Ηταν μια δύσκολη συνάντηση, ποιος δεν το ήξερε αυτό; Όμως, τα αποτελέσματα της επίσκεψης του τούρκου Προέδρου στην Αθήνα επιβεβαίωσαν, τελικά, την ορθότητα της άποψης ότι οι συναντήσεις γίνονται, όχι όταν υπάρχουν λυμένα προβλήματα, αλλά όταν λιμνάζουν για να αναζητηθούν λύσεις, να γίνουν βήματα. Ακριβώς, διάλογος έγινε, ζωηρός, με ένταση, μάλιστα έξω και από τα καθιερωμένα πρωτόκολλα, οι διαφορές εντοπίστηκαν καθαρά και δημόσια, κοινές θέσεις και πρωτοβουλίες ορίστηκαν, τα ώριμα πεδία συνεργασίας συμφωνήθηκαν. Ήταν μια όντως επιτυχής και ουσιαστική συνάντηση που μπορεί, αν συνεχιστεί ο διάλογος σ’ αυτό το κλίμα, αν η Τουρκία κυρίως δεν αναιρέσει ή γκριζάρει τις διαβεβαιώσεις Ερντογάν στο μέλλον, να αποδειχθεί και ιστορική.
Εντούτοις, η αντιπολίτευση —η ΝΔ πιο προσεκτικά είναι αλήθεια— και ιδίως ο Τύπος της έσπευσαν όχι μόνο να υποβαθμίσουν την σημασία της συνάντησης, αλλά να μιλήσουν για φιάσκο, βήματα προς τα πίσω, παραχώρηση εδάφους για να διατυπωθούν αξιώσεις από την τουρκική πλευρά και φυσικά για απροετοιμασία, ερασιτεχνισμούς. Ο Τύπος, γαλουχημένος σε ένα παραδοσιακό εξ ορισμού αντιτουρκισμό, προέβαλε τις στιγμές έντασης, που υπήρξαν μερικές, μάλιστα αχρείαστες, όπως αυτές με την παρέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας, και τις «εθνικές απαιτήσεις,» επαινώντας ως και τον Τσίπρα – «Τα Νέα»— ότι «σήκωσε το γάντι» ή συνόψιζαν στον τίτλο «Δεν πέρασε ο τσαμπουκάς». Όχι μόνο όλα αυτά δεν απέδιδαν την πραγματικότητα, αλλά δημιούργησαν ένα κλίμα καχυποψίας και έντασης ή και υπονόμευσης της προσπάθειας προσέγγισης των δύο χωρών που ήταν έκδηλη ως πρόθεση και στους δύο ηγέτες.
Σταθεροποιητικός παράγονταςΠοιο ήταν το σκεπτικό της κυβέρνησης όταν προσκαλούσε τον τούρκο Πρόεδρο στην Αθήνα; Το διατύπωσε κυβερνητικός αξιωματούχος ως εξής «Έχουμε καθήκον και υποχρέωση με δεδομένη την αποσταθεροποιημένη περιοχή και την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ευρωτουρκικές σχέσεις να είμαστε ο σταθεροποιητικός παράγοντας και να παίρνουμε γενναίες πρωτοβουλίες. Στο πλαίσιο αυτό τείνουμε ακριβώς χείρα φιλίας στην Τουρκία και είναι στο χέρι της εάν θα αξιοποιήσει την πρωτοβουλία μας». «Το τανγκό θέλει πάντα δύο» ,πρόσθεσε με νόημα. Αμέσως μετά τη συνάντηση του Προέδρου της Δημοκρατίας με τον τούρκο Πρόεδρο, κυβερνητικός αξιωματούχος τόνισε πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επανέλαβε τις ελληνικές θέσεις. Είναι προφανές ότι περιμέναμε η Τουρκία να αλλάξει τις δικές της.
Πρόθεση συνεννόησηςΥπήρξαν οι απαραίτητοι δυο γι’ αυτό το διπλωματικό τανγκό; Τελικά, και παρά τις στιγμές έντασης και τις διαφωνίες, υπήρξαν. Δεν γνωρίζουμε τι ειπώθηκε στην τρίωρη συζήτηση Τσίπρα-Ερντογάν, αλλά ο δημόσιος διάλογος τους έπειθε ότι ήθελαν τη συνεννόηση, εργάστηκαν γι’ αυτή. Ο Αλέξης Τσίπρας εξαιρετικά ψύχραιμος, πολύ καλός και αποφασιστικός στην επιχειρηματολογία του κράτησε, εντούτοις, χαμηλά τους τόνους. Υπήρξε πειστικός όταν απευθυνόμενος στον Ερντογάν τον προσκάλεσε λέγοντας: «Να ανοίξουμε μαζί ένα νέο κεφάλαιο. Ένα νέο κεφάλαιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που δεν θα βασίζεται στην αμοιβαία καχυποψία. Ούτε, βεβαίως, στις προκλήσεις που είναι εύκολες, αλλά στη δύσκολη και επίπονη προσπάθεια να οικοδομούμε γέφυρες πάνω σε στέρεα θεμέλια. Και είμαι βέβαιος ότι θα το αποδεχτείτε». «Αν δεν το αποδεχτείτε», πρόσθεσε «θα αποβεί εις βάρος των λαών μας, εις βάρος της περιοχής μας και βεβαίως εις βάρος, όχι μόνο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά των ευρωτουρκικών σχέσεων».
Όμως και ο τούρκος πρόεδρος κράτησε επίσης χαμηλούς τόνους. Όσοι έσπευσαν να πουν ότι «υποχρεώθηκε» να κάνει τις παραδοχές, —ουσιαστικές και ιστορικής σημασίας— που έκανε, προφανώς δεν γνωρίζουν τις τακτικές του διπλωματικού διαλόγου. Δεν πρέπει να τις θεωρήσουμε λόγια που λέγονται συνήθως στην τοποθέτησή του. «Αλλά θεωρώ, ότι τα σφάλματα και τα λάθη που διαπράχθηκαν, είναι πια κομμάτι της ιστορίας. Και πράγματι, πρέπει να χτίσουμε το μέλλον, όπως είπατε, σε πολύ γερά θεμέλια. Γι’ αυτό, νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα για να εξασφαλίσουμε αυτά τα γερά θεμέλια. Εάν μπορέσουμε να συμφωνήσουμε με βάση ορισμένες αρχές κοινής λογικής, κοινού λόγου, εάν μπορέσουμε να διαμορφώσουμε μια κοινή ρητορεία, νομίζω ότι θα μπορέσουμε να επιλύσουμε πολλά από τα προβλήματα».
Σημαντικές παραδοχέςΔύο ομάδες θεμάτων μπορεί να εντοπίσει κανείς οι οποίες στοιχειοθετούν ότι, παρά τις παραμένουσες διαφωνίες και την αντιπαράθεση, εξασφαλίστηκαν. Η μια αφορά θέματα «χαμηλής έντασης», αλλά που διαμορφώνουν το καλό κλίμα. Συμφώνησαν στην επανέναρξη των συνομιλιών Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, των συνομιλιών για την υφαλοκρηπίδα, μέτρα για τη συνεργασία ΕΕ-Τουρκίας, για την αποσυμφόρηση των νησιών, λειτουργία του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, τη σύσταση Μικτής Οικονομικής Επιτροπής, την προώθηση έργων υποδομών που θα συνδέουν Θεσσαλονίκη με Σμύρνη, Θεσσαλονίκη με Κωνσταντινούπολη.
Όμως το πιο σπουδαίο, και συμβαίνει για πρώτη φορά, είναι οι παραδοχές που έκανε ο Τούρκος Πρόεδρος σε θέματα πολύ κρίσιμα για την Ελλάδα, άρα και για τις σχέσεις των δύο χωρών. Αν αυτά τηρηθούν και ανοίξουν τους αντίστοιχους διαύλους τότε πράγματι η συνάντηση θα είναι ιστορική. Η πρώτη παραδοχή είναι ότι η Τουρκία δεν έχει εδαφικές βλέψεις για καμία χώρα, άρα και για την Ελλάδα. Αυτό είναι σημαντικό διότι περιορίζει την εμβέλεια της εμμονής του να ανοίξει θέμα Συνθήκης της Λωζάνης, το οποίο ουσιαστικά περιορίζει έτσι στα δικαιώματα της μειονότητας. Η δεύτερη παραδοχή είναι ότι η μειονότητα διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και είναι απολύτως στην ευθύνη της ελληνικής διοίκησης. Η τρίτη παραδοχή είναι ότι οι μουσουλμάνοι της Θράκης είναι τριών εθνοτήτων (Τούρκοι, Πομάκοι, Ρομά). Η τέταρτη παραδοχή είναι η αναφορά στο ζήτημα του ξεριζωμού του ελληνικού πληθυσμού της Πόλης και η δημόσια αυτοκριτική. Η πέμπτη παραδοχή αφορά το Κυπριακό και παραπέμπει σε πρωτοβουλίες για άμεση και βιώσιμη λύση, αποδίδοντας ευθύνες και στην ελληνοκυπριακή πλευρά ιδίως για την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν.
Αλλαγή στρατηγικής για ΕρντογάνΗ πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς εντάσσεται σε ένα σαφές σχέδιο που αποβλέπει και στην επίλυση των προβλημάτων με την Τουρκία, αλλά και στη συμβολή της μείωσης της επικίνδυνης έντασης στην ευρύτερη περιοχή. Ο Ερντογάν το εντάσσει, επίσης, στη δική του στρατηγική, που είναι, όμως πολύ πιο απαιτητική και αντιμετωπίζει εξαιρετικές δυσκολίες. Όσο και αν ο Ερντογάν επιτίθεται στην ΕΕ και στη Δύση, ωστόσο, δεν μπορεί να μην βλέπει ότι το αρχικό του σχέδιο να ηγεμονεύσει στον ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο έχει ναυαγήσει ή είναι και επικίνδυνο για την ίδια του τη χώρα. Επομένως οι ανοιχτές πόρτες προς την ΕΕ είναι κάτι που δεν πρέπει να παραμελείται. Η Ελλάδα, αντικειμενικά, είναι ένας γενναίος, ίσως ο μόνος, που δεν δημιουργεί προβλήματα στην Τουρκία.
Η Ελλάδα είναι η χώρα που σταθερά υπερασπίζεται την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Θα ήταν εντελώς ανορθολογικό, λοιπόν, για την Τουρκία —και αυτό δεν διαφεύγει από τον στριμωγμένο, εν τέλει, Ερντογάν—, να μην αξιοποιήσει τη σχέση της με την Ελλάδα, εξομαλύνοντάς την. Γι’ αυτό και στο προσφυγικό οι διατυπώσεις Ερντογάν απέβλεπαν να εμφανίσουν τις δύο χώρες από την ίδια μεριά έναντι της Ευρώπης.
Μια κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά έχει καθήκον να εργαστεί με μεγαλύτερη υπομονή και συστηματικότητα για την επίλυση και των προβλημάτων της χώρας ως προς τις σχέσεις της με τους γείτονες. Το ταξίδι Ερντογάν στην Αθήνα απέδειξε ότι το μπορεί.
Πολεμική με ολίγον εθνικισμόΗ σφοδρή επίθεση προς την κυβέρνηση από την αντιπολίτευση για το ταξίδι Ερντογάν εμπεδώνει μεν κάτι θετικό, ότι δηλαδή κανένα θέμα και τα λεγόμενα εθνικά, δηλαδή εξωτερικών σχέσεων της χώρας, δεν είναι εκτός κριτικής, όμως από πλευράς περιεχομένου είναι αποκαρδιωτική. Ιδίως των αριστερών κομμάτων που υποκρύπτουν ή και εκπέμπουν εθνικισμό φανερά.
Η ΝΔ ανακοίνωσε ότι θα κρίνει την επίσκεψη συνολικά όταν ολοκληρωθεί. Πηγές της έσπευσαν να σημειώσουν, «στον απόηχο των προκλητικών δηλώσεων Ερντογάν στη συνάντηση με τον πρόεδρο», ότι «όλα όσα παρακολουθούμε μέχρι στιγμής δείχνουν ασυγχώρητη προχειρότητα, έλλειψη προετοιμασίας». Ο Κ. Μητσοτάκης, ωστόσο, μετά τη συνάντησή του με τον κ. Τ. Ερντογάν ήταν πολύ προσεκτικός και τάχθηκε υπέρ της ανάγκης για επανεκκίνηση των διμερών σχέσεων, κάτι που «απαιτεί θάρρος και γενναιότητα και όχι αθεμελίωτες και ανεδαφικές αξιώσεις», όπως σημείωσε.
Η Φ. Γεννηματά, όμως, ξεπέρασε τον εαυτό της. Εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ χαρακτήρισε τη συνάντηση «φιάσκο που τείνει να καταλήξει σε ναυάγιο», όπως «και η επίσκεψη στις ΗΠΑ». «Η συζήτηση όπου μπήκε ο έλληνας πρωθυπουργός όχι μόνο δεν προάγει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά τις γυρίζουν σημαντικά βήματα πίσω». Ο Α. Λοβέρδος, λιγότερο διπλωματικός πρόσθεσε: «οι δηλώσεις Ερντογάν τραυματίζουν τα εθνικά συμφέροντα». Ο Στ. Θεοδωράκης, από το Ποτάμι, αναρωτήθηκε «γιατί έπρεπε να γίνει τώρα αυτή η επίσκεψη, η οποία αποβαίνει σε βάρος των εθνικών συμφερόντων, αλλά και σε βάρος των διμερών σχέσεων». Ο Θ. Θεοχαρόπουλος από τη ΔΗΜΑΡ σχολίασε πως σε ενάμιση χρόνο μετά το πραξικόπημα στην Τουρκία, είμαστε η δεύτερη χώρα που προσκαλεί επίσημα τον Ερντογάν»!
Αριστερός εθνικισμόςΤο ΚΚΕ παρατηρεί ότι ήταν φυσικό να διαψευστεί το κλίμα που καλλιεργούσε η κυβέρνηση τις προηγούμενες μέρες. Προχωρεί, όμως, στην εκτίμηση: «στην πράξη η επίσκεψη αναβάθμισε τις διεκδικήσεις της Τουρκίας σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας». Και για να μην νομίσει κανείς ότι ξεχνά τις αριστερές αναλύσεις πρόσθεσε: «το οδυνηρό αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να “ξεπλυθεί” με τη διαφήμιση οικονομικών συμφωνιών, ανάμεσα σε τμήματα του ελληνικού και τουρκικού κεφαλαίου, απ’ τις οποίες οι λαοί δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα». «Ο λαός δεν πρέπει να εφησυχάζει με τα παραμύθια του ΣΥΡΙΖΑ» ότι «με δήθεν επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς θα ξεπεραστούν σχεδιασμοί, που είναι συνδεδεμένοι με βαθύτερες αιτίες και ισχυρά ανταγωνιστικά συμφέροντα».
Η ΛΑΕ σημειώνει ότι ο Τ. Ερντογάν ο οποίος «έρχεται στην Αθήνα κατόπιν υποδείξεων των υπερατλαντικών κέντρων», «εγείρει περιφρονητικά το ζήτημα της επικαιροποίησης και έτσι αναθερμαίνει τις απαράδεκτες εδαφικές βλέψεις της Άγκυρας σε ελληνικά νησιά». Προσθέτει δε: «η κυβέρνηση ακολουθεί μια παραδομένη εξωτερική πολιτική, που άγεται και φέρεται κυρίως από τις ΗΠΑ, αλλά και τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, αδυνατώντας να προασπίσει θετικά, με ένα πολυδιάστατο προσανατολισμό, τα εθνικά μας συμφέροντα».
Παύλος Κλαυδιανός