Με μια κίνηση που επιβεβαιώνει ποια πραγματικά είναι, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, η πολιτική των ΗΠΑ στο παλαιστινιακό ζήτημα από συστάσεως του κράτους του Ισραήλ, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την απόφασή του για μετεγκατάσταση της πρεσβείας των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην ιστορική πόλη, πράξη που ισοδυναμεί με επίσημη αναγνώριση της Ιερουσαλήμ, Δυτικής και Ανατολικής, ως ενιαίας και αδιαίρετης πρωτεύουσας του Ισραήλ.
Στο διάγγελμά του –μείγμα προσχηματικής αφέλειας και υποκριτικού ρεαλισμού και, στην ουσία, μεταμφίεση του κυνισμού– ο πρόεδρος των ΗΠΑ ζήτησε να υπάρξει «αμοιβαία κατανόηση και σεβασμός», «ηρεμία και μετριοπάθεια», συμπληρώνοντας, με ένα φαρισαϊσμό αποκαλυπτικό της αδιαφορίας του για τις επιπτώσεις στην εύφλεκτη αυτή περιοχή του πλανήτη: «Δεν μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα επαναλαμβάνοντας τις ίδιες αποτυχημένες στρατηγικές του παρελθόντος … Η καθυστέρηση της αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας δεν βοήθησε στην επίτευξη ειρήνης».
Μετά από αυτό, μόνο ως προσβολή της απλής νοημοσύνης μπορεί να εκληφθεί ο ισχυρισμός του ότι «οι ΗΠΑ παραμένουν βαθιά δεσμευμένες στην προσπάθεια για τη διευκόλυνση μιας ειρηνευτικής συμφωνίας, αποδεκτής τόσο από τους Ισραηλινούς όσο και από τους Παλαιστίνιους».
Υποδαύλιση των ειρηνευτικών διαδικασιώνΔεν θα πρέπει να εξέπληξε ούτε τον ίδιο η πρώτη αντίδραση της Παλαιστινιακής Αρχής δια στόματος του προέδρου της, Μαχμούτ Αμπάς, που σωστά επεσήμανε ότι η απόφαση του προέδρου Τραμπ, «ισοδυναμεί με παραίτηση των ΗΠΑ από το μεσολαβητικό, ειρηνευτικό ρόλο τους». Τη σημασία αυτής της επισήμανσης αντιλαμβάνονται όλοι όσοι ενδιαφέρονται ειλικρινά για τη σταθερότητα στη Μέση Ανατολή –στην ουσία ολόκληρη η παγκόσμια κοινότητα. Η απροκάλυπτα μεροληπτική αυτή κίνηση των ΗΠΑ ξαναφέρνει το παλαιστινιακό ζήτημα στο σημείο εκκίνησης των αδιεξόδων που επί εβδομήντα χρόνια προσπαθούν να αίρουν οι ειρηνευτικές διαμεσολαβήσεις, στο πνεύμα της ανάγκης ύπαρξης ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους ως απαρέγκλιτη προϋπόθεση «διεθνούς νομιμοποίησης» του κράτους του Ισραήλ.
Η «παραίτηση των ΗΠΑ από το μεσολαβητικό, ειρηνευτικό ρόλο τους» ισοδυναμεί με αυτοϋπονόμευση του ρόλου που τους αναλογεί ως παγκόσμια δύναμη. Η αυτοαπομόνωσή τους σε ένα από τα πιο ευαίσθητα διπλωματικά ζητήματα δεν απειλεί μόνο με ανάφλεξη στην Παλαιστίνη. Απειλεί να διαταράξει τις σχέσεις με συμμάχους και οιονεί συμμάχους τους στη Μέση Ανατολή και στην Ευρώπη.
Ήδη την παραμονή της απόφαση Τραμπ, η εκπρόσωπος της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Φεντερίκα Μογκερίνι, μετά από τη συνάντηση που είχε με τον αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον στις Βρυξέλλες, δήλωσε ότι «όποια ενέργεια θα υπονόμευε» τις ειρηνευτικές προσπάθειες για τη δημιουργία δύο ξεχωριστών κρατών για τους Παλαιστίνιους και τους Ισραηλινούς «πρέπει οπωσδήποτε να αποφευχθεί… Πρέπει να βρεθεί τρόπος, μέσω των διαπραγματεύσεων, για την επίλυση του status της Ιερουσαλήμ ως μελλοντικής πρωτεύουσας και των δύο κρατών».
Δυστυχώς, η ενέργεια που θα υπονόμευε τις ειρηνευτικές προσπάθειες, δεν αποφεύχθηκε. Η απόφαση του προέδρου Τραμπ συσκοτίζει κάθε προοπτική επίλυσης του Παλαιστινιακού στο προβλεπτό μέλλον. Εξ ου και η «ανησυχία» που εξέφρασε ο γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν για τη μονομερή αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, τονίζοντας και εκείνος την ανάγκη η όποια σχετική απόφαση να μην είναι εκτός «του πλαισίου των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων».
Την ανησυχία τους για τις συνέπειες και το ενδεχόμενο βιαιοτήτων εξέφρασαν επίσης η Γερμανία και η Γαλλία, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέρος του κουαρτέτου των διαπραγματευτών που περιλαμβάνουν τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και τον ΟΗΕ, προειδοποίησε για «σοβαρές επιπτώσεις στην κοινή γνώμη σε μεγάλα τμήματα του κόσμου». Ανάλογες, αν και με διαφορετική ένταση, και με την έμφαση σε διαφορετικά σημεία, ήταν, μεταξύ άλλων, οι δηλώσεις του βρετανού υπουργού Εξωτερικών, Μπόρις Τζόνσον, του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του επικεφαλής του Αραβικού Συνδέσμου, Αχμέτ Αμπντούλ Γκεΐτ.
Επικίνδυνες εκδουλεύσειςΣτο ερώτημα ποιο μπορεί να είναι το πραγματικό κίνητρο της απόφασης του προέδρου Τραμπ, η ανησυχητική απάντηση υποκρύπτεται σε μια δήλωση του Βενιαμίν Νετανιάχου, λίγο πριν την ανακοίνωση της απόφασης του προέδρου Τραμπ. Σε βιντεοσκοπημένη ομιλία του σε συνέδριο του Ινστιτούτου Brookings στην Ουάσινγκτον, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ επανέλαβε εμφατικά ότι δεν θα επιτρέψει στο Ιράν να έχει στρατιωτική παρουσία στη Συρία ή να αποκτήσει πυρηνικό εργοστάσιο. Λίγες ώρες νωρίτερα η Συρία είχε ανακοινώσει την αναχαίτιση τουλάχιστον δύο ισραηλινών πυραύλων, που είχαν στόχο «στρατιωτική θέση» νότια της Δαμασκού. Το Ισραήλ δεν επιβεβαίωσε την επίθεση. Ανέλαβε να το κάνει η εφημερίδα Haaretz, κάνοντας λόγο για αυστηρό προειδοποιητικό μήνυμα του Τελ Αβίβ «προς το Ιράν και τη Ρωσία» για άμεση ανάσχεση της ιρανικής παρουσίας και επιρροής στη Μέση Ανατολή. Ήταν η ανταπόδοση του Β. Νετανιάχου στην εκδούλευση που του παρέσχε με την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ ο Ντ. Τραμπ, αναγνώριση που του πρόσφερε σημαντική ανακούφιση από τις πιέσεις που υφίσταται στο εσωτερικό εξαιτίας των σκανδάλων διαφθοράς που στιγματίζουν την τέταρτη πρωθυπουργική θητεία του –πάντα σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα…
Ποιος είναι η «μακρά χειρ» τίνος στη Μέση Ανατολή; Οι Ηνωμένες Πολιτείες του Ισραήλ, ή το αντίθετο; Ή μήπως πρόκειται για ταυτοπροσωπία;
Η άνοδος μιας μεγάλης δύναμης, όπως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, των ΗΠΑ, εξαρτάται από τους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους που διαθέτει, και από την σταθερότητα της οικονομίας της. Η παρακμή αρχίζει όταν προσπαθεί να επεκτείνει την κυριαρχία της πέρα από την αντοχή αυτών των προϋποθέσεων. Η συμμετοχή της Αμερικής στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι μειώνεται σταθερά ήδη από τη δεκαετία του 1960, με αποτέλεσμα από μεγαλύτερος δανειστής να έχει καταστεί ο μεγαλύτερος οφειλέτης παγκοσμίως. Ως απάντηση σε αυτό έχει, προφανώς, επιλεγεί η υποδαύλιση περιφερειακών συρράξεων στη σφαίρα επιρροής της, για εμπορική αξιοποίηση των αδιαθέτων της στρατιωτικής βιομηχανίας της.
Με μόνη διαφορά ότι αυτό γίνεται υπό τη σκέπη του ιδιότυπου απομονωτισμού που επέλεξε για τη χώρα του ο Ντ. Τραμπ. Ιδιότυπου και ιδιοτελούς απομονωτισμού, που παραχωρεί ενίοτε τη θέση του στον επεμβατισμό, όπως στην περίπτωσή της απόφασης του Τραμπ για την Ιερουσαλήμ.
Το άθροισμα αυτών των δύο δεν θα είναι άλλο από το χάος…
Κωστής Γιούργος