεοτυπικές προσεγγίσεις που επιφυλάσσονται από το επίσημο κράτος και τους διάφορους αναλυτές στις περιπτώσεις αυτές πλαισιώνουν τέτοια φαινόμενα.
Θα μπορούσε κάποιος να γράψει σελίδες επί σελίδων για τη βία, τις διακρίσεις της, το χαρακτήρα της, το πόσο ολέθρια για τη ζωή και τις ελευθερίες των ανθρώπων είναι, αλλά και την αναγκαιότητά της, όταν πρόκειται να υπερασπιστεί ανώτερες αξίες, ιδέες και ανθρώπους σε κίνδυνο κλπ. Θα μπορούσε επίσης κάποιος, να καταδικάσει τη βία από όπου και αν προέρχεται ή να καταδικάσει την παρακρατικού τύπου βία κλπ. Τέλος, ιδίως μετά το σοβαρό τραυματισμό της Α. Τσουκαλά, θα μπορούσε να προταθεί το άνοιγμα μιας συζήτησης για το τι γίνεται στα Εξάρχεια, για το τι γίνεται στο χώρο των λεγόμενων «αντιεξουσιαστών», για το ποια πρέπει να είναι η αντίδραση της αστυνομίας και θα μπορούσε να συσχετισθεί όλη αυτή η κατάσταση με τη γενικότερη εγκληματικότητα.
Παρεμβάσεις στον πυρήνα του προβλήματοςΌμως είναι σωστό, νομίζω, να έχουμε πολλές επιφυλάξεις απέναντι σε κάθε είδους επιφανειακές ή και βιαστικές εκτιμήσεις. Ειδικότερα, είναι ανάγκη να υπάρξει μια δημοκρατική απάντηση στα φαινόμενα αυτά, που δεν πλήττουν μόνον τα αθώα θύματά τους ούτε την αστυνομία, αλλά την ίδια τη δημοκρατία και το δικαίωμα του καθενός να μπορεί να ζει στην περιοχή αυτή (όπως και σε άλλες βέβαια). Αντίθετα δε από τις πολιτικές της μηδενικής ανοχής, προς τις οποίες εύκολα κάποιος μπορεί να διολισθήσει μετά από τραγικά γεγονότα, είναι ανάγκη να γίνουν παρεμβάσεις στον πυρήνα του προβλήματος. Είναι ανάγκη κατανοήσουμε κατ αρχήν το τι συμβαίνει και να μιλήσουμε ανοικτά και δημόσια. Και να υπάρξουν επίσημες αναφορές και τοποθετήσεις από όλους όσοι εμπλέκονται κοινωνικά, θεσμικά και πολιτικά πέρα από μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ανάγκη να κατανοήσουμε νομίζω ότι το πρόβλημα των συστηματικών καταστροφών στην περιοχή δεν είναι απλά ένα ζήτημα βεντέτας μεταξύ αστυνομίας και «αντιεξουσιαστών», ούτε ένα ζήτημα τάξης μόνον, αλλά ένα ζήτημα μεταβολής της φυσιογνωμίας της περιοχής –που ήδη επιτελείται εδώ και καιρό- μέσα από τη μεταβολή των ιδιοκτησιακών συνθηκών και των χρήσεων γης. Είναι ανάγκη επίσης, να κατανοήσουμε το θέμα αυτό και ως ένα ζήτημα ποικίλων συμφερόντων που ενδιαφέρονται για την καταστροφή της περιοχής και συγκλίνουν ως προς το επιθυμητό αποτέλεσμα αν και για διαφορετικούς λόγους. Τέλος, είναι ανάγκη να υπάρξει και μια σοβαρή απάντηση από την αστυνομία και την Πολιτεία, ανεξάρτητα από τις αιτίες των επεισοδίων, που να υπερβαίνει τη λογική του κλεφτοπολέμου, επειδή αυτός εκτός του ότι δεν λύνει κανένα πρόβλημα, διαμορφώνει νοοτροπίες και μέσα και έξω από την αστυνομία, που σε τίποτα δεν συνεισφέρουν στην κοινωνική συνοχή και στη δημοκρατία.
* Η Σ. Βιδάλη είναι καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής Δ.Π.Θ.