Εξαιρετικά δύσκολο θέμα αποδείχθηκε, τελικά, για μεγάλο μέρος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς το μακεδονικό. Επανέφερε στο προσκήνιο παλιές, καταχωνιασμένες για λόγους τακτικής, διαφορές με αποτέλεσμα σαφείς και δύσκολα καλυπτόμενους διχασμούς, που επίσης δύσκολα θα μπορέσουν να επουλωθούν το αμέσως επόμενο διάστημα.
Στη ΛΑΕ, ως φαίνεται, το πρόβλημα είναι πιο οξύ, με αποτέλεσμα το Αριστερό Ρεύμα να τοποθετηθεί ξεχωριστά από την ΔΕΑ. Θέτει με έμφαση το ζήτημα της ένταξης της γείτονος στο ΝΑΤΟ. Ως προς την διαπραγμάτευση, όμως, αυτή καθ’ εαυτή προτάσσει το αλυτρωτικό, την αλλαγή του Συντάγματος της FYROM, ενώ δεν παραλείπει να της ασκήσει κριτική για «αντιεπιστημονική οικειοποίηση της ιστορίας της αρχαίας Μακεδονίας». Για το όνομα αποφεύγει να μιλήσει, σημειώνει, όμως, κάπου ότι «καθόλου δεν υποτιμούμε την σημασία του». Η «αμοιβαία αποδεκτή λύση» που υποστηρίζει, μένει μετέωρη ως θέση ή υποκρύπτει το να μην συμπεριλαμβάνει τον όρο Μακεδονία, αφού σε άλλο σημείο εντοπίζει ζήτημα με «την ακεραιότητα, την ιστορία και τον πολιτισμό της Μακεδονίας». Στο έδαφος αυτό δεν ξαφνιάζει η «ευέλικτη» στάση του έναντι των συλλαλητηρίων…
Η ΔΕΑ, αντίθετα, όπως προκύπτει από την «Εργατική Αριστερά», υποστηρίζει την «αναγνώριση του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού και το σεβασμό στα δικαιώματα των μειονοτήτων». Κρατά καθαρή θέση εναντίον των συλλαλητηρίων, με βάση και την εμπειρία του 1992, που «αποτέλεσαν τη μήτρα για την μετέπειτα ανάπτυξη του ΛΑΟΣ και της Χρυσής Αυγής». Ωστόσο, δεν θεωρεί ότι η κυβέρνηση του Αλ. Τσίπρα πληρεί τις προϋποθέσεις να λύσει το πρόβλημα. Τέλος, κάνει κριτική σε όσους «επέλεξαν ευέλικτη στάση απέναντι στα εθνικιστικά συλλαλητήρια και χειρότερα όσοι/ες διέκριναν μέσα στις γραμμές τους μια κάποια απόρριψη της “προδοσίας” του Τσίπρα».
Το ΣΕΚ, μέσω της «Εργατικής Αλληλεγγύης» τοποθετείται αρνητικά για τα συλλαλητήρια. Δημοσιεύει απόφαση των εργαζόμενων στο Νοσοκομείο Αττικό, που καταγγέλλουν τα συλλαλητήρια και ζητούν από τους συναδέλφους τους να μη λάβουν μέρος. Παράλληλα, η Ανταρσύα τοποθετείται με απόλυτη σαφήνεια «ενάντια στα εθνικιστικά συλλαλητήρια» και επισημαίνει ότι «καμία σχέση δεν έχει η καλλιέργεια του εθνικισμού με οποιαδήποτε αγωνιστική ή αντιιμπεριαλιστική διάθεση». Καλεί δε το Σάββατο 3 Φεβρουαρίου, ώρα 6:00, στη συγκέντρωση στην πλατεία Ρηγίλλης. Δεν συναντήσαμε, όμως, τοποθέτηση για το μακεδονικό του ΝΑΡ, κάτι που το πιο πιθανό είναι επιλογή, για να «προφυλάξει» ίσως από εμφάνιση διαφωνιών μεταξύ ΝΑΡ-ΣΕΚ. Σαφή θέση έχει και το ΕΕΚ, που με ανακοίνωσή του σημειώνει ότι «κανένας λαός, δεν μπορεί να είναι ελεύθερος, εάν θέλει να υποδουλώσει ή να «ονοματοδοτήσει» άλλο λαό. Καλεί, επίσης, στη συγκέντρωση στη Ρηγίλλης.
Για το μακεδονικό τοποθετήθηκε και ο Αλέκος Αλαβάνος μιλώντας σε τηλεόραση της περιφέρειας. Υποστήριξε ότι «οι συνθήκες είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές σήμερα για λύση στο Σκοπιανό, αφού η κυβέρνηση εκεί είναι μετριοπαθής στο θέμα της ονομασίας». Πρόσθεσε, όμως, ότι «αν οι γείτονες μας δεχθούν να απορρίψουν τους αλυτρωτισμούς και τις προκλήσεις, δεν θα ενοχλούσε μια σύνθετη ονομασία με τον όρο Μακεδονία».
Εναντίον των συλλαλητηρίων τάχθηκε ο Γιάνης Βαρουφάκης από το Diem25. Υποστηρίζει, όπως αναφέρει, τον αυτοπροσδιορισμό και είναι εναντίον σε όλα τα είδη αλυτρωτισμού και επεκτατισμού. «Οι πολιτικές δυνάμεις που διοργανώνουν τα συλλαλητήρια για το “Μακεδονικό” ήταν εκείνες που σφύριζαν αδιάφορα, όταν η Ελλάδα έχανε την ανεξαρτησία της το 2010, έλεγαν τα “ναι σε όλα“ στο Κοινοβούλιο, βροντοφώναζαν “Βάστα Γερούν” το 2015».
Δυσάρεστη είναι η εικόνα που αναδύεται από το χώρο της πρώην ΚΟΕ, όπως τουλάχιστον αντανακλάται στο «Δρόμο της Αριστεράς». Σε ρεπορτάζ στο φύλλο της 27ης Ιανουαρίου έχει έξι σελίδες με άρθρα και αναλύσεις για το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, που αξιολογεί ότι «ταρακούνησε τα βαλτωμένα νερά» και ότι συνιστά «“σιωπηλό” αλλά ηχηρό παρών».
Πιο προχωρημένη ακόμη, η Ζωή Κωνσταντοπούλου κάνει την ευχή η πλατεία Συντάγματος να κατακλυστεί από κόσμο…