Το ΠΑΣΟΚ, μετά τη ραγδαία φθορά του και τη θεαματική απώλεια εκλογικής επιρροής και τη συνακόλουθη εγκατάλειψή του από κοινωνικά στρώματα και πολιτικές τάσεις, οι οποίες στράφηκαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ κατά κύριο λόγο, συσπειρώνει πια τις πιο συντηρητικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις του άλλοτε ριζοσπαστικού κινήματος. Οι κύριες δυνάμεις του διατηρούνται είτε σε θύλακες του κρατικού μηχανισμού, είτε στη δημοσιοϋπαλληλία και τις συνδικαλιστικές εκφράσεις της, είτε στην αυτοδιοίκηση. Όσο για τις τάξεις και τα στρώματα που επιθυμεί να εκπροσωπεί, είναι τα πιο συντηρητικά μεσοστρώματα, καθώς και τμήματα μισθωτών που διακρίνονται για την καλύτερα αμειβόμενη εργασία τους.
Εκκινώντας από μια τέτοια αφετηρία, το Κίνημα Αλλαγής είναι αναμενόμενο να νιώθει πιο κοντά στη ΝΔ και συχνά να συμπαρατάσσεται μ’ αυτή. Όσο κι αν επιχειρεί –ανεπιτυχώς– η πρόεδρός του να εμφανίσει μια στάση ίσων αποστάσεων από ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, είναι σαφές ότι η απόστασή του από τη ΝΔ μάλλον φαίνεται να μικραίνει, παρά να διευρεύνεται. Άλλωστε, ο Στ. Θεοδωράκης, που διατηρώντας την αυτοτέλεια της κοινοβουλευτικής ομάδας του Ποταμιού θέλει να εμφανίζεται συχνά ως συναρχηγός, δεν άφησε καμία αμφιβολία με το χαιρετισμό του στο συνέδριο της ΝΔ λέγοντας «θα πετύχετε και θα συναντηθούμε».
Αντιφάσεις και αδιέξοδαΜε μια τέτοια κεντροδεξιάς απόκλισης γραμμή, όταν κάποιος ακούσει τις φιλοδοξίες της ηγεσίας τού κέντρου για πρωταγωνιστικό ρόλο στο μετεκλογικό πολιτικό σκηνικό, πιο πολύ πάει ο νους του σε μια διεκδίκηση ενός χώρου προς τα δεξιά του, τον οποίο σήμερα καλύπτει η ΝΔ. Ωστόσο, η ίδια αυτή γραμμή εμπεριέχει την αντίφαση ότι, την ίδια στιγμή, επιδιώκει να εξασφαλίσει στο Κίνημα Αλλαγής πρωταγωνιστικό ρόλο, χωρίς να πλήξει τη ΝΔ, αφού ρητός στόχος του είναι η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ.
Η αντίφαση αυτή είναι διπλής όψεως, καθώς είναι φανερό ότι, για να μπορέσει να αποκτήσει αυτό το ρόλο που οραματίζεται, δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια πολιτική που προσδιορίζεται κυρίως από τις κοινωνικές αναφορές και τα πολιτικά πλαίσια, που κληρονομεί από το ύστατο ΠΑΣΟΚ. Εφόσον δεν μπορεί –και πιθανότατα δεν θέλει– η ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής να διεκδικήσει την ενίσχυσή του από τη δεξαμενή της ΝΔ, τότε οφείλει να έχει μια πολιτική πρόταση, που να μπορεί να αποσπάσει δυνάμεις από τον ΣΥΡΙΖΑ ή, έστω, να αποτρέψει την επιστροφή στην κάλπη του μεγάλου τμήματος των αναποφάσιστων.
Χωρίς προϋποθέσειςΑυτό, όμως, απαιτεί δύο πράγματα που δεν μπορεί η ηγεσία του να εξασφαλίσει. Το πρώτο είναι μια πιο αριστερή πολιτική και φυσιογνωμία. Μέχρι στιγμής, η προσπάθεια της Φ. Γεννηματά σ’ αυτό το πεδίο καταλήγει σε μια καρικατούρα επίθεσης στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς αυτού του είδους η πολεμική χωρίς αυτοκριτική και χωρίς επιβεβαίωσή της στην πράξη θυμίζει εκείνο το «δάσκαλε που δίδασκες…»
Το δεύτερο είναι μια πολιτική συμμαχιών πειστική και ελκυστική για τα κοινωνικά στρώματα και τα τμήματα του εκλογικού σώματος, τα οποία στρέφουν το βλέμμα τους προς τα αριστερά. Μια πολιτική συμμαχιών που να επιλέγει τους συμμάχους με αυτό το κριτήριο. Η νόθα τακτική των ίσων αποστάσεων το πιθανότερο είναι να οδηγήσει σε μια κατάληξη που έχουν όλοι όσοι επιχειρούν να πατήσουν σε δύο βάρκες.
Μια τέτοια ανάλυση επιβεβαιώνεται και από τα αποτελέσματα των πρόσφατων δημοσκοπήσεων: το Κίνημα Αλλαγής τείνει να αθροίσει τα ποσοστά των συνιστωσών του και ίσως κάτι παραπάνω. Δεν καταγράφουν κάποια απροσδόκητη δυναμική. Αν δεν υπερβεί αυτές τις αντιφάσεις –και φαίνεται ότι μέχρι στιγμής δεν το μπορεί– τολμούμε να προβλέψουμε ότι δεν θα ευδοκιμήσει. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο θεωρητικά προνομιακός του χώρος της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, χωρίς να μεταμορφώνεται σε ένθερμο υποστηρικτή του ΣΥΡΙΖΑ, αποκτά μια όλο και πιο ομαλή σχέση με την κυβέρνηση και την κυβερνητική πολιτική, σε αντίθεση με την υπερβολική –και υποκριτική– πολεμική του Κινήματος Αλλαγής. Τουλάχιστον, αυτό δείχνει η συμπεριφορά των εκπροσώπων τους σε κάθε ευκαιρία.
Αν αυτή η εκτίμηση αντανακλά σε σημαντικό βαθμό την πραγματικότητα, ελλοχεύει για τον ΣΥΡΙΖΑ ο κίνδυνος του εφησυχασμού: αν το Κίνημα Αλλαγής δεν πετυχαίνει το στόχο του να πλαγιοκοπήσει τον ΣΥΡΙΖΑ, τότε δεν χρειάζεται ούτε να ενισχύσει τη δική του δράση, ούτε να ασκήσει την κριτική και επιθετική πολιτική συμμαχιών. Και τα δύο αυτά στοιχεία είναι ανά πάσα στιγμή απαραίτητα. Χωρίς αυτά δεν θα μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ την κρίσιμη στιγμή να απευθύνει στο Κίνημα Αλλαγής, με πειστικό για τον κόσμο τρόπο, το υπαρξιακό για εκείνο ερώτημα: «Με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις;» Ούτε μπορεί να επιδράσει στις εξελίξεις στο χώρο του κέντρου.
Η επαλήθευση των εκτιμήσεωνΠέρα απ’ αυτό, όμως, οι εκτιμήσεις δεν δρουν σαν προφητείες και μάλιστα αυτοεκπληρούμενες. Η επαλήθευσή τους είναι πάντοτε ένα στοίχημα. Η έκβασή του θα κριθεί από τη δράση της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ.
Το κλείσιμο των αξιολογήσεων μπορεί να διαμορφώνει θετικό περιβάλλον για την οικονομία, αλλά δεν πρέπει κανείς να ξεχνάει ότι αυτό που δημιούργησε τους πιο στέρεους δεσμούς, είναι η επιμονή σε μια πολιτική στήριξης των πιο αδύναμων, η οποία ασκήθηκε στα όρια και στα περιθώρια του μνημονίου. Αυτό είναι που διαφοροποιεί την κυβέρνηση από οποιαδήποτε άλλη. Για να εκφραστεί και στη συνέχεια αυτή η διαφοροποίηση, χρειάζεται να γίνει γνωστό στους ενδιαφερόμενους ένα πολιτικό σχέδιο για την επόμενη μέρα, που θα δίνει προοπτική σ’ αυτά τα στρώματα και θα ενθαρρύνει άλλα, πιο διστακτικά σήμερα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην προσπάθεια να αντικρουστεί η καταστροφολογία της αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού, δόθηκε μερικές στιγμές η εντύπωση ότι η επίτευξη των στόχων του προγράμματος ήταν επιτυχία της δικής μας πολιτικής, ενώ στην πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα χρηστής και αποτελεσματικής διαχείρισης ενός βίαια επιβεβλημένου προγράμματος. Όταν δεν γίνεται ή είναι δυσδιάκριτη αυτή η διαφορά, τότε η έξοδος στις αγορές και η ευνοϊκή αντιμετώπιση των ελληνικών ομολόγων από αυτές μπορεί να εκληφθούν ως στρατηγικοί στόχοι. Σ’ αυτό βοηθάνε και τα ίχνη μιας κάποιας οίησης, που διακρινόταν σε τοποθετήσεις κυβερνητικών στελεχών στην αντιπαράθεση με τη ΝΔ σ’ αυτό το πεδίο. Δεν πρέπει να υποτιμάμε την επίτευξη αυτών των στόχων. Είναι απαραίτητο, όμως, να την τοποθετούμε στη σωστή θέση σε μια ιεραρχημένη κλίμακα βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων, από τους οποίους δεν μπορεί να αποστεί η αριστερά.
Χ. Γεωργούλας