“Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ”, ο Φώτης Μακρής σκηνοθετεί το εμβληματικό μυθιστόρημα του Χ. Μπελ«Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» γράφτηκε τη δεκαετία του ’70, σχεδόν μισό αιώνα πριν δηλαδή, ωστόσο η επικαιρότητά της φτάνει να είναι οδυνηρή. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Χάινριχ Μπελ έχεις σχεδόν την εντύπωση ότι γράφτηκε μόλις χτες. Λέμε «σχεδόν» γιατί οι εξελίξεις στον Τύπο, η αδηφαγία των ΜΜΕ, η μαεστρία στην κατασκευή ενόχων και τη δημιουργία εξαιρετικά αληθοφανών ειδήσεων ξεπέρασαν τη διορατικότητα και τη φαντασία του μεγάλου γερμανού συγγραφέα. Παρ’όλ’αυτά, η περιγραφή και η ανάλυσή του στο φαινόμενο του «εισαγγελικού Τύπου» και των επιπτώσεών του στη ζωή του πολίτη παραμένει αξεπέραστη. Το θέμα απασχόλησε τον Μπελ από νωρίς: ήδη το 1971 ο Μπελ έγραψε ένα άρθρο στο οποίο καταδίκαζε τις μεθόδους κατασκευής ενόχων από τη γνωστή μας «Bild», με αφορμή την άκριτη και βιαστική καταδίκη των ομάδων Μπάαντερ Μάινχοφ για μια συγκεκριμένη ληστεία στο πρωτοσέλιδο της επόμενης κιόλας μέρας. Η «Καταρίνα» του δίνει λογοτεχνική μορφή στους προβληματισμούς που εκθέτονται σ’ αυτό.
Το μυθιστόρημα γνώρισε επιτυχία και γυρίστηκε ταινία από τον Σλέντορφ και την Φον Τρόττα που είχε μεγάλη απήχηση μέσα και έξω από τη Γερμανία. Τόσο το λογοτεχνικό έργο όσο και την ταινία απασχολεί επίσης η δράση των μυστικών κρατικών υπηρεσιών και της αστυνομίας -σε αγαστή συνεργασία με το είδος του Τύπου που προαναφέραμε- ενώ είναι κατάφωρη η ειρωνεία του Μπελ για τον καθοδηγημένο πανικό της γερμανικής κοινωνίας της εποχής απέναντι στο φαινόμενο της τρομοκρατίας. Ο Μπελ δεν «μάσαγε τα λόγια του» και η «Καταρίνα» αποτελεί ένα λίβελο ενάντια στην καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων του πολίτη και το ηθικό κουρέλιασμά του.
Η ανθρωποφαγία του κιτρινισμούΗ ηρωίδα είναι μια νέα εργαζόμενη γυναίκα –οικιακή βοηθός. Ένα βράδυ γνωρίζει έναν άντρα και περνά τη νύχτα μαζί του. Ο άντρας διώκεται ως τρομοκράτης και η Καταρίνα αμέσως κατηγορείται ως ύποπτη για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Ό,τι λέει, χρησιμοποιείται εναντίον της. Η «Εφημερίδα» πρωτοστατεί στη δημόσια διαπόμπευσή της και τη δημοσιοποίηση των πιο ιδιωτικών πλευρών της ζωής της και την φτάνει στα άκρα: σκοτώνει τον δημοσιογράφο-βιαστή της. Η κοινωνία αντιδρά σπασμωδικά, η ζωή της κοπέλας διαλύεται. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Μπελ δεν αφήνει στο απυρόβλητο την κοινωνία με τις σπασμωδικές, φιλέκδικες, ανθρωποφαγικές αντιδράσεις της.
Παρόλο που η εφημερίδα που πρωτοστατεί σ’ αυτό το ανθρωποφαγικό όργιο έχει το όνομα «Εφημερίδα», είναι φανερό ότι στο στόχαστρο του Μπελ είναι η «Der Bild» –στην ταινία όσο και στην παράσταση του Μακρή το στήσιμο του πρωτοσέλιδου και ο λογότυπος οδηγούν χωρίς ενδοιασμούς εκεί.
Συνέχεια με συνέπειαΜολονότι η παράσταση τιμά τα 100χρονα από τη γέννηση του Μπελ, στην πραγματικότητα είναι μια περίπου φυσική επιλογή μετά το «Κιβώτιο» του Αλεξάνδρου (που συνεχίζει για τρίτη χρονιά). Η δουλειά αυτή του Μακρή και των συνεργατών του συνεχίζει τους πολιτικούς προβληματισμούς που ξεδίπλωσε στο Κιβώτιο, κυρίως το θέμα της προσωπικής ελευθερίας και της επιλογής, αλλά, φυσικά, και τη βία της εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο πως ο υπότιτλος του μυθιστορήματος είναι «Πώς γεννιέται η βία και πού μπορεί να οδηγήσει».
Χιούμορ και ειρωνείαΟ Φώτης Μακρής σκηνοθέτησε εύστροφα, χωρίς να πέσει στην παγίδα της υπερβολής και των συναισθηματισμών, χρησιμοποιώντας τρόπους που αρύονται από την μπρεχτική παράδοση. Στηρίχτηκε σε μια διασκευή συλλογική, υπογεγραμμένη από όλο το θίασο –μια διασκευή που κράτησε τα βασικά σημεία, τη δομή και την πολυφωνία του μυθιστορήματος, στο οποίο επικρατεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αφού πολλά πρόσωπα καλούνται να δώσουν συνέντευξη για τη σχέση τους με την κοπέλα και λεπτομέρειες της ζωής της. Απέδωσε με χιούμορ τα σκληρά ζητήματα που θίγει το έργο, χιούμορ που συναντά το πικρό, δηκτικό υπόγειο χιούμορ του συγγραφέα, το οποίο λειτουργεί ως εκπορθητικός κριός στο θέμα του. Παράλληλα, αναδεικνύει την εξοντωτική ειρωνεία, το σαρκασμό, που αναδύεται από την προσεγμένη ρεαλιστική απόδοση χαρακτήρων και καταστάσεων –σαν να εκδικείται ο Μπελ τον εξευτελισμό της νεαρής γυναίκας με τον εξευτελισμό της εφημερίδας και των ανθρώπων της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών. Γρήγορες εναλλαγές ρόλων, ταχεία εκφορά του λόγου και συνεκφορά κατά την ανάγνωση των πρωτοσέλιδων της Εφημερίδας/Bild με κωμικό τρόπο συνεργούσαν στη δημιουργία κλίματος θυμηδίας, οργής και εγρήγορσης στους θεατές.
Οι τέσσερις ηθοποιοί, που αναλαμβάνουν όλους τους ρόλους, δημιουργούν παράλληλα ένα χορό που, την ίδια στιγμή που διαδραματίζονται τα γεγονότα, σχολιάζει και περιγελά τον κιτρινισμό χωρίς να υποτιμά τους κινδύνους –το αντίθετο, έτσι τους τονίζει παραπάνω. Πρόκειται για μια βαθύτατα πολιτική παράσταση που δεν καταδέχεται διδακτισμό και ξύλινη καταγγελτικότητα.
Η Στέλλα Κρούσκα υποστήριξε καλά τον κεντρικό χαρακτήρα παίζοντας διαρκώς ανάμεσα στην ενοχικότητα και την αθωότητα –ένας πολίτης που υποχρεώνεται να νιώσει ένοχος ενώ ξέρει καλά και ξέρουν καλά πως είναι αθώος. Ο Βαγγέλης Στρατηγάκος έχει ερμηνευτική πλαστικότητα, η Κλεοπάτρα Τολόγκου και ο Μενέλαος Χαζαράκης λειτουργούσαν περισσότερο υποστηρικτικά.
Μαρώ Τριανταφύλλουmaro33@otenet.gr