Με βάση τα όσα γνωρίζουμε θα υπάρξει αύριο (Σάββατο) η τεχνική συμφωνία (staff level agreement);
Όλα δείχνουν ότι όλες οι πλευρές, μέσα και έξω, έχουν κάθε λόγο και πρόθεση να κλείσουν αυτή την υπόθεση, όσο μπορούν πιο γρήγορα και οπωσδήποτε πριν από το Γιούρογκρουπ της επόμενης βδομάδας. Το μόνο στοιχείο που παραμένει άγνωστο, αλλά και εκεί έχουμε ενδείξεις ότι δεν θα υπάρξουν εκπλήξεις, είναι η στάση της κ. Βελκουλέσκου, εκ μέρους του ΔΝΤ. Από ότι γνωρίζω αυτό που έχει συζητηθεί, χωρίς να τεθεί ως ζήτημα στο τραπέζι για την τρίτη αξιολόγηση, είναι ότι αν στο τέλος υπάρξει κάποιο ζήτημα, πάνω στο οποίο δεν είναι δυνατό να υπάρξει συμφωνία, είναι πολύ πιθανό να χρησιμοποιηθεί η τακτική που έχει χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν, δηλαδή να μεταφερθεί για την επόμενη αξιολόγηση.
Υπάρχουν ζητήματα ανοιχτά, από τις πληροφορίες που έχεις;
Όχι, από όσο ξέρω. Δεν αποκλείεται, βέβαια, να εμφανιστούν.
Υπάρχει περίπτωση να υπάρξει κατάργηση μέτρων, όπως είναι ο ΦΠΑ στα νησιά;
Όπως αποδεικνύει ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η τρίτη αξιολόγηση και επειδή ακολουθεί και τέταρτη αξιολόγηση, πριν την έξοδο από το πρόγραμμα, υπάρχουν ελαστικότητες, οι οποίες ήταν ανύπαρκτες μέχρι πριν από μερικούς μήνες. Σε αυτό το πλαίσιο πιστεύω ότι μπορεί να δει κανείς και το θέμα του ΦΠΑ, όχι μόνο για τα νησιά, αλλά και σε άλλα ζητήματα, όπως πιθανώς θα το δούμε τις επόμενες μέρες.
Η ελαστικότητα αφορά και το ζήτημα των τραπεζών και των κόκκινων δανείων;
Ανιχνεύεται και σε αυτή την περίπτωση. Όπως θα διαβάσετε στις εφημερίδες του Σαββατοκύριακου, ειδικά για το θέμα των κόκκινων δανείων και των πλειστηριασμών έχει υπάρξει μια συμφωνία, μεταξύ της ΕΚΤ και των τραπεζών, η οποία βγάζει από τη μέση το μεγάλο πρόβλημα των πλειστηριασμών και των συνεπειών που μια τέτοια διαδικασία θα είχε για την αγορά ακινήτων, στην οικονομία και στην πολιτική. Θα επιτρέπεται, δηλαδή, στις τράπεζες προσωρινά να αγοράζουν τα μεγάλα ακίνητα, τα οποία οι ίδιες βάζουν σε πλειστηριασμό και από αυτά εξαρτώνται οι ισολογισμοί των τραπεζών.
Σύμφωνα με αναλυτές και από την πλευρά των δανειστών υπάρχει ανυπομονησία για την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, αλλά και για την ολοκλήρωση του προγράμματος. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Το λόγο πρέπει να τον αναζητήσουμε εκτός Ελλάδας, και συγκεκριμένα στα πολιτικά αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων του 2017, συνολικά. Από αυτά προκύπτει μια ισχυρότατη τάση αμφισβήτησης των δύο ογκόλιθων, πάνω στους οποίους έχει δομηθεί όλο το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή Σοσιαλδημοκρατίας και Χριστιανοδημοκρατών. Όλα τα αποτελέσματα, ακόμα και μετά τη «λύση» Μακρόν, δείχνουν μια ισχυρότατη τάση· η διαμόρφωση και των δύο κομμάτων, όπως άλλωστε φαίνεται και στη διαπραγμάτευση για τη συγκρότηση ή όχι μεγάλου συνασπισμού στο Βερολίνο, είναι να επιχειρήσουν να αναστρέψουν αυτή την τάση. Για να το κάνουν αυτό χρειάζονται επιχειρήματα. Ένα από αυτά, όχι το πιο κεντρικό, είναι η ολοκλήρωση των προγραμμάτων στήριξης και των μνημονίων, έτσι όπως αυτά εφαρμόστηκαν στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, και στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο αυτής της συνολικής πολιτικής στάσης και επιδίωξης των δύο μεγάλων κομμάτων, εν όψει των ευρωεκλογών του 2019 είναι και στην Ελλάδα να πετύχουν ένα success story, άσχετα από το ποιος είναι στην κυβέρνηση. Αυτό είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω σε μια συζήτηση με έναν από τους πιο ειλικρινείς πολιτικούς των Χριστιανοδημοκρατών στις Βρυξέλλες, τον επικεφαλής της ευρωκοινοβουλευτικής ομάδας, τον Μανφρεντ Βέμπερ, ο οποίος παραδέχτηκε ότι οι εκλογές του 2019 είναι ένας μείζον πολιτικός στόχος, όχι για τους Χριστιανοδημοκράτες, αλλά για την ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο Ρέγκλινγκ έκανε δηλώσεις στο γνωστό μοτίβο, λέγοντας «θα συζητήσουμε το χρέος μετά το μνημόνιο και αν είναι απαραίτητο». Τι εξελίξεις θα υπάρχουν στο ζήτημα του χρέους;
Ο Ρέγκλινγκ εδώ και τουλάχιστον πέντε μήνες επαναλαμβάνει σε διάφορους τόνους ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο. Μάλιστα, βασικό επιχείρημά του είναι ότι η εξυπηρέτησή του γίνεται με πολύ χαμηλά επιτόκια (1,6 και 1,8%), με βάση την αναδιάρθρωση που έγινε και συνεχίζει να γίνεται σε ένα μεγάλο κομμάτι του, με το πακέτο βραχυπρόθεσμης παρέμβασης για την ελάφρυνση του χρέους. Τα στοιχεία που δίνει, τα οποία βέβαια είναι πραγματικά, δείχνουν ότι η εξυπηρέτηση του χρέους ετησίως δεν απασχολεί παραπάνω από το 5-6% του ΑΕΠ, ένα νούμερο που δύσκολα το βρίσκει κανείς σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτή τη στιγμή και ειδικά σε χώρες με μεγάλο χρέος. Από αυτή την άποψη, φαίνεται να διαμορφώνεται μια πολιτική απέναντι στο ΔΝΤ ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που ζητά το ΔΝΤ, ίσως δεν είναι αναγκαία για να καταστεί το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Πρέπει, όμως, στο συλλογισμό μας να προσθέσουμε μια σημαντική λεπτομέρεια. Το ΔΝΤ στις αξιολογήσεις που έχει κάνει μέχρι σήμερα για το ελληνικό χρέος δεν έχει συνυπολογίσει τα αποτελέσματα από το πακέτο βραχυπρόθεσμης παρέμβασης, που βρίσκονται σε εξέλιξη από την 1/1/2017 και τα οποία συνεχίζονται.
Ο Τζέρι Ράις δήλωσε «έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος από το 2015, αλλά οι διαφορές δεν έχουν γεφυρωθεί ακόμα». Πρώτη φορά γίνεται μια τέτοια δήλωση από πλευράς ΔΝΤ. Μήπως αναζητείται ένας συμβιβασμός;
Μπορεί τα βραχυπρόθεσμα μέτρα να μην τα έχουν συνυπολογίσει, αλλά γνωρίζουν ότι βρίσκονται σε εξέλιξη. Σίγουρα, λοιπόν, αναζητείται ένας συμβιβασμός και μπορούμε να υποθέσουμε ότι ακόμα και αν φύγει το ΔΝΤ, υπάρχει ήδη ένα καινούριο εργαλείο του ΔΝΤ, το οποίο του επιτρέπει να είναι σε πρόγραμμα ως σύμβουλος, χωρίς να έχει χρηματοδοτική υποχρέωση.
Τον Μάιο του 2018 εκτιμάς ότι η διαπραγμάτευση θα είναι μεγάλη; Συσσωρεύονται πολλά για τότε;
Αυτό που ξέρουμε είναι ότι η τέταρτη αξιολόγηση θα έχει ένα μικρό σχετικά αριθμό προαπαιτούμενων και θα διαμορφώνει την πλατφόρμα για ένα συνολικό πακέτο συμφωνίας, το οποίο θα περιλαμβάνει πέρα από την υπόθεση του χρέους και όλη την εποπτεία μετά την έξοδο από το πρόγραμμα. Επομένως, θα είναι μια συνολική διαπραγμάτευση. Επειδή όλη αυτή η εικόνα δείχνει να είναι καθησυχαστική. Στην πραγματικότητα ο λόγος που ισχυροποιείται αυτή η αίσθηση ότι τα πράγματα μπαίνουν σε μια διαδικασία κανονικότητας έχει από κάτω της ως βασική αιτία την πολιτική και οικονομική κρίση στην Ε.Ε., η οποία απειλεί ολόκληρο το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα με τα κόκκινα δάνεια που ξεπερνούν τα 850 δισ. ευρώ. Επομένως, αφενός η οικονομική υποβόσκουσα κρίση που υποχρεώνει τον Ντράγκι να συνεχίζει με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, παρότι θα ήθελε πάρα πολύ να αυξήσει τα επιτόκια, και αφετέρου η πολιτική κρίση που αναφερθήκαμε προηγούμενα, έχει ως αποτέλεσμα οι ιθύνοντες της ΕΕ να υποχρεώνονται σε μια διαχείριση του ελληνικού ζητήματος, που δεν θα το έκαναν με τίποτα σε άλλη περίπτωση.
Η ανταλλαγή των ομολόγων τι αλλάζει στην οικονομία;
Πρόκειται για μια μίνι αναδιάρθρωση του χρέους. Αυτό που ανταλλάσσεται είναι κάποια ομόλογα που είχαν βγει το 2012, τα οποία δεν ήταν εύκολα ρευστοποιήσιμα από τους κατόχους τους, με τέσσερα μόλις ομόλογα ίδιας διάρκειας και αξίας, τα οποία όμως έχουν μεγαλύτερη ρευστότητα. Επομένως, είναι ένα πλεονέκτημα και για το δημόσιο και για τους κατόχους των ομολόγων. Από τα 29,4 δισ. που ήταν το σύνολο των ομολόγων προς ανταλλαγή, από τους ελάχιστους που δεν συμμετείχαν ήταν και η Τράπεζα της Ελλάδας με επιχείρημα ότι αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί νομισματική χρηματοδότηση του δημοσίου. Από αυτή την κίνηση η ΤτΕ έμεινε με πολύ μικρά ομόλογα, που δεν θα μπορεί πια να τα πουλήσει και θα πρέπει να περιμένει μέχρι να λήξουν.
Γιατί η ανταλλαγή έγινε τώρα;
Καταρχάς, πρωτύτερα κανείς δεν ήταν σίγουρος ότι αυτή η διαδικασία θα ήταν προς όφελός του. Δεύτερον, όλες οι εκθέσεις από τις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες συνιστούσαν τη συμμετοχή σε αυτή την ανταλλαγή. Άλλωστε είναι το γενικότερο θετικό κλίμα που επηρεάζει όλη αυτή τη διαδικασία.
Επομένως μπορεί τον Φεβρουάριο να επιχειρηθεί έξοδος στις αγορές;
Μπορεί και νωρίτερα.
Θα προλάβουμε να μπούμε σε ποσοτική χαλάρωση;
Το ενδιαφέρον είναι ότι ακόμα και να κλείσει το πρόγραμμα QE από την πλευρά της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο, όπως είναι προγραμματισμένο, μπορούν να μπουν στην ποσοτική χαλάρωση γιατί απλούστατα αυτά που έχει ήδη επενδύσει η ΕΚΤ, όταν λήγουν τα επανεπενδύει. Η μόνη περίπτωση να μην το κάνει αυτό είναι να πάρει νέα απόφαση, η οποία να διακόψει αυτή τη διαδικασία, αλλά αυτό δεν πρόκειται να γίνει πριν αυξηθούν τα επιτόκια.