Layout 1

Της Μαρίκας Ρόμπου-Λεβίδη*

Είναι φθινόπωρο του 2016. Κάπου πέντε έξι μήνες νωρίτερα, τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» το βιβλίο «Επιτηρούμενες ζωές: Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία»,·μια ανθρωπολογική μελέτη βασισμένη σε έρευνα που εκπόνησα στο διάστημα 2000-2008, με αντικείμενο το κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα του μετασχηματισμού των σλαβόφωνων «ντόπιων» της Ανατολικής Μακεδονίας σε «εθνικά υποκείμενα», κατά ένα μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα και κατά τα πρώτα χρόνια του 21ου. Πρόκειται, βέβαια, για έλληνες πολίτες που κατοικούν στην περιοχή της Δράμας και των Σερρών και που, σε μεγάλο ποσοστό, είχαν μέχρι πρόσφατα ως μητρική γλώσσα όχι την ελληνική, αλλά μια εκδοχή σλαβικής. Οι ίδιοι την αποκαλούν «ντόπια», «δικά μας» ή «βουλγάρικα».
Ήδη από την αυγή του 20ού αιώνα, η γλωσσική και ευρύτερα εθνοπολιτισμική διαφορά αυτών των «ντόπιων» οδήγησε στην υιοθέτηση «από τα πάνω» αλλεπάλληλων —σκληρότερων ή ηπιότερων— πολιτικών εθνοκάθαρσης με ζητούμενο πάντα την οικοδόμηση μιας εθνικής ομοιογένειας. Το 1936, επί δικτατορίας Μεταξά, οι πολιτικές αυτές θεσμοθετήθηκαν με την επιβολή ενός ιδιαίτερου καθεστώτος επιτήρησης κατά μήκος των βορείων συνόρων της χώρας, της περίφημης «Επιτηρούμενης Ζώνης». Μιας ζώνης μήκους 1200χλμ., που απλωνόταν από τη Θράκη μέχρι την Κέρκυρα, περιελάμβανε πάνω από 420 αγροτικούς και αστικούς οικισμούς, ορίστηκε με αναγκαστικό νόμο για λόγους «άμυνας» και διατηρήθηκε συστηματικά από όλες τις επόμενες κυβερνήσεις μέχρι τη Μεταπολίτευση. Δηλαδή, ενός σκληρού ελεγκτικού μέτρου, που ίσχυσε επί σαράντα συναπτά έτη στο πλαίσιο δικτατορικών, αλλά και δημοκρατικών κυβερνήσεων. Ο έλεγχος της ζώνης ανατέθηκε από την αρχή στο στρατό. Προφανώς, αυτή η ανάθεση ελεγκτικής αρμοδιότητας στη στρατιωτική εξουσία ενίσχυσε τη διαπλοκή της τελευταίας με την εκτελεστική και, κατά συνέπεια, συνέβαλε στην αποδυνάμωση της ήδη «καχεκτικής» δημοκρατίας μας1.Η ζώνη, λοιπόν, δεν ήταν παρά ένα αδίστακτο μέτρο παραγωγής διαφοράς, απομόνωσης και ελέγχου πληθυσμών. Ένας γεωγραφικός και συμβολικός χώρος εντός ελληνικής επικράτειας, όπου, σύμφωνα με την «από τα πάνω» αντίληψη, κατοικούσαν δυνητικοί «εχθροί», που έπρεπε με κάθε τρόπο να μετασχηματισθούν σε «Έλληνες Μακεδόνες». Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με μια ακόμα οδυνηρή έκφραση του μακροχρόνιου και σύνθετου «Μακεδονικού ζητήματος». Πώς όμως όλο αυτό συνδέεται με τη σημερινή πολιτική επικαιρότητα και γιατί ενδιαφέρει τώρα;

Εκστρατεία εθνικιστικής αποκατάστασης

Είναι προφανές ότι η έρευνα, ως εθνογραφική, θεμελιώθηκε στη συμμετοχική παρατήρηση, την καταγραφή πολιτισμικών δρωμένων και πρακτικών, τις συζητήσεις και συνεντεύξεις με κατοίκους της περιοχής, τις συναντήσεις με πολιτιστικούς συλλόγους, μουσικούς κ.ά. Τόσο η ασυνήθιστα μακριά διάρκειά της όσο και ο μεθοδολογικά πολυσθενής της χαρακτήρας προϋπέθεταν —και ταυτόχρονα συνεπάγονταν— την οικοδόμηση μιας στενής και στέρεας σχέσης ανάμεσα στην ερευνήτρια και τους ανθρώπους του πεδίου, τους κατοίκους που κατοικούν στις εικοσιπέντε κοινότητες που μελετήθηκαν, συναίνεσαν στη διεξαγωγή της μελέτης και λειτούργησαν ως πληροφορητές.
Αρχικά, λοιπόν, και αναμενόμενα, η έκδοση των «Επιτηρούμενων ζωών» δεν προκάλεσε αρνητικές αντιδράσεις στην τοπική κοινωνία, που, φυσικά, ενημερώθηκε άμεσα για τη δημοσίευση του βιβλίου. Αντίθετα,·χαροποίησε πολλούς πληροφορητές, επειδή κάποιες «κρυφές μεταγραφές» ήρθαν επί τέλους στο φως. Ωστόσο, στο διάστημα των πέντε-έξι μηνών που μεσολάβησαν από τον Μάιο μέχρι το φθινόπωρο του 2016, επίσης αναμενόμενα, το βιβλίο έφτασε σε χέρια ατόμων και φορέων που, με προκάλυμμα την παράδοση και τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, διαχειρίζονται σήμερα την ατομική και συλλογική υποκειμενικότητα των «ντόπιων»–σλαβόφωνων και ελληνόφωνων–με όρους καθαρά εθνικιστικούς. Ένας κυρίαρχος τέτοιος φορέας είναι η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Μακεδόνων, που έχει κάτω από την ομπρέλα της πολλούς τοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους. Ο πρόεδρός της, Γεώργιος Τάτσιος, κάτοικος της εν λόγω περιοχής και στρατιωτικός φαρμακοποιός, είδαμε πρόσφατα να συμμετέχει στα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης (21.1.2018) και της Αθήνας (4.2.2018) ως βασικό μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής και να στέκει στο βήμα σε ιδιαίτερα προβεβλημένη θέση, ακριβώς πίσω από τον ομιλούντα Μίκη Θεοδωράκη, διεκδικώντας ξεκάθαρα μια συγκεκριμένου περιεχομένου δημοσιότητα.
Αυτός ο πρόεδρος λοιπόν, ένα χρόνο νωρίτερα είχε αναλάβει δυναμικό ρόλο κατά του βιβλίου, συκοφαντώντας το συστηματικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και, κυρίως, διοργανώνοντας αλλεπάλληλες ημερίδες από την Προσωτσάνη της Δράμας μέχρι τη Βέροια και τη Σκύδρα, καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα 2016-2017, με σκοπό να καταρρίψει τα επιχειρήματα της «δήθεν» ερευνήτριας και να αποκαταστήσει την αμφισβητούμενη και επαπειλούμενη «ελληνικότητα» της Μακεδονίας. Μέχρι και ειδική «έδρα Μακεδονικής Παράδοσης και Ιστορίας» επιχείρησε να στήσει στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, με τη στήριξη ηγετικών πολιτικών και εκπαιδευτικών παραγόντων (από τον χώρο των ΑΝΕΛ την Υφυπουργό Εσωτερικών Μακεδονίας-Θράκης, Μαρία Κόλλια-Τσαρουχά και από τον χώρο του ΠΑΜΑΚ τον Πρύτανη Αχιλλέα Ζαπράνη), η οποία θα είχε στόχο, επιτέλους (!),την «ανάδειξη της “γνήσιας” Μακεδονικής Παράδοσης κι όχι αυτής που πλασάρουν επιτήδειοι και μη...» (από σελίδα της ΠΟΠΣΜ στο facebook, 7.12.2016). Ευτυχώς, το σχετικό σύμφωνο συνεργασίας, που σε πρώτη φάση υπεγράφη τον Ιούνιο του 2016 από τους παραπάνω φορείς, δεν προχώρησε και το συγκεκριμένο σχέδιο ναυάγησε —τουλάχιστον προς το παρόν.
Όμως, αυτού του είδους οι πρωτοβουλίες και οι φορείς έχουν έρεισμα στην τοπική κοινωνία και στις υφιστάμενες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Ή, για να το θέσω αλλιώς, έχουν τρόπο να διεισδύουν στη σύγχρονη καθημερινότητα των ανθρώπων και να διαμορφώνουν συνειδήσεις. Έτσι, έφτασα να δεχτώ ως σχόλιο στο βιβλίο από κάποιον τοπικό παράγοντα ότι «εμείς εδώ δεν είχαμε ποτέ επιτηρούμενες ζωές»! Πλήρης αμφισβήτηση των συμπερασμάτων της εθνογραφικής έρευνας. Πώς είναι δυνατόν; Τα υπολείμματα από τις περίφημες «μπάρες της ντροπής» είναι ακόμα παρόντα στο μακεδονικό τοπίο, από τον Γράμμο μέχρι τη Ροδόπη. Οι άνθρωποι κάποιας ηλικίας θυμούνται. Και όλοι οι άμεσα εμπλεκόμενοι γνωρίζουν. Οι μαρτυρίες τους είναι καταγεγραμμένες. Οι γλωσσικές και εξωγλωσσικές πρακτικές —τα τραγούδια που σήμερα επιτελούνται μεταφρασμένα από τη ντόπια γλώσσα στην ελληνική, οι ορφανοί από στίχο οργανικοί σκοποί, τα υπό εξαφάνιση εθνοτικά μαρκαρισμένα μουσικά όργανα, τα ασυγχρόνιστα βήματα κάποιων χορών—, προδίδουν μια αδιαμφισβήτητη εδαφοποίηση του μακεδονικού ζητήματος που εγγράφεται παράδοξα και σπάνια πάνω στο ανθρώπινο σώμα. Σίγουρα γνωρίζουμε μέσα από τι είδους διαδικασίες μπορεί να φτάσει κανείς σε μια τέτοια δήλωση. Είναι διαδικασίες που συνδέονται άμεσα με τις προαναφερθείσες σκληρές πολιτικές εξάλειψης της διαφοράς στη Μακεδονία. Ωστόσο, ας αναλογιστούμε λίγο τη βαρύτητα που αποκτά αυτή η δήλωση μέσα στο πλαίσιο της σημερινής διαπραγμάτευσης. Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι μας λέει το συγκεκριμένο σχόλιο για τη συσπείρωση κάποιου πλήθους —και όχι μόνο συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων και φορέων— κάτω από το σύνθημα της μονοσήμαντης «ελληνικότητας» της Μακεδονίας.

Ένα ενεργό, κρυφό τραύμα

Πάνω απ’ όλα, παραπέμπει στην επίμονη, οδυνηρή, μακροχρόνια και συστηματική οικοδόμηση ενός πολιτικού υπερεγώ, που δεν επιτρέπει κανένα άνοιγμα και καμία ελαστικότητα προς καμία ετερότητα που βρίσκεται εντός επικράτειας. Ακόμα, υπενθυμίζει ότι η ανοχή της αμφισβήτησης των σκληρών ορίων της έννοιας «Μακεδονία» είναι μηδενική. Η ζητούμενη «καθαρότητα» της φυλής και του έθνους κατοχυρώθηκε με θυσίες, πολέμους, διωγμούς, ανταλλαγές πληθυσμών, μετασχηματισμούς και επιπολιτισμούς. Τώρα λοιπόν θα επιτρέψουμε να υπάρχουν Μακεδόνες και Μακεδονία πέραν των ελληνικών συνόρων; Πρόκειται για μια διπλή αυτόλογοκρισία —τότε και τώρα—, που, τουλάχιστον στο επίπεδο του πληθυσμού της Μακεδονίας, κρύβει ένα συγκαλυμμένο, ωστόσο ενεργό τραύμα για το οποίο το κράτος και η κοινωνία των πολιτών, διαχρονικά και ιστορικά, φέρει μεγάλη ευθύνη. Πρόκειται ακόμα για μια, τολμώ να πω, σχιζοφρενική αποκοπή από το παρελθόν, που ενώ πρωταρχικά προέκυψε «από τα πάνω», στη συνέχεια επινοήθηκε και καλλιεργήθηκε σιωπηρά, αλλά συστηματικά, και από τα ίδια τα υποκείμενα της ιστορίας. Δηλαδή, για μια λεπτή και πολυσύνθετη αποκοπή, που όπως διεξοδικά αναλύω στις «Επιτηρούμενες ζωές», στην Ανατολική Μακεδονία, που έζησε τρεις βουλγαρικές κατοχές και βίωσε τον Εμφύλιο πολύ διαφορετικά από τη Δυτική, ήταν συγχρόνως επιβεβλημένη και εμπρόθετη. Αυτή η πρόθεση για μετασχηματισμό, λοιπόν, έχει μεγάλη σημασία σήμερα όχι μόνο για την κατανόηση της συγκεκριμένης κοινωνίας αλλά και ευρύτερα. Αφορά την αυτόαπαγόρευση της μνήμης, την αποταύτιση από παλιότερες ανθρώπινες συλλογικότητες, την απάρνηση της ιδιαιτερότητας. Είναι, εν τέλει, μια πολύπλοκη στρατηγική ένταξης σε ένα κράτος, που έχει κατ’ επανάληψη «αποκλείσει» τη διαφορά, επιμένοντας συστηματικά και επώδυνα στην ομοιογένεια. Μια πολιτική αμφίδρομη, συγχρόνως επίσημη και ανεπίσημη, που εδώ και πολλές δεκαετίες έχει θέσει σαν στόχο την εδραίωση και τη διατράνωση της μονοσήμαντης, ηγεμονικής, εθνικής υπόστασης. Ξενίζει λοιπόν πολύ μια πολιτική θέση που κάνει μια τομή και αφήνει χώρο για αλλαγή. Όλος αυτός ο κόσμος που έχει μάθει να υποστηρίζει και να διεκδικεί την ταυτότητά του με όρους αποκλειστικότητας, αντίθεσης και ετεροπροσδιορισμού χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Και το παραξένισμα εύλογα αγκιστρώνεται στο εθνικιστικό παραλήρημα.

* Κοινωνική ανθρωπολόγος.


Σημειώσεις:

1. Νικολακόπουλος, Η. 2006 [2000]. Η Καχεκτική Δημοκρατία: κόμματα και εκλογές 1946-1967, Πατάκης, Αθήνα.
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet