Της Αναστασίας Καρακασίδου*Στο μυθιστόρημα που έγραψε το 1932 ο Άλντους Χάξλεϊ, παρουσίασε τον «Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο», μια ουτοπική μελλοντική κοινωνία όπου οι άνθρωποι ζουν σε μια τέλεια κοινότητα και επιδίδονται ελεύθερα στο κυνήγι των απολαύσεων και της ευτυχίας, με τη βοήθεια της επιστήμης και της μαζικής παραγωγής. Η κοινωνία τους, όμως, είναι επίσης ολοκληρωτική, επιτυγχάνεται χάρη στα παιδιά του δοκιμαστικού σωλήνα, την ύπνωση και τα ευφορικά φάρμακα. Έχει καταλήξει σε ένα προδιαγεγραμμένο σύστημα καστών: οι ευφυείς προορίζονται για τις υψηλότερες κοινωνικές θέσεις, ενώ οι χειρωνακτικές εργασίες εκτελούνται από γενετικά προγραμματισμένα πλάσματα που ζουν σε καθεστώς οιωνεί δουλείας. Στον κόσμο των Άλφα, των Βήτα, των Γάμμα, των Δέλτα και των άτυχων Έψιλον, όλοι ανήκουν σε όλους, δέχονται πλύση εγκεφάλου από την πρώτη στιγμή της γέννησής τους και ζουν ευτυχισμένοι χάρη στα φάρμακα, που τους στερούν την ατομική ελευθερία και την αυτόνομη σκέψη. Από κάθε βιομηχανικά γονιμοποιημένο ωάριο παράγονται ενενήντα έξι πανομοιότυπα δίδυμα που μαθαίνουν να μισούν τα βιβλία και τη φύση χάρη στις τεχνικές του συμπεριφορισμού.
Στο βιβλίο κεντρικό ρόλο παίζει η φρικιαστική ιδέα της ευγονικής και το μήνυμά του εξακολουθεί να ισχύει στις ημέρες μας: η βιομηχανική επανάσταση άλλαξε ριζικά τον κόσμο και τους ανθρώπους, φέρνοντας ταυτόχρονα στο προσκήνιο τον φόβο ότι η ασταμάτητη, ταχεία και αυτοματοποιημένη μαζική παραγωγή οδηγεί σε μια ολοένα και πιο ασφυκτικά ελεγχόμενη κοινωνία, στην απώλεια της ατομικότητας και εντέλει της προσωπικής ταυτότητας. Τα θέματά του είναι η κυβερνητική πλύση εγκεφάλου, η γενετική μηχανική, η τεχνητή αναπαραγωγή, η αυτοματοποίηση της παραγωγής, ο καταναλωτισμός και η απώλεια της ατομικότητας. Σε αυτή τη φουτουριστική ουτοπία δεν χωρούν όσοι αντιστέκονται, και η εξορία σε απομονωμένα νησιά είναι η απάντηση για τους ανυπότακτους που αγκιστρώνονται στην ελεύθερη έκφραση της προσωπικότητάς τους. Το βιβλίο προκάλεσε πολλές διχογνωμίες χάρη στη θεματική του, όμως ταυτόχρονα θεωρήθηκε κλασικό, και αγγίζει ιδιαίτερα εμάς, στον σημερινό κόσμο, όπου η τεχνολογία κυβερνά τις ζωές μας. Εξάλλου, ο «Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος» θέτει το ερώτημα μέχρι πού μπορεί να φτάσει η επιστήμη χωρίς να γίνει βαθιά ανήθικη. Θα θέλαμε πραγματικά να ζούμε σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η ευγονική και όπου παρά την επιφανειακή ισότητα, στο βάθος κοχλάζει η ανισότητα, η αδικία και η τυποποίηση; Το μυθιστόρημα παρουσιάζει την αντιφατική ιδέα ενός ουτοπικού κόσμου, που είναι ταυτόχρονα μια τέλεια και απαράδεκτη δυστοπία.
Τι κοινό έχει το βιβλίο με το Μακεδονικό;Όμως, τι το κοινό έχει ο «Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος» με τη διένεξη για το Μακεδονικό; Πρώτο κοινό τους στοιχείο είναι η πραγματικότητα της τεχνητής και μαζικής αναπαραγωγής: θυμίζοντας έντονα τα ενενήντα έξι δίδυμα που γεννιούνται από ένα και μοναδικό γονιμοποιημένο ωάριο, τόσο οι έλληνες όσο και οι μακεδόνες εθνικιστές εξακολουθούν να αυτοαναπαράγονται σε εντυπωσιακά πλήθη. Δεύτερον, η κοινωνική πλύση εγκεφάλου αποδείχθηκε πιο αποτελεσματική από την παιδεία και τις διδαχές της κριτικής σκέψης. Πριν από είκοσι πέντε χρόνια φανταστήκαμε ότι με την έρευνα, την εκπαίδευση και την επισταμένη αναψηλάφηση της ιστορίας οι νέες γενιές θα κατάφερναν να αποκαθηλώσουν τις μυθολογίες και των δύο ιδεολογιών για το εθνικό ανήκειν. Στον «Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο», τα άτομα χάνουν την ικανότητα του προσωπικού στοχασμού, με την κυβερνητική πλύση εγκεφάλου και τις συμπεριφοριστικές τεχνικές, όπως και οι μακεδόνες και οι έλληνες εθνικιστές που μαθαίνουν να τρέφουν αμοιβαία απαρέσκεια ή μίσος επιδιώκοντας την εθνική απόλαυση και ευτυχία.
Η τρίτη ομοιότητα ανάμεσα στην επιστημονική και την εθνικιστική ουτοπία: η εθνικιστική ύπαρξη έχει στον πυρήνα της μια φανταστική ευτυχία και απόλαυση, που επιτυγχάνεται κυρίως με τις τελετές της κοινότητας και τις εκδηλώσεις που επιστρατεύουν στη σκηνή σύμβολα, χρώματα, προγόνους και σοφούς γέροντες. Όλα αυτά καταναλώνονται ως αντικείμενα κατά την επιδίωξη της κοινής εθνικής ευτυχίας: η αυτόματη κατανάλωσή τους σβήνει από τον ορίζοντα την απώλεια της ατομικότητας. Τέταρτη ομοιότητα των κατοίκων του Θαυμαστού Καινούριου Κόσμου με τους κατοίκους και του ελληνικού και του μακεδονικού εθνικιστικού χώρου: άνθρωποι με διαφορετικό ιδεολογικό υπόβαθρο, αριστεροί και δεξιοί, Άλφα και Έψιλον, βρίσκουν ένα κοινό έδαφος για να υμνήσουν πανηγυρικά μια φανταστική εθνική μοναδικότητα. Τελικά, προκύπτει μια ολοκληρωτική κοινωνία, ένα κοινωνικό σύστημα που θυμίζει τις διακρίσεις κάστας, χωρίς να εξεγείρεται κανείς. Η πέμπτη ομοιότητα των δύο ουτοπικών κόσμων είναι ότι κανείς δεν αναγνωρίζει τον ολοκληρωτισμό τους, που τιμωρεί και περιθωριοποιεί όσους τολμούν να τον αμφισβητήσουν. Στις φωτεινές εξαιρέσεις της ανυποταξίας επιφυλάσσεται αποκλειστικά το στίγμα του προδότη και η εξορία.
Ως ποιο σημείο μπορεί να φτάσει η ιστορία;Ο «Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος» μάς παρακινεί να αναρωτηθούμε ως ποιο σημείο μπορούμε να αφήσουμε την επιστήμη και την τεχνολογία να δημιουργήσει έναν βαθιά ανήθικο κόσμο. Η μακεδονική διένεξη μας παρακινεί να αναρωτηθούμε ως ποιο σημείο μπορεί να φτάσει η ιστορία χωρίς να γίνει ανήθικη. Παρακολουθήσαμε και τις δύο πλευρές να κατασκευάζουν καθεστώτα ιστορικής αλήθειας που καθοδηγούν τα πλήθη στο κυνήγι της εθνικής ευτυχίας. Κι όμως, ορισμένες από αυτές τις ιστορικές «αλήθειες» προκαλούν τρανταχτά γέλια: σε καμία περίπτωση δεν ήταν Σλάβος ο Μέγας Αλέξανδρος, ούτε η Μακεδονία ήταν ελληνική ανά τους αιώνες. Η εθνική ιστορία δεν είναι νηφάλια και οι εθνικιστές θυμίζουν τους κατοίκους του «Θαυμαστού Καινούριου Κόσμου» και την εξάρτησή τους από τους τεχνητούς παραδείσους των φαρμακευτικών ουσιών. Οι εθνικιστικές ουτοπίες βασίζονται στη συγκινησιακή φόρτιση και όχι στη νηφάλια ιστοριογραφία. Το παρελθόν γίνεται αντικείμενο προς κατανάλωση και όχι προς κριτική αποτίμηση. Ο γείτονας είναι ο εχθρός που ιδιοποιείται την ονομασία και υπονομεύει το πασιφανές πεπρωμένο του έθνους. «Το όνομά μας είναι η ψυχή μας» διατρανώνουν και οι δύο πλευρές, καθώς αλληλοκατηγορούνται για την πλαστή και αυθαίρετη ονοματοδοσία.
Η διένεξη για το Μακεδονικό αφορά την ιστορία μόνο κατ’ επίφαση. Στην πραγματικότητα αφορά τον έλεγχο και την εξουσία επί του παρελθόντος. Το παρόν είναι πολύ οδυνηρό για να το κοιτάξουμε κατάματα, και μπορούμε να το αντέξουμε μόνο χάρη σε όσα υπόσχεται η ευδαιμονία του παρελθόντος. Οι ολοκληρωτικές εθνικιστικές κοινωνίες είναι εξίσου τρομακτικές με τον «Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο» της γενετικής μηχανικής, όπου όλοι οι άνθρωποι φαντάζουν ίσοι, ενώ ζουν κάτω από συνθήκες συγκαλυμμένης εγγενούς ανισότητας. Ο εθνικιστές, παράγωγα της γενετικής μηχανικής, αφήνονται να χάσουν την ατομικότητα και τη συνείδησή τους. Τεχνητά αναπαραγόμενοι, αγκιστρώνονται στις αυταπάτες τους. Δεν έχει σημασία αν είναι Άλφα ή Έψιλον, είναι όλοι ευτυχισμένοι: η εθνικιστική ουτοπία εξαφανίζει τη δυστυχία της καθημερινότητάς τους.
Αδιέξοδη αντιπαράθεσηΑν εξαιρεθούν μερικές φωτεινές περιπτώσεις στον ακαδημαϊκό και τον πολιτικό χώρο, τόσο οι έλληνες όσο και οι μακεδόνες εθνικιστές συνεχίζουν την αδιέξοδη αντιπαράθεση. Οι κινήσεις τους είναι πια προβλέψιμες και επώδυνες, καθώς οι δύο πλευρές αρνούνται να αναγνωρίσουν ότι οι εθνικιστικές ουτοπίες στην πραγματικότητα δεν είναι παρά δυστοπίες: φανταστικοί τόποι, που συντρίβουν ανελέητα τις ατομικές ελευθερίες και την κριτική σκέψη. Τα ελεύθερα πνεύματα καταδικάζονται με συνοπτικές διαδικασίες, εξορίζονται και περιθωριοποιούνται στα απομονωμένα νησιά της νηφάλιας ακαδημαϊκής γνώσης. Χωρίς να δεσμεύονται από τις αλυσίδες του εθνικισμού, αρνούνται να συμμετάσχουν στην αυτόματη και τεχνητή αναπαραγωγή της αλήθειας του. Βαδίζουν σε ασύχναστα μονοπάτια, αλλά μόνον έτσι είναι σε θέση να προτείνουν μια εναλλακτική σπίθα φωτός που μπορεί να σώσει τον τεχνητό κόσμο του εθνικισμού από το σκοτάδι του. Χρειάζεται επειγόντως να βαδίσουμε στο πλευρό τους και να τους ενθαρρύνουμε να μην υποχωρήσουν στον συγκινησιακά φορτισμένο, τεχνητά αναπαραγόμενο κόσμο του εθνικισμού, που θα συνεχίσει να καταστρέφει ζωές και ατομικές ελευθερίες αν μείνει ανεξέλεγκτος.
Μετάφραση από τα αγγλικά: Πελαγια Μαρκέτου *Η Αναστασία Καρακασίδου είναι καθηγήτρια Ανθρωπολογίας στο Wellesley College.