Του Στάθη ΚουτρουβίδηΜε αφορμή το αφιέρωμα για το Μακεδονικό την προηγούμενη Κυριακή (4/2), δεχτήκαμε από διάφορες πλευρές σχόλια ότι «αλλοιώσαμε» μέρος των γεγονότων των ετών 1992-1993. Νομίζω μια τέτοια εκτίμηση αποπνέει αυστηρότητα. Διότι μέσα από το αφιέρωμα δεν επιχειρήσαμε μια συνολική αποτίμηση ή καταγραφή της περιόδου και των γεγονότων -καθώς κάτι ανάλογο θα ήταν και δύσκολο, αλλά και πράγματι όπως παρουσιάστηκε το αφιέρωμα, δεν θα ήταν ισοβαρές. Ο σκοπός του αφιερώματος ήταν να εμπλουτίσει με επιχειρήματα από το παρελθόν και το σήμερα, μέσα από εμβληματικά, κατά τη γνώμη μας, κείμενα, τη συζήτηση, ώστε να δοθεί με άλλους, πολύ πιο ορθολογικούς όρους, η πολιτική μάχη που διεξάγεται σήμερα γύρω από το θέμα.
Μέσα, όμως, στη διαδικασία αυτής της έντονης πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας των πιο σκοτεινών και ανορθολογικών απόψεων γύρω από το μακεδονικό ζήτημα, των συλλαλητηρίων, του άκρατου και άκριτου εθνικισμού, της μισαλλοδοξίας την περίοδο 1992-1993, πράγματι δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε και να μην σταθούμε φωτίζοντας μια ιδιαίτερη πτυχή που αφορούσε την καταδίκη τεσσάρων μελών της Αντιπολεμικής Αντιεθνικιστικής Συσπείρωσης. Τα τέσσερα μέλη δικάστηκαν και καταδικάστηκαν, διότι μοίραζαν προκηρύξεις με «αντεθνικό», όπως θεωρήθηκε, περιεχόμενο. Ένα γεγονός που αναμφισβήτητα υπήρξε η θρυαλλίδα διαφόρων ευρύτερων πολιτικών εξελίξεων και ήταν η αιτία να αναπτυχθεί μια ουσιαστική κριτική στην κυρίαρχη εθνικιστική προπαγάνδα της περιόδου. Συγκεκριμένα, 4 μέλη της (οι Μ. Καλογεροπούλου, Β. Σωτηροπούλου, Χ. Τσαμουρά, και Σ. Μπουρνάζος,) το Σάββατο το μεσημέρι, 4-4-1992, μοίραζαν στην πλατεία Ομόνοιας προκηρύξεις με τίτλο: «Οι γειτονικοί λαοί δεν είναι εχθροί μας - Όχι στον εθνικισμό και τον πόλεμο», όταν τους πλησίασαν αστυνομικοί, με πρόσχημα της εξακρίβωσης των στοιχείων, τους οδήγησαν στο Δ΄ αστυνομικό τμήμα. Τους κράτησαν στην ασφάλεια, προκειμένου, όπως ισχυρίστηκαν, να μελετηθεί η προκήρυξη που μοίραζαν και στη συνέχεια οδηγήθηκαν σε δίκη. Η διαφορετική γνώμη και η διατύπωσή της ήταν αντεθνική πράξη.
Ένα κείμενο φίλιας και ειρήνηςΜε το κείμενο αυτό τα μέλη της Αντιπολεμικής Αντιεθνικιστικής Συσπείρωσης -που είχε ιδρυθεί τον Μάρτιο του ίδιου έτους- ασκούσαν έντονη κριτική στην έως τότε εξωτερική πολιτική της χώρας. Το κείμενο και τα γεγονότα που ακολούθησαν, συνετέλεσαν στη διαμόρφωση ενός ριζικά διαφορετικού κλίματος από αυτό που επικρατούσε έως τότε. Η δράση και λειτουργία της συγκεκριμένης κίνησης, όπως και το κείμενο που μοιραζόταν, ήταν μια προσπάθεια να αντιταχθεί στον άκρατο εθνικισμό της περιόδου, στο κλίμα εθνικοφροσύνης που έζωνε την κοινωνία από παντού και κάθε τι διαφορετικό γινόταν αυτόματα προδοτικό και μειωτικό των συμφερόντων της χώρας.
Το κείμενο ξεκινούσε: «Εμείς, που υπογράφουμε αυτό το κείμενο, έχουμε διαφορετική άποψη, ριζικά αντίθετη, απ’ αυτήν της κυβέρνησης και του επίσημου συναινετικού πολιτικού κόσμου για τα εθνικά θέματα, το ζήτημα της τέως Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας και τους κινδύνους που απειλούν το λαό της χώρας μας. Είμαστε σίγουροι ότι παίζεται στις πλάτες μας ένα βρώμικο παιχνίδι, που κι αν ακόμα δεν καταλήξει σε πόλεμο, θα έχει οδυνηρές συνέπειες στη ζωή όλων μας. Κυβέρνηση, πολιτικά επιτελεία, καλοπληρωμένοι δημοσιογράφοι, στρατηγοί και μητροπολίτες προσπαθούν να μας πείσουν ότι κινδυνεύουμε. Παρουσιάζουν μια εικόνα ασφυκτικής περικύκλωσης της Ελλάδας, που δημιουργεί ανασφάλεια και φόβο στους Έλληνες πολίτες. Εμείς λέμε ότι αυτό γίνεται σκόπιμα. Οι ηγεμόνες μας καλλιεργούν την εθνικιστική υστερία, την πατριδολαγνία και την προγονολατρία για να μας κάνουν να ξεχάσουμε την οικονομική εξαθλίωση, την ανεργία, τη συρρίκνωση του εισοδήματος και την υποβάθμιση της ποιότητάς ζωής μας, την καταπίεση των φαντάρων και τα θανατηφόρα δυστυχήματα στον στρατό, την υποταγή τους στα πολιτικο-στρατιωτικά σχέδια των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων». Και παρακάτω σημείωνε: «Πρέπει να σταματήσει η επιθετική και ρατσιστική πολιτική αντιμετώπιση του γειτονικού λαού, με το πρόσχημα της χρήσης του ονόματος Μακεδονία, που στο κάτω κάτω το χρησιμοποιεί εδώ και μισό αιώνα. Έχει δικαίωμα και αυτός ο λαός να αυτοκαθοριστεί εθνικά και να αποκτήσει τη στοιχειώδη κρατική υπόσταση που θα επιτρέψει την επιβίωσή του».
Η δίωξη και οι αντιδράσειςΟ εισαγγελέας μέσα σε αυτό το κλίμα με αφορμή το κείμενο, άσκησε ποινική δίωξη εναντίον των 4 με τις ακόλουθες κατηγορίες: διασπορά ψευδών ειδήσεων, πρόκληση των πολιτών σε διχόνοια και διατάραξη των εξωτερικών σχέσεων της χώρας. Αμέσως υπήρξαν οι πρώτες αντιδράσεις και ακολούθησαν έντονες διαμαρτυρίες από πολλές πλευρές. Η πιο σημαντική κοινωνική αντίδραση ήταν η κινητοποίηση στις 16/4, στην οποία συμμετείχαν πολλές οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Κατά τη διάρκεια της δίκης (4/5), η οποία διεξάγεται με πρωτοφανή μέτρα αστυνόμευσης, η εισαγγελέας της έδρας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών είχε ζητήσει τη φυλάκιση των μελών της συσπείρωσης με ποινή τεσσάρων ετών χωρίς αναστολή. Στην Ελευθεροτυπία 21/5/1992 και στην Εποχή τρεις μέρες αργότερα, 24/5/1992, ακολούθησε κείμενο με 169 υπογραφές διανοουμένων και ανθρώπων των γραμμάτων, της τέχνης, αλλά και πολιτικών που διαμαρτύρονταν για προσπάθεια φίμωσης οποιασδήποτε διαφορετικής φωνής. Ακολούθησε νέο κείμενο υπογραφών, αυτή τη φορά με 40 υπογραφές, σχετικά με τη δίκη και τις κατηγορίες για τους τέσσερις. Η διαδικασία της δίκης συγκέντρωσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ως μάρτυρες υπεράσπισης προσήλθαν τότε σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες και άνθρωποι του πνεύματος. Οι Σ. Κόρακας, Δ. Δεσύλλας, Γ. Παπανδρέου, Μ. Παπαγιαννάκης, Κ. Ιατροπούλου, οι πανεπιστημιακοί Γ. Λεονταρίτης, Α. Λιάκος, ο Ά. Ελεφάντης και η Θ. Φωτίου εκ μέρους του ΚΚΕ Εσωτ. –Α.Α., οι Φ. Κουβέλης, η Α. Παπαρήγα ήταν ανάμεσα σε πολλούς άλλους που παραβρέθηκαν στο δικαστήριο για να υπερασπιστούν το δικαίωμα των πολιτών στην διαφορετική άποψη.
Την Τετάρτη 6/5/1992, μάλιστα, προγραμματίστηκε και έγινε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο εκδήλωση που διοργάνωσε το περιοδικό Πολίτης με θέμα: «Η έκρηξη των εθνικισμών στα Βαλκάνια -πόσο έγκυρα, επιστημονική και ορθή πολιτικά είναι η ελληνική στάση». Οι ομιλητές στο πάνελ ήταν: Σπύρος Ασδραχάς, Φίλιππος Ηλιού, Αντώνης Λιάκος, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Άγγελος Ελεφάντης.
Ήταν η περίοδος η οποία παρά την αυταρχικότητα της κυβέρνησης και των οργάνων της, την ομοφωνία του πολιτικού κόσμου και των κυρίαρχων κύκλων, το σπάσιμο της σιωπής είχε ήδη συντελεστεί.
Το κείμενο όπως δημοσιεύτηκε τότε στην Εποχή:
«Κύριε Εισαγγελεύ
Όσοι συνυπογράφουμε την ακόλουθη προκήρυξη της «Αντιεθνικιστικής Αντιπολεμικής Συσπείρωσης«, πληροφορηθήκαμε ότι τέσσερις συμπολίτες μας έχουν καταδικαστεί από το Πλημμελειοδικείο Αθηνών σε σοβαρές ποινές, επειδή διένειμαν το εν λόγω κείμενο. Επειδή όμως θεωρούμε ότι με την καταδίκη πλήττονται θεμελιώδη κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα δικαιώματα που αφορούν την ελευθερία του λόγου και την ελευθερία των ιδεών. Και επειδή, ανεξάρτητα από τις επί μέρους αντιλήψεις του καθενός μας για τα θέματα που αναφέρονται στην προκήρυξη πιστεύουμε ότι είναι χρέος των πολιτών να υπερασπίζονται, με όσα θεωρούν πρόσφορα τις θεμελιώδεις ελευθερίες συνυπογράφουμε την καταδικασμένη προκήρυξη και σας καλούμε κε Εισαγγελέα, να λάβετε τα μέτρα που επιβάλλει η ισόνομη μεταχείριση των πολιτών.
Με τη δέουσα τιμή
Οι συνυπογράφοντες (...)»
Στη συνέχεια ακολουθούσε η προκήρυξη της Α.Α.Σ. που μοιραζόταν από τα τέσσερα μέλη της κίνησης και ακολουθούσαν οι 169 υπογραφές.