Τον τελευταίο καιρό όλο και συχνότερα, στη φαρέτρα της ΝΔ και των συστημικών μίντια εμφανίζεται, ως επικουρική βοήθεια είναι αλήθεια, το «επιχείρημα» ότι πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και υπουργοί σήμερα, έχουν υποστηρίξει δημόσια τη θέση ότι, αν η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας το επιλέξει, έχει το δικαίωμα να ονομαστεί με το όνομα της επιλογής της, δηλαδή έχει, όπως όλες οι χώρες, όλα τα κράτη το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού.
Στην «ανακάλυψη» αυτή προστρέχουν για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, για να τονίσουν πόσο ενδοτικές, πόσο προδοτικές είναι —παγίως κατά την άποψή τους— οι θέσεις της αριστεράς και, δεύτερον, για να δείξουν ότι και στον ΣΥΡΙΖΑ, συνεπώς και στην κυβέρνηση, αφενός υπάρχουν συγκρουόμενες απόψεις, αφετέρου παλινδρομήσεις, δηλαδή άλλοτε υποστηρίζεται το όνομα Μακεδονία, άλλοτε η σύνθετη ονομασία. Κάνουν κι εκεί, λοιπόν, τις περίφημες πια κωλοτούμπες.
Η θέση της αριστεράςΕπειδή το θέμα αυτό άπτεται μιας βασικής αρχής της αριστεράς, καλό είναι να μη το υποτιμούμε και να προσερχόμαστε σε μια τέτοια ενδεχόμενη συζήτηση με επεξεργασμένα και πειστικά αντεπιχειρήματα.
Αν το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού κάθε λαού το δει κανείς με καθαρό μυαλό κι όχι μέσα από την τρύπα του κουσουριού του, όπως έλεγε ο Τσαρούχης για τους στενόμυαλους ή τους συμφεροντολόγους, ιδίως όταν πρόκειται για λαούς που περνούν μακρά ή βραχύτερη περίοδο εθνογένεσης, τότε θα πρέπει να το αναγάγει σε βασική αρχή πρώτα απ’ όλα για το λαό που κι εκείνος ανήκει. Κι αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για λαούς που έχουν περάσει με επιτυχία τη φάση της εθνογένεσης. Θα έπρεπε να είναι οι τελευταίοι που θα αμφισβητήσουν αυτό το δικαίωμα, καθώς χάρη σ’ αυτό έχουν αποκτήσει και όνομα, και κράτος, και εθνικότητα.
Φανταστείτε να κυριαρχούσαν στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα οι απόψεις που αντιπάλευαν τον ισχυρισμό της συνέχειας του ελληνικού έθνους και να επικρατούσε διεθνώς αυτή η άποψη για την Ελλάδα και να επιβαλλόταν στους πολίτες το όνομα Ρωμιοί, για παράδειγμα. Επειδή συνήθως στη χώρα μας πιστεύουμε ότι οι ονομασίες και τα αφηγήματα που επικρατούσαν οφείλουν την επικράτησή τους στην επιστημονικότητά τους πάνω απ’ όλα, δεν σημαίνει πως η τελική επικράτηση οφείλεται λιγότερο στην ισχύ του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού. Ένα παράδειγμα που μας βοηθάει να καταλάβουμε την ισχύ αυτής της αρχής, είναι η σχετική ευκολία με την οποία μεγάλοι πληθυσμοί Αρβανιτών της εποχής αυτοπροσδιορίστηκαν ουσιαστικά ως Έλληνες, παρά τη διαφορά γλώσσας. Για ποιο λόγο θα μπορούσαμε να αρνηθούμε το ίδιο ακριβώς δικαίωμα σε άλλους λαούς; Μόνο και μόνο επειδή, στη δική μας περίπτωση, προλάβαμε να το ασκήσουμε πριν από εκατόν τόσα χρόνια; Από πότε τέτοια θεμελιώδη δικαιώματα έχουν ημερομηνία λήξης;
Υπάρχει σύγκρουση δικαιωμάτων;Μα, θα πει κάποιος, αφού η άσκηση του δικού τους δικαιώματος έρχεται σε σύγκρουση με την άσκηση του δικού μας, τι να κάνουμε! Πρώτα πρώτα, δεν είναι ακριβώς έτσι. Έτσι θα ήταν αν υποστήριζαν ότι είναι έλληνες και η χώρα τους η Νέα Ελλάδα, για παράδειγμα. Πέρα απ’ αυτό, όμως, ακόμα και μια τέτοια διένεξη δεν θα μπορούσε να επιλυθεί ειρηνικά, δηλαδή με διάρκεια και χωρίς ρεβανσιστικές διαθέσεις, παρά μόνο με διαπραγμάτευση και όχι όπως επιχείρησε συχνά τα τελευταία 25 χρόνια η εθνικοφροσύνη, δηλαδή με απειλές για εισβολή, για διάλυση του «κρατιδίου», για διαμοιρασμό των ιματίων του μεταξύ των όμορων χωρών και άλλα παρόμοια, που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υποστηρίχθηκαν, με όλη την ηλίθια και αιματηρή «σοβαρότητα», επί βασιλείας Φαήλων και Σαμαράδων.
Αυτή η επιχειρηματολογία της επιθετικής εθνικοφροσύνης είναι που όξυνε μέχρι παροξυσμού τις σχέσεις των δύο χωρών (με τη βοήθεια πάντοτε του απέναντι εθνικισμού) και τροφοδότησε —και τροφοδοτεί τεχνητά ακόμα— έναν πρωτόγονο φόβο ότι θα μας καταπιούν «τα Σκόπια».
Ας έρθουμε, όμως, και στη θεωρία της εσωτερικής σύγκρουσης ή της κωλοτούμπας του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς και γιατί από τη θέση αρχής βρέθηκε, ως κυβέρνηση, να υποστηρίζει τη σύνθετη ονομασία; Για δύο λόγους που δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με την εύκολη ερμηνεία της κωλοτούμπας
Προωθητικός συμβιβασμόςΠρώτον, η άποψη αυτή δεν είναι πλειοψηφούσα ούτε στη Βουλή ούτε στην κοινωνία. Μια κυβέρνηση, λοιπόν, τι θα έπρεπε να κάνει μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση; Θα όφειλε άραγε, αν έβρισκε ευνοϊκές εξωτερικές συνθήκες, να βρει τρόπο να επιλύσει το πρόβλημα με συμβιβαστική λύση, ή να επιμένει στην πλήρη αποδοχή τής άποψής της, γνωρίζοντας ότι έτσι θα επικρατήσει η άποψη «αφήστε τα προβλήματα να σαπίζουν»;
Η λύση της συνθετικής ονομασίας, που να ικανοποιεί και την κυβέρνηση των Σκοπίων, ίσως είναι από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα προωθητικού συμβιβασμού. Προωθητικού όχι μόνο από τη στενή εθνική ή κομματική άποψη, αλλά και από την άποψη της ειρήνης και της συνεργασίας μεταξύ των χωρών της Βαλκανικής.
Όμως και από μια άλλη πιο σημαντική πολιτικά σκοπιά δεν υπάρχει σύγκριση με τις δεξιές κωλοτούμπες της ΝΔ. Η μετάβαση από τη θέση αρχής στη συμβιβαστική πρόταση γίνεται από την κυβέρνηση για τον ακριβώς αντίθετο λόγο για τον οποίο πραγματοποιείται η μετατόπιση της ΝΔ: ο συμβιβασμός γίνεται προκειμένου να βρεθεί κοινά αποδεκτή λύση, ενώ η δεξιά στροφή της ΝΔ πραγματοποιείται με, ομολογημένο, στόχο την απώθηση της λύσης στο άγνωστο και απροσδιόριστο πολιτικά και από την άποψη των συνθηκών, μέλλον. Δηλαδή με στόχο τη διαιώνιση της εμπλοκής.
Χ. Γεωργούλας