Η χαρμολύπη και το μεράκι του ρεμπέτικου είναι άγνωστα συχνά στους χορευτές του, παρότι η UNESCO το περιέλαβε στον κατάλογο άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Ανθρωπότητας Της Σοφίας Βιδάλη«…Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως, κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης…».
Αυτά έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις αρχίζοντας εκείνη την περίφημη ομιλία του για το ρεμπέτικο στις 31 Ιανουαρίου 1949, εν μέσω Εμφυλίου Πολέμου. Και έχει σημασία ακόμα και σήμερα – 68 χρόνια μετά- αυτή η ομιλία του, επειδή με το μοναδικό τρόπο έθιξε τη σχέση ανάμεσα στο «αληθινό» και το «καθώς πρέπει» στη ζωή του ελληνικού λαού που το εξέφραζε ακριβώς το ρεμπέτικο το τραγούδι των πόλεων. Στην ομιλία του ο Χατζηδάκις έθιξε και αποτύπωσε σε λόγο, αυτό που πολλοί μπορεί και να έχουν βιώσει και να βιώνουν και σήμερα, δηλαδή την απαξίωση της αυθεντικότητας των συναισθημάτων με το πρόσχημα της κοινωνικής καθυστέρησης, της χυδαιότητας ή του λαϊκισμού. Στα χρόνια που πέρασαν από τότε, έχουν αλλάξει προφανώς πολύ τα πράγματα και εμείς ως λαός. Η ελληνικότητα την οποία μιλούσε ο Χατζηδάκις (και μέσω της επίκλησής της «πέρασε» το ρεμπέτικο στην λεγόμενη καλή κοινωνία) και την ταύτιζε με το συγκρατημένο, το λιτό και απέριττο και την εσωτερική δύναμη που έβρισκε στο ρεμπέτικο απέχει έτη φωτός από τις φασίζουσες αναφορές της σήμερα. Το ρεμπέτικο έγινε της μόδας, αλλά όχι οι αξίες που εκφράζει: αυτό το είδος μουσικής και το τραγούδι που το συνοδεύει, εξέφρασε τη κοινωνική ιστορία και το πάθη του κόσμου, διατηρώντας τις βασικές του αναφορές στον «έρωτα και στη φυγή».
Η ζωτικότητα του ρεμπέτικουΔεν είμαι λογοτέχνης, ποιήτρια ή μουσικός για να μπορώ να αναλύω με ευχέρεια τη συμβολή του ρεμπέτικου στη μουσική μας παράδοση και τη στιχουργική. Όμως, νομίζω ότι όποιος μένει στην καλλιτεχνική διάσταση του ρεμπέτικου έχει νομίζω χάσει την ευκαιρία να κατανοήσει και να κάνει κτήμα του, αυτό που έλεγε ο Χατζιδάκις «… αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής., κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο…».
Και αυτή η κοινωνική ζωντάνια διαμορφώθηκε μέσα από μια βιωματική ιστορία των ανθρώπων που δημιούργησαν το ρεμπέτικο, μέσα από τους κώδικες αξιών και άτυπους κανόνες συμπεριφοράς, στάσεις και τις σχέσεις με τον «άλλον», με το κράτος, με τον κανόνα και μια σοφία ζωής, που η μόδα και η καθιέρωσή του ρεμπέτικου ως μέρους της μουσικής βιομηχανίας στην Ελλάδα και της νύχτας, βοήθησε να σκεπαστεί και να κρυφτεί από τους νεότερους. Τι ξέρουν σήμερα οι νέοι και τι τους διδάσκουμε για το ρεμπέτικο, έξω και πέρα από τα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα; Στις ταβέρνες και τα κέντρα διασκέδασης ο ζεϊμπέκικος μπερδεύεται με το τσιφτεντέλι, ο χασάπικος δεν είναι από τους γνωστούς πλέον χορούς, που χορεύονται στα κέντρα διασκέδασης και πολλοί χορεύουν ζεϊμπέκικο με κινήσεις καλαματιανού. Πράγματι δοκιμάστε να παρατηρήσετε τους ανθρώπους που λένε ότι χορεύουν ζεϊμπέκικο! Η επίδραση του δημοτικού τραγουδιού είναι εμφανής σε πολλούς λαϊκούς χορευτές του ρεμπέτικου. Ο ρυθμός, η χαρμολύπη και το μεράκι που αποπνέει το τραγούδι και η μουσική αυτή, είναι άγνωστα συχνά στους χορευτές της. Επίσης σπάνια θα δεις χορευτή σήμερα ή τραγουδιστή – και μιλώ για την πλειονότητα των κέντρων διασκέδασης- να συναισθάνεται το στίχο.
Το ελληνικό παράδοξοΔεν είναι βέβαια εδώ το βήμα για να κάνει κάποιος τέτοιου τύπου κοινωνική κριτική. Όμως το γεγονός ότι η UNESCO περιέλαβε πρόσφατα το ρεμπέτικο ανάμεσα στα «πράγματα» που αξίζει να ταυτιστούν με το αποτύπωμα της ανθρώπινης ύπαρξης στη γη, δηλαδή, να αποτελεί μέρος της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Ανθρωπότητας, προκαλεί συγκίνηση: δεν υπάρχει κοινωνική ομάδα, μουσική έκφραση και ταυτόχρονα τρόπος ζωής στην Ελλάδα που να διώχθηκε τόσο πολύ όσο το ρεμπέτικο (η αριστερά για πολλά χρόνια το απαξίωνε επίσημα). Ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι αποτέλεσαν για χρόνια -και δεν είναι μόνον η περίοδος Μεταξά- και αποτελούν ακόμα ύποπτα «σκεύη». Αν δεν κάνω λάθος, σε κανένα από τα Τμήματα Μουσικών Σπουδών ΑΕΙ που υπάρχουν στην Ελλάδα δεν διδάσκεται ειδικά, ούτε το ρεμπέτικο ούτε το μπουζούκι ούτε ο μπαγλαμάς, ενώ διδάσκεται κατά κόρον πιάνο εκκλησιαστικό όργανο κλπ. Προφανώς, δεν διώκονται, αλλά είναι από εκείνα τα μουσικά όργανα, που νομίζω ότι δεν θα μπορούσαν να διδαχθούν χωρίς να εξηγηθεί και η κοινωνική ιστορία των ανθρώπων που τα έφεραν μαζί τους, χωρίς να διδαχθεί η ιστορία της ζωής των πόλεων στην Ελλάδα. Και όσο αυτά διδάσκονται χωριστά ή δεν διδάσκονται καθόλου, τα βασικά στοιχεία του ρεμπέτικου, «ο έρωτας και η φυγή», θα είναι απόντα. Θα μιλάμε για το ελληνικό παράδοξο ένα μουσικό είδος να είναι τόσο διαδεδομένο στις μέρες μας και ταυτόχρονα, τόσο αποξενωμένο από αυτό που εκφράζει. Και αυτό είναι που θα πρέπει να αποφύγουμε με την ευκαιρία της ανάδειξης του ρεμπέτικου σε άυλη πολιτιστική κληρονομία της ανθρωπότητας.
Θα επικαλεστώ πάλι τον προφητικό και ποιητικό Χατζιδάκι: «….Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις (σσ.τα ρεμπέτικα τραγούδια). Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν. Έτσι κι εμείς. Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους.
Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας….». Αυτό είναι που δεν πρέπει να χαθεί από το ρεμπέτικο.