Τη συνέντευξη πήρε η Τζέλα ΑλιπράντηΜετά και την πρόταση Τουσκ, η ΕΕ φαίνεται και πάλι να διχάζεται όσον αφορά στη διαχείριση του προσφυγικού. Τι διακυβεύεται και ποια πλευρά επικρατεί μέχρι τώρα κατά τη γνώμη σας;Δεν είναι μόνο η πρόταση Τουσκ που σηματοδοτεί μια κλιμάκωση της ευρωπαϊκής βαρβαρότητας που επικρατεί απέναντι στους πρόσφυγες. Είναι και μια σειρά άλλων στοιχείων και κινήσεων που προκαλούν ανησυχία και τρόμο στους δημοκρατικούς πολίτες και στα κινήματα αλληλεγγύης. Μιλάω συγκεκριμένα για τον ορισμό της Λιβύης, ενός αυταρχικού και αδιαμόρφωτου καθεστώτος, που έχει αναλάβει να μπλοκάρει όλους τους πρόσφυγες και τους μετανάστες στο έδαφός της, υποβάλλοντάς τους σε βασανιστήρια, ψυχολογικά μαρτύρια, ακόμα και σε πώλησή τους ως σκλάβους, προκειμένου να μην εισέλθουν στο έδαφος της Ευρώπης «φρούριο». Ταυτόχρονα, έχει γίνει γνωστό ότι συζητείται η μεταφορά αιτούντων άσυλο σε περιοχές εκτός ευρωπαϊκού εδάφους, ώστε η διαδικασία εξέτασής τους, που είναι χρονοβόρα, να μην επιβαρύνει τις χώρες της ΕΕ με την παρουσία των προσφύγων. Η πρόταση Τουσκ έρχεται να αμφισβητήσει όσα αποφασίστηκαν το 2015 για τον επιμερισμό της ευθύνης των κρατών μελών της Ευρώπης, για την υποδοχή και τη φιλοξενία προσφύγων. Η απόφαση αυτή του 2015 έχει ένα συμβολικό και έναν ουσιαστικό χαρακτήρα. Ο συμβολικός είναι ότι δεν υπήρχε ελληνικό ή ιταλικό ζήτημα, αλλά ευρωπαϊκό. Το ουσιαστικό ήταν ότι, λόγω της παραπάνω παραδοχής, λήφθηκαν μέτρα μετεγκατάστασης βάσει ποσοστώσεων, τα οποία βέβαια δεν υλοποιήθηκαν με την επιτυχία που περιμέναμε. Τώρα που αυτή η απόφαση επιχειρείται να υπονομευτεί με την πρόταση Τουσκ, ο οποίος ενδεχομένως λειτουργεί ως «λαγός», υπάρχει μεγάλος κίνδυνος η πολιτική αυτή να καταργηθεί. Μην ξεχνάτε, άλλωστε, ότι έχει αρχίσει και η συζήτηση για την επιστροφή των προσφύγων που κατέφυγαν στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης στη βάση του πνεύματος της Οδηγίας του Δουβλίνο 3.
Εφικτή η κοινή πολιτική ασύλουΜέχρι τον Ιούνιο του 2018 υποτίθεται πως η ΕΕ θα πρέπει να αποφασίσει για τη διαμόρφωση ενός κοινού συστήματος ασύλου. Είναι εφικτό και σε ποια κατεύθυνση θα κινείται; Οι προτάσεις του Ευρωκοινοβουλίου βρίσκονται σε αντίθετη λογική από του Συμβουλίου, μπορούν να επικρατήσουν;Βεβαίως είναι εφικτή η κοινή πολιτική ασύλου, αφού είναι κοινή και δεσμευτική η Σύμβαση της Γενεύης για τους Πρόσφυγες για όλα τα μέλη που την έχουν υπογράψει, η οποία και προβλέπει πώς και με ποιους όρους γίνεται η είσοδος των αιτούντων άσυλο στις χώρες της Ευρώπης και πώς χορηγείται διεθνής προστασία στους ανθρώπους αυτούς. Ήδη η Ευρώπη, μέχρι σήμερα, είχε κοινή πολιτική για το άσυλο, αν και συχνά το υπονόμευε η οδηγία του Δουβλίνο 3. Είναι γεγονός ότι το μεγάλο ρεύμα προσφύγων στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκάλεσε σοκ στις κυβερνήσεις. Αυτό βέβαια έγινε και με άλλα μαζικά προσφυγικά ρεύματα στο παρελθόν. Όταν το φαινόμενο της προσφυγιάς γίνεται μαζικό, τότε αρχίζει η γκρίνια και η αμφισβήτηση των διεθνών συμβάσεων προστασίας των προσφύγων. Όταν είναι λίγοι οι αιτούντες άσυλο, τότε καμαρώνουμε και υπερασπιζόμαστε το νομικό μας πολιτισμό. Άρα το πρόβλημα αναδεικνύεται όταν υπάρχει η ανάγκη εφαρμογής των διεθνών συμβάσεων.
Η αμφισβήτηση αυτή, πέρα από τις επιπτώσεις που έχει για τους πρόσφυγες, επηρεάζει και ευρύτερα την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, ενισχύοντας την ακροδεξιά ατζέντα. Ποιοι κίνδυνοι προκαλούνται εν γένει από αυτή τη διαχείριση;Το 2015 έγινε μια δημόσια πολιτική αντιπαράθεση στην Ευρώπη, ανάμεσα σε αυτούς που προέκριναν την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και την εφαρμογή των σχετικών συμβάσεων, και σε μια αντίληψη εθνικιστικής, ξενοφοβικής και ρατσιστικής αντιμετώπισης, που ήθελε τα κλειστά σύνορα και την απαγόρευση εισόδου των προσφύγων στις χώρες της ΕΕ. Πρωτοπορία στη μεν πρώτη περίπτωση ήταν η Ελλάδα και ο τρόπος που μεταχειρίστηκε και υποδέχθηκε τους πρόσφυγες, και πρωτοπορία της εθνικιστικής αντιμετώπισης ήταν οι χώρες του Βίσενγκραντ. Η δεύτερη πολιτική αξιοποίησε όχι μόνο το ξενοφοβικό σύνδρομο των κοινωνιών, αλλά και τα τρομοκρατικά χτυπήματα που έγιναν σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης. Ο κίνδυνος μια τέτοια πολιτική να γίνει ηγεμονική στην Ευρώπη είναι προφανής όχι μόνο για τους πρόσφυγες, αλλά για την ίδια τη δημοκρατία στην Ευρώπη.
Η πολιτική του 2015 έχει ατονήσει Βλέπουμε, όμως, ότι και η στάση της Ελλάδας έχει συντηρητικοποιηθεί. Υπερασπίζεται έντονα την κοινή δήλωση ΕΕ-Τουρκίας, που έχει προκαλέσει τις άθλιες συνθήκες στα νησιά. Ακόμα και στην περίπτωση αποσυμφόρησής τους που συζητείται, γίνεται λόγος για κλειστά κέντρα στην ενδοχώρα, ενώ ο περιορισμός της χρήσης της Αμυγδαλέζας ήταν από τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ.Προφανώς αυτή η πολιτική του 2015 έχει ατονήσει. Πράγματι, οι πρόσφυγες που εισήλθαν σε ευρωπαϊκό έδαφος βρίσκονται απέναντι σε μια τραγική πραγματικότητα. Όσοι έφθασαν στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης κινδυνεύουν να επιστραφούν πίσω στην Ελλάδα, αν απορριφθεί το άσυλό τους, οι δε άλλοι που έχουν εγκλωβιστεί στην Ελλάδα, βάσει της κοινής δήλωσης, διατρέχουν τον κίνδυνο επιστροφής στην Τουρκία. Βεβαίως, από τη στιγμή που έκλεισαν τα σύνορα ήταν μονόδρομος, λόγω του προηγηθέντος σοκ στην Ευρώπη, η υπογραφή της κοινής δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας. Η Ελλάδα, εκούσα άκουσα, προκειμένου να μην μετατραπεί σε αποθήκη ανθρώπων χωρίς δικαιώματα και αξιοπρέπεια, εφαρμόζει την κοινή δήλωση, πολλές φορές όμως καθ’ υπερβολή, αντί να αξιοποιεί τις αντιφάσεις και τα ρήγματα που προκαλεί αυτή. Εφαρμόζει πολιτικές που δεν περιλαμβάνονται στην κοινή δήλωση, όπως ο εγκλωβισμός προσφύγων στα νησιά, ο γεωγραφικός περιορισμός, οι συχνές αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο για το άσυλο και η φυλάκιση αιτούντων άσυλο και ασυνόδευτων ανηλίκων, με λίγα λόγια η γενίκευση των κέντρων κράτησης. Η αντίληψη ότι οι πρόσφυγες είναι στην αρμοδιότητα της αστυνομίας και των ανθρωπιστικών οργανώσεων, και όχι στην υποχρέωση ενός δημοκρατικού κράτους που πρέπει να τους υποδεχθεί, χορηγώντας τους δικαιώματα που τους αναλογούν, βρίσκεται σε κίνδυνο. Μέχρι σήμερα δεν μπορούμε να κρίνουμε αν έχει παγιωθεί μια τέτοια πολιτική στη χώρα μας. Ελάχιστοι έχουν απελαθεί και η πλειοψηφία αναμένει τις αποφάσεις ασύλου από την Υπηρεσία και τα άλλα όργανα που τις κρίνουν στους επόμενους βαθμούς, για να δούμε αν και πόσο η πολιτική αυτή έχει οπισθοχωρήσει.
Πώς μπορούμε να αντιδράσουμε σε όλα αυτά;Κατά την άποψή μου χρειάζεται ένας συνολικός επαναπροσανατολισμός στην πολιτική της Αριστεράς για το προσφυγικό – μεταναστευτικό. Ταυτόχρονα, συνεκτιμώντας με ρεαλισμό (αλλά όχι με ηττοπάθεια) όλα τα δεδομένα, θα πρέπει να επανεκκινήσουμε διεργασίες και στο χώρο των κινημάτων ενάντια στο ρατσισμό και στον πόλεμο. Όπως η πείρα απέδειξε ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να υπάρχει σε μια μόνο χώρα, έτσι κι η προστασία των δικαιωμάτων προσφύγων και μεταναστών, φαίνεται να απαιτεί διεθνική και διεθνιστική δράση. Μπορούμε, λοιπόν, να στοχεύσουμε στην επανίδρυση του Ελληνικού, του Ευρωπαϊκού και του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ, με περιεχόμενο επικεντρωμένο στο προσφυγικό-μεταναστευτικό; Ίσως, μέσα από αυτό, αν ευοδωθεί η προσπάθεια, να προκύψει ως ευκαιρία η επαναπροσέγγιση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη, πάνω σε μια νέα ενότητα στόχων και επιδιώξεων.
•