Με την περιοδεία του τούρκου Προέδρου στη Θράκη ολοκληρώθηκε η επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στην Ελλάδα ύστερα από πρόσκληση του έλληνα προέδρου. Μια επίσκεψη με προφανές ρίσκο, που τελικά, παρά την ένταση κάποιων στιγμών, σημείωσε αξιοπρόσεκτη επιτυχία, διότι όχι μόνο αποσαφήνισε, θετικά, το έδαφος πάνω στο οποίο μπορούν να επαναθεμελιωθούν οι σχέσεις των δύο χωρών, αλλά ταυτόχρονα προχώρησε και σε θέσπιση μέτρων εμπιστοσύνης.
Η προσπάθεια και των δύο ηγετών να γίνει ένα θετικό βήμα στις σχέσεις των δύο χωρών ήταν φανερή στις συζητήσεις, ακόμα και όταν η διαφωνία ήταν καθαρή, όπως π.χ να ανοίξει η συζήτηση γύρω από τη συνθήκη της Λωζάνης. Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν αποφασιστικός, αλλά και ήπιος στη διατύπωση της επιχειρηματολογίας του. Χαμηλούς τόνους, όμως, επέλεξε και ο Ερντογάν, ο οποίος έκρινε αναγκαίο να κάνει και παραδοχές που για πρώτη φορά ακούστηκαν από τούρκο επίσημο. Για παράδειγμα, υπήρξε η ρητή διαβεβαίωση ότι η Τουρκία δεν εποφθαλμιά εδάφη άλλων χωρών, ότι η μουσουλμανική μειονότητα αποτελείται από Τούρκους, Πομάκους και Ρομά, ότι αυτή είναι υπό την αποκλειστική ευθύνη της ελληνικής διοίκησης, ότι ήταν αρνητικό γεγονός ο διωγμός των Ελλήνων από την Πόλη.
Αν οι παραδοχές αυτές αντέξουν στο χρόνο και τις εξελίξεις και μια κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά επιμείνει στο διάλογο και τη συνεργασία με την Τουρκία, τότε τα αποτελέσματα θα είναι πολύ θετικά, επ’ ωφελεία των δύο λαών.
Η Τουρκία, παρά την πολεμική με την ΕΕ, δεν είναι λογικό, δεν της το επιτρέπουν οι τεράστιες δυσκολίες της εν μέσω μιας ταραγμένης περιοχής, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης να μένει μακριά ή εκτός. Η Ελλάδα, από αυτή την άποψη, είναι ένας γείτονας που δεν δημιουργεί προβλήματα στην Τουρκία, αλλά και αξιόπιστη, όπως έχει αποδειχθεί, γέφυρα με την Ευρώπη, υπό τον όρο βέβαια να τηρεί αυτή η χώρα τα δημοκρατικά και ανθρώπινα δικαιώματα. Ο στριμωγμένος Ερντογάν δεν τα αγνοούσε όλα αυτά ετοιμάζοντας τις βαλίτσες του για την Αθήνα.