Ψηφίσθηκε την Τετάρτη 29 Νοεμβρίου από τους βουλευτές της κυβέρνησης το νομοσχέδιο για τις αλλαγές στην οργάνωση του Ελληνικού Ινστιτούτο Βενετίας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών σπουδών, μετά από αρκετές διαβουλεύσεις και κριτικές τόσο της αντιπολίτευσης και του επιστημονικού κόσμου, όσο και από βουλευτές και βουλεύτριες του ΣΥΡΙΖΑ.
Το Ινστιτούτο ιδρύθηκε το 1951, εποπτευόμενο από τα υπουργεία Εξωτερικών και Παιδείας, και αποτελεί το μοναδικό ελληνικό ερευνητικό κέντρο εκτός της χώρας, αποκτώντας μέσα στα χρόνια ιδιαίτερο κύρος στο χώρο του. Τα τελευταία 2 χρόνια, όμως, είχαν παρατηρηθεί διοικητικές ατασθαλίες, όπως σημειώνει η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, και για αυτό κρίθηκε απαραίτητη η προώθηση αλλαγών στα όργανά του. Η αρχική επεξεργασία του νομοσχεδίου πριν 1,5 χρόνο προκάλεσε πλήθος διαφωνιών, καθώς μέσω των αλλαγών δινόταν ιδιαίτερη βαρύτητα στη δικαιοδοσία του υπουργείου Εξωτερικών στην επιλογή προέδρου, παρότι το έργο του ανήκει στο χώρο της Παιδεία, μειώνοντας την αυτονομία του Ινστιτούτου, ενώ είχε διατυπωθεί και η πρόθεση να αλλάξει η φυσιογνωμία του, μετατρέποντάς το σε κέντρο πολιτιστικής διπλωματίας.
Τελικά, λόγω και της μάχης που δόθηκε από μερίδα βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται να μην χάνεται η πνευματική αυτοτέλεια του Ινστιτούτου. Ο σκοπός του ιδρύματος παραμένει η προαγωγή των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών και το υπουργείο Παιδείας αρμόδιο για την εποπτεία της µορφωτικής και εκπαιδευτικής δραστηριότητάς του (οι υπόλοιπες, όμως, θα υπάγονται στο Εξωτερικών). Στην πενταμελή εποπτική επιτροπή που συστήνεται για τη διοίκηση του Ινστιτούτου, τα τρία πρόσωπα θα προέρχονται από τον ακαδημαϊκό χώρο και τα δύο από το υπουργείο Εξωτερικών, ενώ ο πρόεδρός του θα διορίζεται κατόπιν δημόσιας πρόσκλησης των υπουργείων Παιδείας και Εξωτερικών. Γεγονός, όμως, που και πάλι δεν ισοδυναμεί με την εκλογή από το ακαδημαϊκό προσωπικό, όπως γίνεται στις περιπτώσεις των χώρων ανώτατης εκπαίδευσης.
«Το νομοσχέδιο δεν ξεκίνησε όπως θα έπρεπε, αυτό οφείλουμε να το πούμε και το αναγνώρισε και ο παριστάμενος υπουργός κ. Αμανατίδης. Έγινε όμως δουλειά, ακούσαμε τους φορείς και νομίζω σε πολύ μεγάλο βαθμό έχουν ενσωματωθεί όλες οι παρατηρήσεις στο κρίσιμο ζήτημα της διασφάλισης της πνευματικής αυτοτέλειας αυτού του ερευνητικού και πνευματικού ιδρύματος. Κάναμε βήματα. Ο πρόεδρος προτείνεται από ένα εκλεκτορικό σώμα επιστημόνων, μία τριμελή ηγετική επιτροπή και αυτή απευθύνεται στο Εποπτικό και στους υπουργούς για να ορίσουν. Υπάρχουν όλες οι επιστημονικές δικλείδες εκεί. Επίσης η επιλογή των υποτρόφων, με τις πρόσφατες βελτιώσεις που επέφερε ο κ. υπουργός, γίνεται από τον πρόεδρο με τη βοήθεια τριμελούς επιστημονικού συμβουλίου. Θα ζητούσα από τον υπουργό στη νομοτεχνική βελτίωση να συμπληρώσει ότι το επιστημονικό αυτό συμβούλιο θα απαρτίζεται από μέλη ΔΕΠ Α’ και Β’ βαθμίδας, όπως ακριβώς και το τριμελές εκλεκτορικό. Να είναι σαφή όλα, να μην αφήσουμε τίποτα στην τύχη. Θα ζητήσω επίσης από τον κ. υπουργό μέσα στις προβλέψεις των ελάχιστων απαιτήσεων για τον οργανισμό που έχει ο νόμος, να δοθεί ένας χρονικός ορίζοντας για την σύνταξη και την κατάθεσή του. Διότι με την εμπειρία που έχουμε από την ελληνική διοίκηση πολύ φοβούμαι —και πρέπει να το αποφύγουμε— ότι το ίδρυμα θα παραμείνει χωρίς οργανισμό για μεγάλο χρονικό διάστημα και θα κακοδιοικείται μόνο από το εποπτικό συμβούλιο, χωρίς οργανόγραμμα, χωρίς εσωτερικό κανονισμό, χωρίς καθηκοντολόγιο. Θα πρέπει η δική μας διοικητική μέριμνα να οριοθετηθεί εντός του νόμου. Φυσικά δεν συντάσσουμε οργανισμό, αλλά να δώσουμε χρονικό ορίζοντα και δέσμευση. Έχουμε εποπτευόμενους οργανισμούς της ελληνικής διοίκησης οι οποίοι 5, 7 ή 11 χρόνια μετά την ίδρυσή τους πορεύονται χωρίς οργανισμούς. Να μην νομοθετήσουμε πάλι με τον ίδιο τρόπο», επεσήμανε τους κινδύνους ο βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Ξυδάκης στη Βουλή, την ημέρα ψήφισης του νομοσχεδίου, σημειώνοντας, όμως, πως το νομοσχέδιο βελτιώθηκε σημαντικά.
Β.Δ.