Για πρώτη φορά, ύστερα από 65 χρόνια, επισκέπτεται τούρκος πρόεδρος την Ελλάδα. Τι να περιμένουμε από αυτή την επίσκεψη;
Η επίσκεψη θα είναι σημαντική, αν στην ατζέντα περιλαμβάνονται σοβαρά ζητήματα που αφορούν την περιοχή αλλά και τις δύο χώρες: η μείωση κατεξοχήν της έντασης ανάμεσα στις δύο χώρες και το μέλλον των σχέσεων τους, οι εμπορικές και τουριστικές σχέσεις, αλλά και το προσφυγικό είναι κάποια από τα σοβαρά, διμερή ή ευρωπαϊκά (όπως το ζήτημα του προσφυγικού) ζητήματα. Μια εθιμοτυπική επίσκεψη του τούρκου προέδρου, απλώς για να δείξει ότι έχει καλές σχέσεις με τους γείτονές του, σε μια περίοδο μάλιστα που οι σχέσεις του με τη «Δύση» είναι σε μηδενικό σημείο, δεν θα έχει –πιστεύω- τόση σημασία. Ωστόσο, η Ελλάδα, η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που έχει άμεση γειτονία αλλά και ανοικτά θέματα με την Τουρκία, είναι υποχρεωμένη να συνομιλεί μαζί της, πολύ περισσότερο τώρα που η Τουρκία δεν «πιέζεται» από καμιά άλλη ευρωπαϊκή δύναμη. Πολύ βολικά και για τις δύο πλευρές, τόσο ο Ερντογάν όσο και οι «μεγάλες δυνάμεις» της Ευρώπης έχουν διακόψει τις μεταξύ τους σχέσεις στο όνομα, ο μεν της δύναμης της χώρας του, οι δε της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και έχουν απαλλαγεί από τον κόπο –κυρίως οι δεύτερες- της πίεσης πάνω στην Τουρκία, και για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όλο το βάρος λοιπόν, και εφ’ όλης της ύλης, πέφτει στους ώμους της Ελλάδας, η οποία οφείλει να επιμένει στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας, και όχι σε μια ιδιόμορφη σχέση Τουρκίας-Ευρώπης, που δεν βοηθά κανέναν, κυρίως όχι την Ελλάδα και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τουρκία.
Η κατάσταση στην Τουρκία
Η επίσκεψη γίνεται μια στιγμή που ο Ερντογάν αντιμετωπίζει προβλήματα ενδοκυβερνητικά. Πρόσφατα ο επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος, Κιλιντσάρογλου, ζήτησε από τον Ερντογάν να δικαιολογήσει που πήγαν τα 30 δισ. για τους πρόσφυγες, ενώ η οικογένεια του τούρκου προέδρου βρέθηκε στη λίστα των Paradise Papers. Υπάρχουν τριγμοί στην κυβέρνηση;
Πρέπει να αντιληφθούμε ότι η κυβέρνηση Ερντογάν είναι μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση. Αυτό σημαίνει ότι η διαφθορά και η διαπλοκή, κυρίως όμως η φοροαποφυγή μέσω των φορολογικών παραδείσων, συνιστούν στοιχεία της πολιτικής του. Όπως και στα «καθ’ ημάς» έτσι και στην Τουρκία, οι φορολογικοί παράδεισοι θεωρούνται μια νόμιμη διαδικασία, απολύτως αρμονική με το πνεύμα του καπιταλισμού. Βέβαια ο Ερντογάν αναδείχτηκε ως ένας λαοφιλής πολιτικός με την πρόταξη του συνθήματος της μάχης κατά του διεφθαρμένου κεμαλικού συστήματος και υπέρ της δημοκρατίας. Οι συνεχείς αποκαλύψεις φαινομένων διαφθοράς και φοροαποφυγής, κυρίως όμως ο εντεινόμενος αυταρχισμός του καθεστώτος που έχει εγκαθιδρύσει και το προεδρικοκεντρικό σύστημα ξεσηκώνουν αντιδράσεις και μέσα στο ίδιο του το κόμμα αλλά και στην εκλογική του βάση.
Τα προηγούμενα χρόνια τα κοινωνικά κινήματα στην Τουρκία ήταν πολύ μαζικά και δυναμικά. Οι μαζικές φυλακίσεις αποδυνάμωσαν το κίνημα, ενδεχομένως και την Αριστερά. Έχει καμφθεί η κοινωνική διαμαρτυρία;
Τα κοινωνικά κινήματα, όπως και η Αριστερά, έχουν ρίζες στην Τουρκία και έχουν δώσει πολλές και επώδυνες μάχες –όχι μόνο τώρα αλλά εδώ και δεκαετίες- για τη δημοκρατία, τα ατομικά δικαιώματα κλπ. Το κυνήγι μαγισσών στο οποίο έχει επιδοθεί ο Ερντογάν κατά δημοσιογράφων, πανεπιστημιακών, εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών κλπ., οι μαζικές φυλακίσεις και αυτοεξορίες δείχνουν ότι η Τουρκία έχει ένα βαθιά πολιτικοποιημένο και δημοκρατικό υπόστρωμα. Η σύλληψη και φυλάκιση των ηγετών του φιλοκουρδικού κόμματος, παρά το γεγονός ότι άφησε ακέφαλη την Αριστερά στην Τουρκία, δεν σημαίνει ότι την εξαφάνισε κιόλας. Όλος αυτός ο κόσμος κινητοποιεί και τα κινήματα και την Αριστερά, στην Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη. Όμως η ΕΕ, αν πραγματικά επιδιώκει τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οφείλει να αφήσει ανοικτό το ζήτημα της ευρωπαϊκής ένταξης της Τουρκίας. Η καταγγελία απλώς του αυταρχισμού του Ερντογάν δεν ωφελεί κανέναν, αντιθέτως καθιστά ακόμη χειρότερη τη θέση αυτών που αγωνίζονται για τη δημοκρατία.
Η ιδιόμορφη σχέση με την Ευρώπη
Οι σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας είναι σχεδόν παγωμένες. Ένα από τα κύρια αιτήματα της Ευρώπης είναι ο εκδημοκρατισμός της Τουρκίας, την ίδια στιγμή που είναι σε ισχύ η συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας για το προσφυγικό. Είναι, σε κάποιο βαθμό, προσχηματικές οι ενστάσεις της Ευρώπης;
Καταρχάς, δικαίως και νομίμως η Ευρώπη πιέζει την Τουρκία για εκδημοκρατισμό. Και είναι γεγονός ότι ο ίδιος ο Ερντογάν στο παρελθόν είχε προχωρήσει, υπό την πίεση και της Ε.Ε., αλλά κυρίως των εσωτερικών συσχετισμών δύναμης, σε σημαντικές εκδημοκρατιστικές μεταρρυθμίσεις, τέτοιες που έδωσαν ελπίδες ακόμα και σε δημοκράτες πολίτες της Τουρκίας να πιστέψουν ότι κάτι θα άλλαζε στη χώρα. Η κατάσταση άλλαξε όταν ο νεοφιλελευθερισμός, με όλες τις απολήξεις που έχει αυτός στην άσκηση πολιτικής εσωτερικής και εξωτερικής, κέρδισε απολύτως το έδαφος στην Ευρώπη αλλά και στην Τουρκία. Στη δεύτερη πήρε τα ιδιόμορφα και αυταρχικά χαρακτηριστικά που γνωρίζουμε και που εντάθηκαν μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου 2016. Το τραγικό και υποκριτικό στη στάση της ΕΕ είναι ότι, ενώ δικαίως θέτει ζήτημα εκδημοκρατισμού της Τουρκίας και αμφισβητεί την πορεία ένταξής της στην ΕΕ, από την άλλη ορίζει την Τουρκία με το ευρωτουρκικό σύμφωνο για το προσφυγικό συνοριοφύλακα της ίδιας της Ευρώπης, προστάτιδα δύναμη της «καθαρότητας» της Ευρώπης. Αν το μείζον ζήτημα λοιπόν της Ευρώπης σήμερα είναι να αποδείξει και να επιβάλλει τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν μπορεί να αναθέτει σε αυτόν που κατηγορεί ως καταπατητή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων το ρόλο του εγγυητή της δικής της πολιτικής. Επομένως, η Ευρώπη επιδιώκει μια ιδιόμορφη σχέση με την Τουρκία, η οποία βασίζεται στη δύναμη της δεύτερης και όχι στη δημοκρατία της. Αυτή η σχέση, που έχει βαθιές ρίζες στο παρελθόν, δεν συμφέρει ούτε την Ελλάδα αλλά τους πολίτες της Τουρκίας. Είναι μια σχέση που επιτρέπει στην Ευρώπη να διαφυλάσσει υποκριτικά τα προσχήματα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά να αφήνει στην Τουρκία το ρόλο της περιφερειακής δύναμης που «κανονίζει» τον βαθμό ανθρωπιάς της ΕΕ.
Ένα από τα θέματα που θα απασχολήσουν τη συζήτηση μεταξύ Τσίπρα και Ερντογάν είναι και το Κυπριακό, με τις συζητήσεις να έχουν παγώσει. Ο Αναστασιάδης δήλωσε αισιόδοξος για την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων, κατά την επίσκεψη του τούρκου προέδρου. Ποια η εκτίμησή σου;
Είναι πολύ σημαντικό να συζητηθεί το κυπριακό σε αυτή τη συνάντηση, κυρίως να συζητηθούν οι προοπτικές που θα πρόσφερε η λύση του κυπριακού για ειρηνική συνεργασία και συνύπαρξη των τριών χωρών (Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου) στην περιοχή, κατεξοχήν σε μια εποχή μεγάλης αστάθειας στην ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, το κυπριακό είναι διεθνές και όχι διμερές πρόβλημα. Είναι πρόβλημα της Κύπρου σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι δύο χώρες μπορούν να διευκολύνουν την επανεκκίνηση των συνομιλιών, αλλά η δέσμευση πρέπει πρωτίστως να είναι ότι τον πρώτο αλλά και τον τελευταίο λόγο για το κυπριακό τον έχει η ίδια η Κύπρος, σύμφωνα με το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο. Αν συμφωνήσουν σε αυτό –δηλαδή ότι καμιά από τις δυο χώρες ούτε προτάσσει ούτε καταλήγει στα επίδικα της λύσης και ότι ακολουθούν τη βούληση των Κυπρίων- τότε θα έχει γίνει ένα σημαντικό βήμα, τουλάχιστον για την επανεκκίνηση των συνομιλιών.
Η ένταση με τις ΗΠΑ
Οι σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Αμερικής έχουν ενταθεί πολύ τον τελευταίο καιρό. Ποιο είναι το βάθος της διαφωνίας;
Έχει συμβεί κατά καιρούς να περνούν σκαμπανεβάσματα οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας, αλλά πρώτη φορά φαίνεται να έχει τέτοια διάρκεια η αντιπαράθεση και μάλιστα τέτοια ένταση. Εδώ πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι αλλάζουν οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί δύναμης. Είμαστε σε εποχή οξυμένου εθνικιστικού νεοφιλελευθερισμού και αυταρχισμού. Σε αυτό το πλαίσιο ο Ερντογάν σε περιφερειακό επίπεδο (όπως ο Τραμπ σε παγκόσμιο) επιδιώκει να οριοθετήσει μια περιφερειακή, «τουρκική οικουμένη», με την έννοια της επιρροής σε περιφερειακό επίπεδο. Η αντιπαλότητα συμφερόντων με τις ΗΠΑ στην περιοχή (κουρδικό, κλπ) του δίνει την ευκαιρία να αναπτύξει άλλα συμφέροντα, με τη Ρωσία για παράδειγμα ή το Ιράν. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει καταφέρει η Τουρκία να αναπτύξει μια τουρκικής επιρροής, περιφερειακή ενδοχώρα. Το αντίθετο θα έλεγα: η αποευρωπαϊκοποίηση της πολιτικής της την εκθέτει σε μεγαλύτερους κινδύνους και την θέτει στο μάτι του κυκλώνα μεγάλων ανταγωνισμών. Η πολιτική της «τουρκικής ενδοχώρας» δεν έχει αποφέρει καρπούς.