Στη σκηνή του κινηματοθέατρου «Αλκυονίς» (οδός Ιουλιανού κοντά στην πλατεία, κάθε Πέμπτη βράδυ μετά τις 9 είναι φιλοξενούμενοι η συντροφιά της θεατρικής ομάδας νέων καλλιτεχνών της Ομάδας Πείρα(γ)μα, που παρουσιάζει, πάνω από τρία χρόνια τώρα σ’ ολόκληρη τη χώρα, το έργο του Σπύρου Τζόκα «Ο κύκλος των «μάταιων» πράξεων» (εκδόσεις Εύμαρος), σε θεατρική διασκευή και σκηνοθεσία Αγγελικής Κασόλα, με ενδυματολογική επιμέλεια Ευτυχίας-Μαρίας Ροδοπούλου και μουσική Επιμέλεια Αλέξη Βάκη. Τραγουδά η Νατάσσα Παπαδοπούλου - Τζαβέλλα.
Μια γκρίζα ανθρώπινη φιγούρα προχωράει από το βάθος της σκηνής. Να μας μιλήσει θέλει, ταξιδευτής έρχεται με τη γκρίζα ξύλινη βαλίτσα του στο ένα χέρι, φαγωμένη από του χρόνου τα γυρίσματα…
Θέλω να μιλήσω. Για τους συντρόφους που χάσαμε, για τους δικούς μας που δεν μας ξαναείδαν ποτέ. Και για το ποσό ευλαβηθήκαμε τη ζωή, τον έρωτα, τον άνθρωπο. Ακόμα και τώρα που είμαστε νεκροί, μερικοί συνεχίζουν και λένε: Τζάμπα πήγαν, μάταια κατέστρεψαν τις ζωές τους. Και τι τους ζητούσαν; Μια δήλωση. Μια δήλωση… Εφιάλτης μιας ζωής. Καταλαβαίνω. Ποιος δε βάζει σήμερα το ατομικό του συμφέρον πάνω από όλους; Ποιος θυσιάζεται για τον άλλον; Για μιαν ιδέα! Για την αξιοπρέπεια… Για την αξιοπρέπειά του… Δύσκολο πράγμα η συνείδηση… Δεν είναι για το παζάρι. Είναι αυτή που σε κάνει άνθρωπο…
Πώς τά ’κανες έτσι τα μαύρα τα παιδιά σου Ελλάδα…
Η βυζαντινή σχολή της φωνής του Μητσιά μας φωνάζει λες από χρόνια τώρα κι η φωνή της Νάτασσας Παπαδοπούλου ξαναβρίσκει τη ζέση της στους στίχους του αγονάτιστου Φώτη Αγγουλέ.
Στον τόπο του μαρτυρίου της Καισαριανής, ανάμεσα στο σωρό των ρούχων «βλέπω μια μάννα» μας αφηγείται η αγαπημένη του Σουκατζίδη (Χαρά Λιουδάκη - Ειρήνη Μελά). «Λέει ότι έχει έρθει από την Πεντέλη… Κάτι τραβάει με δύναμη. Αναγνωρίζει το σακάκι του γιου της. Το αγκαλιάζει σαν να έχει ζωή… Χαΐδευε. Μετά το κρατάει σφιχτά, πολύ σφιχτά. Δεν είναι σακάκι, είναι το παιδί της. Μετά κινείται πάλι, γεμίζει τρόμο. Κάτι γνώριμο. Είναι ρούχο ακόμα. Είναι του άλλου γιου της. Του μικρότερου.
Φωνή απόκοσμη, σπαρακτική. Σωριάζεται στο ρούχο που κρυβόταν θάρρος εκεί σε μια γωνία. Το αρπάζει και το κρατάει, το σφίγγει. «Τελειώσανε τα βάσανά σας αγόρια μου. Δεν θα μου τα πάρει κανένας τα παιδιά μου, εμένα. Τα βρήκα… Εγώ τα γέννησα. Θα τα πάω σπίτι. Θα τους ετοιμάσω ζεστό φαγητό. Μη φοβάστε αγόρια μου, δίπλα σας είμαι…» Τα βρήκαν έτσι, την άλλη μέρα να τα κρατάει. Νεκρή. Τα δάχτυλά της είχαν σφίξει τόσο που κανείς πια δεν μπορούσε να της τα πάρει.»
Καθώς η ιστορία μετατρέπεται σε σιωπή, 200 νεκροί κι ανάμεσά τους κι εγώ. Ο μικρασιάτης Ναπολέοντας Σουκατζίδης. Και η θυσία; Το αίμα μας; στη σιωπή και στη λήθη;! Στον κύκλο των μάταιων πράξεων. Ήρθα να σπάσω τη σιωπή. Με λένε Ναπολέοντα Σουκατζίδη και είμαι νεκρός. Συνεχίζω να πιστεύω στον ίδιο ιερό σκοπό. Τον άνθρωπο. Και σε έναν άλλο κόσμο που να ευλαβείται.
Με τη βαλίτσα της μνήμης δίνω και πάλι το παρών όπως κάθε φορά που με χρειάστηκε ο τόπος μου…
Γιατί έρχονται στιγμές που οι νεκροί χρειάζονται τους ζωντανούς και οι ζωντανοί τους νεκρούς. Κι αυτή είναι η Ιστορία μου.
Μη στέκεσαι στον τάφο μου και κλαις!
Δεν είμαι εκεί. Δεν κοιμάμαι.
(Από στίχους των Απάτσι)

Αθηνά Κακολύρη
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet