Του Σπύρου Καράβα*Ενα τέταρτο αιώνα μετά τα αλήστου μνήμης εθνικιστικά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, βρισκόμαστε πάλι επί τα αυτά. Συλλαλητήριο τις προάλλες στη συμπρωτεύουσα, συλλαλητήριο μετά στην πρωτεύουσα, που φοβάται μήπως υστερήσει σε «πατριωτικό» ζήλο. Το ζητούμενο πάντα το ίδιο: η άρνηση στη γειτονική χώρα να φέρει στην επωνυμία της τον όρο ταμπού των Νεοελλήνων: Μακεδονία.
Η πολιτική και διπλωματική ήττα που υπέστη η αδιάλλακτη στάση της «μίας» και αποκλειστικά ελληνικής Μακεδονίας δεν καταγράφηκε. Δεν συνειδητοποιήθηκε από την ελληνική κοινωνία ότι αυτή η φαινομενικά ελληνοπρεπής στάση, όχι μόνο δεν απέβη επωφελής για τη χώρα, αλλά τουναντίον την εξέθεσε στους συνομιλητές της, διόγκωσε τον εθνικισμό στο γειτονικό κράτος, όπως και στο ημέτερο, ανάγκασε την Ελλάδα να πάει σε συμβιβασμό το 1995, με την ενδιάμεση συμφωνία, που όμως δεν την εννοούσε, για να οδηγηθούμε στο βέτο του Βουκουρεστίου το 2008 -δηλαδή σε κατάφωρη παραβίαση της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995-, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την καταδίκη της Ελλάδας από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, χωρίς βέβαια να ιδρώσει ελληνικό αυτί. Του εθνικιστή Γκρούεφσκι βοηθούντος, προτιμήθηκαν οι καλένδες, καθώς η επίλυση του ζητήματος ενείχε τον κίνδυνο εκλογικών απωλειών και μόνο. Γιατί η όποια επίλυση του ονοματολογικού δεν μπορούσε να μην περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία ή τα παράγωγά του. (…)
Που οδήγησε ο στρουθοκαμηλισμόςΤο εντυπωσιακό είναι ότι δεν έγινε κοινή συνείδηση στην ελληνική κοινωνία πως το μόνο που κατορθώθηκε με τη συγκεκριμένη τακτική του στρουθοκαμηλισμού όλα αυτά τα χρόνια ήταν η σταδιακή αναγνώριση του γειτονικού κράτους από τα υπόλοιπα κράτη με το συνταγματικό του όνομα: Δημοκρατία της Μακεδονίας. (…)
Αποτέλεσμα ήταν πάντως να καταγραφεί de facto το όμορο κράτος ως «Μακεδονία» στη συνείδηση, όχι μόνο των ξένων ελίτ, αλλά και όλων των λαών που δεν αποτελούν τμήμα του «ανάδελφου» έθνους μας.
Και είναι όντως τραγελαφικό να συζητούμε σήμερα για το αν είναι «εθνικά» πρέπον να δεχτούμε σύνθετη ονομασία με τον όρο Μακεδονία για το όμορο κράτος, τη στιγμή που εδώ και 23 χρόνια, με την υπογραφή του, το ελληνικό κράτος έχει συμφωνήσει και αποδεχτεί τη σύνθετη, αν και προσωρινή, ονομασία «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Μιλάμε δηλαδή για το απόλυτο θέατρο του παραλόγου. Βέβαια σπανίως οι πολιτικοί, απευθυνόμενοι όλα αυτά τα χρόνια στον ελληνικό λαό, έκαναν χρήση της σύνθετης αυτής ονομασίας σε όλο της το ανάπτυγμα και ακόμα σπανιότερα οι δημοσιογραφούντες. Αντίθετα, ως αυτόκλητοι νονοί, ονομάσαμε το κράτος αυτό «Σκόπια», τους κατοίκους του με τον απαξιωτικό όρο «Σκοπιανοί» και το όλο ζήτημα «Σκοπιανό». Με αυτό τον αυθαίρετο τρόπο, κλείσαμε το θέμα και συνεννοούμαστε μεταξύ μας σε απόλυτη σύμπνοια. Μάλιστα, η πεποίθησή μας για την ορθότητα της επιλογής μας είναι τέτοια, που δεν προβλέπεται να αλλάξει η συγκεκριμένη ορολογία, όποια και αν είναι η κατάληξη της διαπραγμάτευσης που έχει επανεκκινήσει.
Ο κύβος ερρίφθη γιατί απλούστατα «το όνομά μας είναι η ψυχή μας», αδιαφορώντας πλήρως κατά πόσον μπορεί να είναι και των άλλων η ψυχή. Σε τελευταία ανάλυση, εκείνο που μάθαμε στο σχολείο είναι ότι το εθνωνύμιό μας είναι «Έλληνες», ενώ οι «Σκοπιανοί» έμαθαν ότι το δικό τους είναι «Μακεδόνες». Και αυτό επισήμως από το 1944, δηλαδή οι γεννηθέντες από το 1937 και δώθε, που ταυτίζονται σήμερα με όλο τον πληθυσμό έως 80 χρόνων.
Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι η μακεδονική εθνότητα κατασκευάστηκε από τον Τίτο, όπως διακηρύσσει η ελληνική μεταπολεμική προπαγάνδα. Η διαδικασία εθνογένεσης των Μακεδόνων χρονολογείται από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Κάτι που μαρτυρούν ακόμη και τα ελληνικά τεκμήρια της εποχής, τα οποία όμως μετά βδελυγμίας αποστρεφόμαστε. (…) Όσο για τη θεμελιώδη αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών και το δικαίωμα κάθε λαού στον αυτοπροσδιορισμό του, είναι καλύτερα στον τόπο που επαίρεται ότι σε αυτόν γεννήθηκε η δημοκρατία, να μη γίνεται λόγος, γιατί όλα αυτά εκλαμβάνονται ως εθνική μειοδοσία. Έτσι η ελληνική κοινωνία και ο πολιτικός της κόσμος κατά πλειοψηφία συνεχίζει να αρνείται το όνομα του «άλλου» στο όνομα των μύθων της.
Η ανασφάλεια της ελληνικής ταυτότηταςΈχω υποστηρίξει και στο παρελθόν ότι η προκείμενη ελληνική «ευαισθησία» για το Μακεδονικό, αλλά και για άλλα παρεμφερή ζητήματα, υποδηλώνει, ανάμεσα σε άλλα, μια μόνιμη αίσθηση εθνικής ταπείνωσης -που δεν μπορεί παρά να εξηγηθεί ιστορικά- και η οποία με τη σειρά της παραπέμπει σε μια τεράστια ανασφάλεια ως προς την ταυτότητά μας. Μια ανασφάλεια που οδήγησε τους ιθύνοντες και εθναποστόλους του ελληνικού κράτους να κατασκευάσουν ένα επιχείρημα-παρωδία για να διεκδικήσουν τη Μακεδονία πριν το 1912, και μια ιστορία-οφθαλμαπάτη στη συνέχεια για να πείσουν, κυρίως τους υπηκόους του, για την «ανέκαθεν» ελληνικότητά της. Τους καρπούς αυτής της σποράς εισπράττουμε σήμερα.
Για το λόγο αυτό μέχρι τις μέρες μας η κυρίαρχη άποψη των συμπατριωτών μας, ειδικά για το μακεδονικό ζήτημα, παραμένει ανορθολογική, εθνοκεντρική και ανιστόρητη. Με γνώμονα την απόκρυψη, τη διαστρέβλωση, την άγνοια και σε τελική ανάλυση την ιδεολογική χρήση της ιστορίας, συγκροτήθηκε η ελληνική ιστοριογραφία για το Μακεδονικό εδώ και ενάμιση αιώνα, υπό την αιγίδα των πολιτικών ηγεσιών και των οργανικών διανοουμένων της χώρας. Μόλις την τελευταία εικοσαετία διατυπώθηκε αντίλογος στην εν λόγω «ορθή εθνικά» άποψη για το Μακεδονικό. Είναι, όμως, βέβαιο ότι αυτή η αντιρρητική ιστοριογραφία, μικρή σε όγκο, μπροστά στον κατακλυσμό σκουπιδιών, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν συγκίνησε παρά ένα ελάχιστο τμήμα της κοινωνίας. (…)
Έτσι άλλωστε γίνεται πάντα: οι πιο εμπεδωμένες βεβαιότητες είναι προϊόντα μυθευμάτων, που όταν αφορούν δημόσια θέματα, εκθέτουν ολόκληρη τη χώρα. Γιατί η χώρα εκτέθηκε και συνεχίζει να εκτίθεται με τα συλλαλητήρια, τις λαοσυνάξεις, τις απειλές, τις κραυγές και τους λεονταρισμούς, απέναντι σε όλους όσοι υποτίθεται ότι επιβουλεύονται τα ιερά και τα όσια της «ελληνικής φυλής». (…)
Αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι οι Νεοέλληνες διατηρούν κάκιστη σχέση με την ιστορία. Τη δική τους ιστορία. Όπως επεσήμανε ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος, «δεν υπάρχει άλλος λαός σε όλο τον κόσμο που να μιλάει τόσο πολύ για το παρελθόν του και ταυτόχρονα να αντιτίθεται σε κάθε προσπάθεια να διαβαστεί εκείνο ορθολογικά και κυρίως κριτικά». Και η αιτία δεν είναι άλλη από τη διαχρονική ανασφάλεια ως προς την ταυτότητά του. Και λέω διαχρονική, επειδή το σύνδρομο του απειλούμενου έθνους, του αδικημένου και προδομένου, του αενάως βαλλόμενου από φανταστικούς εχθρούς έχει μακρά ιστορία. Όπως μακρά ιστορία στη χώρα μας έχει και η διαπλοκή της εξωτερικής πολιτικής με τη λαϊκή οργή.
Ένα ιστορικό παράδειγμα «λαϊκής οργής»Δεν θα σταθώ ούτε στην πρόσφατη ούτε στην απώτερη ιστορία του μακεδονικού ζητήματος, που απασχόλησε την Ελλάδα τουλάχιστον από τη λήξη του Κριμαϊκού πολέμου (1856) και δώθε. Θα πάω ακόμη πιο πίσω, στην πρώτη δεκαετία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, για να θυμίσω ένα γεγονός όπου η λαϊκή οργή υπαγόρευσε την «εθνικά ορθή» γραμμή σε ένα κορυφαίο ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής, ένα από τα συμβάντα που εικονογραφούν με τρόπο αποκαλυπτικό τις συλλογικές νοοτροπίες και συμπεριφορές των πραγματικών και όχι φαντασιακών μας προγόνων.
Ένα από τα φλέγοντα οικονομικά ζητήματα που καλούταν να επιλύσει το νεοσύστατο κράτος την πρώτη δεκαετία της ύπαρξής του, ήταν ο διακανονισμός των εμπορικών του σχέσεων με την όμορη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ανυπαρξία εμπορικής συνθήκης ανάμεσα στα δύο κράτη έπληττε, όπως είναι φυσικό, περισσότερο την Ελλάδα απ’ ό,τι την Τουρκία. Μια τέτοια συνθήκη δεν την επιζητούσε μόνο το ελληνικό Βασίλειο και οι εμπορευόμενοί του, αλλά και οι Ρωμιοί της Αυτοκρατορίας. Άλλωστε, η έκταση του λαθρεμπορίου μαρτυρούσε την ανάγκη να αποκατασταθεί το εμπόριο ανάμεσα στα δύο κράτη. Συγχρόνως θα ήταν μια ευκαιρία για την εξομάλυνση των διακρατικών σχέσεων, με την οποία όμως ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ ήταν εντελώς αντίθετος. Ο θάνατός του, ωστόσο, στα μέσα του 1839, άνοιξε το δρόμο σε μια ενδεχόμενη συνεννόηση.
Πάνω από δυο μήνες κράτησαν οι διαπραγματεύσεις του υπουργού εξωτερικών Κωνσταντίνου Ζωγράφου, που είχε αποσταλεί αυτοπροσώπως στην Κωνσταντινούπολη από τον Όθωνα για τη σύναψη της εμπορικής συνθήκης. Η διαπραγμάτευση στέφθηκε από επιτυχία, και ο Ζωγράφος, τέλη Μαρτίου του 1840, επέστρεψε θριαμβευτικά στην Αθήνα με τη συνθήκη ανά χείρας. Το μόνο που χρειαζόταν για να τεθεί σε εφαρμογή ήταν η υπογραφή του Όθωνα, υπογραφή που ποτέ δεν υπήρξε. Αιτία η λαϊκή οργή, η οποία διέκρινε στο βάθος το σκιάχτρο της εθνικής μειοδοσίας. Το περιεχόμενο της συνθήκης διέρρευσε στον Τύπο, καταγγέλθηκε από τρεις αθηναϊκές εφημερίδες ως «μειωτική» για το ελληνικό κράτος, ως «προσβλητική» για τους έλληνες συναλλασσόμενους υπηκόους του και ως «προδοτική» για τα εθνικά μας συμφέροντα. Η σκυτάλη πέρασε στο μαινόμενο πλήθος που καθημερινά αυξανόταν. Ένοχος εσχάτης προδοσίας κρίθηκε ο Ζωγράφος, ο οποίος ως εκ θαύματος γλύτωσε το λιντσάρισμα, ενώ ο Όθωνας έσωσε το θρόνο του αρνούμενος να υπογράψει τη συνθήκη. Όπως σημειώνει ο John Petropulos, «ο αναβρασμός είχε φθάσει σε τέτοιο σημείο ώστε ήταν αδύνατο για τον Όθωνα να επικυρώσει τη συνθήκη χωρίς να διατρέξει σοβαρό κίνδυνο». Όσο για τον Ζωγράφο, έβλεπε έντρομος καθημερινά έξω από το σπίτι του να στήνεται η στήλη του αναθέματος. Οι επικρίσεις εναντίον της συνθήκης ήταν ανυπόστατες και πήγαζαν, κατά τον Petropulos πάντα, «από ένα ισχυρό αίσθημα εθνικισμού». Οι Έλληνες θεωρούσαν οποιανδήποτε συνδιαλλαγή-διαπραγμάτευση με την Τουρκία εκ προοιμίου ύποπτη και σίγουρα ηθικά απαράδεκτη, εφόσον η τελευταία συνέχιζε να κατέχει παράνομα τα «κληρονομικώ δικαίω» ελληνικά εδάφη.
Λογικό επακόλουθο ήταν πως ο σουλτάνος, διαλλακτικός μέχρι πρότινος, οργίστηκε με την ελληνική στάση και ανήγγειλε μια σειρά από αντίποινα. Όσο για τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης και τους «αντιστασιακούς» Αθηναίους, εκείνοι ικανοποιήθηκαν απόλυτα με την ακύρωση της συνθήκης, καθώς πίστευαν ότι έσωσαν την πατρίδα τους από βέβαιη ατίμωση. Το γεγονός ότι χάθηκε η ευκαιρία εξομάλυνσης των σχέσεων με το μοναδικό γείτονα, ότι συνεχίστηκε η διαφυγή δασμών από τα δημόσια έσοδα και τα παρεμφερή, όλα αυτά ουδένα απασχόλησαν, ενώ την ίδια στιγμή συνεχιζόταν αθρόο το κύμα οικονομικής μετανάστευσης από την ελεύθερη προς τη «δούλη» Ελλάδα. Κι αν το 1840 διαδραματίστηκε μία από τις πρώτες εκδηλώσεις λαϊκής οργής που καθόρισε τα πράγματα της εξωτερικής μας πολιτικής, στα 177 χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε πλείστες όσες ανάλογες φιλοπολεμικές εκδηλώσεις έλαβαν χώρα. Από όσο γνωρίζω καμία δεν υπηρέτησε το «γενικό καλό», αλλά έφεραν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα.
Όσο η μισαλλοδοξία, η ξενοφοβία, ο ρατσισμός και ο θρησκευτικός φανατισμός ορίζουν το περιεχόμενο της έννοιας του πατριωτισμού στον τόπο μας, τα συλλαλητήρια, οι λαοσυνάξεις, τα αναθέματα και οι κραυγές θα συνεχίσουν να πληγώνουν τη χώρα, δείχνοντας το επίπεδο πολιτισμού της κοινωνίας μας. Μιας κοινωνίας, που περίκλειστη στον εαυτό της, νιώθει μονίμως απειλούμενη από ποικιλώνυμους φανταστικούς εχθρούς, εντός και εκτός συνόρων. Ταμπουρωμένη στις «αρχαϊκότητές» της -για να θυμηθούμε τα λόγια του Φίλιππου Ηλιού, επ’ ευκαιρία των συλλαλητηρίων του 1992-, αδυνατεί να λειτουργήσει ορθολογικά, πληρώνοντας το τίμημα των επιλογών της.
*Καθηγητής Ιστορίας στο τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.