Tου Σωτήρη Βαλντέν*Αριστεροί, δημοκράτες και φιλελεύθεροι πολίτες βλέπουμε με απελπισία και οργή τη χώρα να βυθίζεται, για άλλη μια φορά, σε μια μαζική εθνικιστική υστερία, με αφορμή το Mακεδονικό. Ζούμε ένα απίστευτο ταξίδι στο χρόνο, πίσω στο 1992, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε. Σε μια χώρα που δεν θα έπασχε από συλλογική αμνησία και όπου οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης θα είχαν στοιχειώδη γνώση των θεμάτων που χειρίζονται, δεν θα χρειαζόταν να προσθέσουμε τίποτε σήμερα. Όλα έχουν ειπωθεί. Όμως εδώ είναι Ελλάδα. Το έργο ξαναπαίζεται και η σιωπή απέναντι στα όσα ακούμε και βλέπουμε είναι συνενοχή στο παραλήρημα.
Άλλο το δικαίωμα να διαδηλώνεις και άλλο η επικρότηση του εθνικισμού. Καταγγέλλοντας τα συλλαλητήρια του εθνικιστικού μίσους, μήπως δεν σεβόμαστε τη «φωνή λαού»; Το ίδιο λεγόταν το 1992, το ίδιο για τις ταυτότητες, το ίδιο στην Ευρώπη για την ξενοφοβία και την άνοδο της ακροδεξιάς, το ίδιο στο μεσοπόλεμο για την άνοδο του ναζισμού. Δεν δικαιούται ο καθένας να διαδηλώνει για ό,τι θέλει; Βεβαίως και δικαιούται. Οι εθνικιστές είναι αυτοί που δεν θα μας άφηναν να διαδηλώσουμε, αν επικρατούσαν. Είναι όλοι όσοι συμμετέχουν σε εθνικιστικές εκδηλώσεις ακροδεξιοί; Όχι, συμμετέχουν όμως σε ακροδεξιές εκδηλώσεις: οι οργανωτές, τα συνθήματα, οι περισσότεροι ομιλητές, το όλο κλίμα αποτελούν αδιάψευστα πειστήρια. Ο ίδιος ο στόχος των συλλαλητηρίων είναι η άρνηση κάθε συνεννόησης με ένα γειτονικό λαό. Πρέπει ασφαλώς να κατανοήσουμε τι οδηγεί τόσο κόσμο στην εθνικιστική υστερία. Όμως η ιστορία διδάσκει ότι αν με «κατανόηση» εννοούμε υποχώρηση απέναντι στα κινήματα αυτά και την ιδεολογία τους, αν, αντί να τα πολεμάμε, προσπαθούμε να τα «ενσωματώσουμε», αν βαπτίζουμε τον τυφλό εθνικισμό αγνό πατριωτισμό, η δημοκρατία κινδυνεύει.
Οι εθνικιστές μας θεωρούν δεδομένο πως οι γείτονες βρίσκονται εν αδίκω και προκαλούν, ενώ αυτοί αγωνίζονται για την ψυχή και την τιμή μας. Ας θυμηθούμε όμως ότι εμείς περιλούζουμε καθημερινά ένα μικρό, αδύναμο και ανασφαλή λαό με υποτιμητικούς και υβριστικούς χαρακτηρισμούς, εμείς θεωρούμε φυσικό να τους λέμε ποιοι είναι, εμείς τους επιβάλαμε δις παράνομο και επώδυνο εμπάργκο, εμείς παραβιάσαμε τη συμφωνία που υπογράψαμε μαζί τους, εμείς καταδικαστήκαμε γι’ αυτό από το Διεθνές Δικαστήριο. Κοντολογίς, εμείς εδώ και 25 χρόνια έχουμε αναλάβει το ρόλο μικρών ιμπεριαλιστών, βέβαια μόνο εκεί που «μας παίρνει». Αυτή η συμπεριφορά δεν μας τιμά, αλλά ούτε μας συμφέρει, καθώς κάνουμε αυτά που καταγγέλλουμε άλλους όταν τα κάνουν σε μας.
Πώς φθάσαμε πάλι πίσω στο 1992. Λέγεται πως τους ανέμους για τη σημερινή υστερία έσπειραν οι «πλατείες» του αντιμνημονιακού αγώνα. Στην πραγματικότητα ανέμους έσπειραν όχι οι «πλατείες», αλλά τα μνημόνια, η ταπείνωση και η απάνθρωπη «θεραπεία» στην οποία υποβλήθηκε ο ελληνικός λαός. Στη χώρα μας, στην αντίδραση κατά της κρίσης ηγεμόνευσε ευτυχώς η αριστερά, όχι η ακροδεξιά. Αλλού, όπου μάλιστα οι εργαζόμενοι υπέφεραν πολύ λιγότερο, η αντίδραση της κοινωνίας γιγάντωσε την ακροδεξιά και κατέστησε το πολιτικό σύστημα όμηρό της. Σε μας έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και το μεταναστευτικό δεν οδήγησε σε δεξιά στροφή. Δυστυχώς όμως, και με καθυστέρηση κάποιων ετών, η συσσωρευμένη απελπισία και οργή του κόσμου βρήκε διεστραμμένη διέξοδο στον κατεξοχήν ασθενή κρίκο της κοινωνίας μας: την προβληματική εθνική ταυτότητα. Ξέσπασε μάλιστα θρασύδειλα όχι ενάντια στους πιστωτές ή την Τουρκία, αλλά κατά του ασθενέστερου γείτονά μας.
Αποτελεί κοινό τόπο πως οι εθνικιστικές εξάρσεις για το μακεδονικό πυροδοτούνται και συντηρούνται από ένα άρρωστο πολιτικό σύστημα, από κόμματα και ΜΜΕ που ψαρεύουν σε θολά νερά. Όμως γιατί ο κομματικός οπορτουνισμός επενδύει στον εθνικισμό με μεγαλύτερη επιτυχία από ό,τι σε άλλα θέματα (π.χ. τους μετανάστες); Μα διότι ο εθνικισμός είναι το κατ’ εξοχήν πεδίο όπου εκφράζεται η καθυστέρηση της χώρας μας. Διαπερνά οριζόντια την κοινωνία. Γενεές επί γενών διαποτίζονται μ’ αυτόν συστηματικά στο σχολείο, το στρατό και την εκκλησία. Καμιά μείζων πολιτική δύναμη δεν τολμά να τον αντιμετωπίσει κατά μέτωπο και τα όποια βήματα ωρίμανσης γίνονται σχεδόν στα κρυφά, χωρίς να θιγεί το εθνικιστικό αφήγημα. Εδώ η Ελλάδα μοιάζει περισσότερο με την Τουρκία και τους πιο καθυστερημένους από τους βαλκανικούς και ανατολικοευρωπαϊκούς λαούς, παρά με τη δυτική Ευρώπη που έχει εν πολλοίς ξεπεράσει αυτές τις προσεγγίσεις εδώ και δεκαετίες.
Ποιο ώριμο ευρωπαϊκό δημοκρατικό έθνος θεμελιώνει ακόμη την ταυτότητά του στη μακραίωνη βιολογική συνέχεια; Ποιο αποσιωπά την πολυεθνική πραγματικότητα στο έδαφός του διαμέσου των αιώνων; Ποιο αρνείται σήμερα την ύπαρξη εθνικών μειονοτήτων; Ποιο χρησιμοποιεί δικά του τοπωνύμια για ξένες πόλεις (Κωνσταντινούπολη, Μοναστήρι, Φιλιππούπολη), αλλά θίγεται βαθιά όταν άλλοι (ξένοι ή ντόπιοι) χρησιμοποιούν δικά τους τοπωνύμια για δικές του πόλεις (Σόλουν, Λέριν, Γκιουμουλτζίνα). Ποιο επιτρέπει στην εκκλησία να αναλαμβάνει ρόλο εθνικού καθοδηγητή, δίκην αγιατολάδων; Ποιο κατά καιρούς εξοστρακίζει την ακαδημαϊκή έρευνα για «ευαίσθητα εθνικά ζητήματα»;
Ενόσω η πολιτεία μας δεν προχωράει σε βαθιές μεταρρυθμίσεις για εκσυγχρονισμό του εθνικού αφηγήματος, πρώτα και κύρια στην παιδεία, ενόσω δεν προχωράει στον πλήρη διαχωρισμό από τη βαθιά αντιδραστική Εκκλησία της Ελλάδος, θα υπάρχουν πάντα πολιτικές δυνάμεις και θεσμοί που θα αξιοποιούν προς όφελός τους τον εθνικισμό.
Ας έρθουμε όμως στη νέα έξαρση του μακεδονικού.
«Παράθυρο ευκαιρίας» για λύση. Τον περασμένο Ιούνιο, μετά από μια μακρόχρονη πολιτική κρίση, η δεξιά, ακραία εθνικιστική και αυταρχική κυβέρνηση του Νίκολα Γκρούεφσκι ανατράπηκε στα Σκόπια. Τη θέση της πήρε κυβέρνηση υπό το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του Ζόραν Ζάεφ. Αυτή πήρε μέτρα αποκατάστασης της ομαλής δημοκρατικής λειτουργίας, εγκατέλειψε την εθνικιστική ρητορεία και ανέλαβε αμέσως πρωτοβουλίες για την εξομάλυνση των σχέσεων με την Αθήνα και τη Σόφια.
Η Σόφια ανταποκρίθηκε αμέσως και έφθασε γρήγορα σε συμφωνία. Η ελληνική κυβέρνηση, ύστερα από κάποιους δισταγμούς, αποφάσισε να συναινέσει σε σοβαρές διαπραγματεύσεις με στόχο την επίλυση του προβλήματος του ονόματος και των συναφών ζητημάτων που δηλητηριάζουν τις διμερείς σχέσεις από το 1991 και μπλοκάρουν την πορεία της γείτονος προς την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Οι διαπραγματεύσεις φαίνεται να προχωρούν, με ισχυρή πολιτική βούληση και από τις δύο πλευρές, ο δε Ζάεφ ανήγγειλε ως ένδειξη καλής θέλησης, τη μετονομασία του αεροδρομίου των Σκοπίων και του αυτοκινητόδρομου Βορρά-Νότου που από την προηγούμενη κυβέρνηση είχαν βαπτιστεί «Μέγας Αλέξανδρος».
Η κυβέρνηση δεν «ξέθαψε διαμιάς» το Μακεδονικό. Η πολιτική αλλαγή στα Σκόπια δημιούργησε μια μοναδική ευκαιρία για επίλυση ενός ζητήματος που επί δεκαετίες παραλύει τη βαλκανική μας πολιτική και μας απομονώνει διεθνώς, καθώς απειλεί και τη σταθερότητα της γειτονικής χώρας με πιθανές ευρύτερες επιπτώσεις. Πράγματι, το γειτονικό κράτος είναι εύθραυστο και η ένταξή του σε ΕΕ και ΝΑΤΟ αποτελεί βασικό κίνητρο για την μειοψηφούσα αλβανική κοινότητα να απορρίψει αποσχιστικούς πειρασμούς. Ας υπενθυμίσουμε πως η -επίσημη τουλάχιστον- γραμμή όλων των ελληνικών κυβερνήσεων είναι πως η ύπαρξη και εδαφική ακεραιότητα του κράτους αυτού μας συμφέρει.
Η σημασία της σταθερότητας στο κράτος της Μακεδονίας αυξάνεται και από τη συνεχιζόμενη αστάθεια στο γειτονικό Κόσοβο. Για τις ΗΠΑ και για ορισμένες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η ένταξη της χώρας στις ευρωατλαντικές δομές επείγει και για να αντιμετωπιστεί η επιρροή της Μόσχας στα Βαλκάνια, επιρροή που θεωρείται -υπερβολικά κατά τη γνώμη μου- ως μείζων απειλή. Εξ ου και η ένταση των πιέσεων του διεθνούς παράγοντα για εξεύρεση λύσης.
Η αναζήτηση λύσης στο μακεδονικό από την κυβέρνηση Τσίπρα στη σημερινή συγκυρία είναι συνεπώς εύλογη, εθνικά συμφέρουσα και, με δεδομένα τα προβλήματα που αναπόφευκτα προκαλεί στη συνοχή με τον κυβερνητικό της εταίρο, θαρραλέα.
Φαντασιακό το πρόβλημα με τα Σκόπια. Η Ελλάδα θεωρεί ότι το σημερινό όνομα της γείτονος (Δημοκρατία της Μακεδονίας) και πολυάριθμες εκδηλώσεις στη χώρα αυτή, εκφράζουν έναν αλυτρωτισμό που αποτελεί δυνάμει απειλή για τη χώρα μας. Αυτά θεωρούνται αυτονόητα, οπότε και η οργή και αντίδραση απέναντι στις «προκλήσεις των Σκοπιανών» είναι απολύτως δικαιολογημένη. Μας πνίγει το δίκιο μας. Ας εξετάσουμε όμως τις θέσεις αυτές πιο αναλυτικά:
Περί «σύνθετης» ονομασίας. Η «σκληρή» εκδοχή της ελληνικής θέσης είναι πως η λέξη «Μακεδονία» και τα παράγωγά της ανήκουν αποκλειστικά στην Ελλάδα, οπότε κάθε χρήση της από τους γείτονες αποτελεί κλοπή της κληρονομιάς μας και έκφραση αλυτρωτισμού. Αυτό ήταν το σκεπτικό της απόφασης των αρχηγών των κομμάτων του 1992, αυτά λέγονται σήμερα από τους εθνικιστές και στα συλλαλητήρια.
Οι περισσότεροι ωστόσο κατανοούν ότι η μονοπώληση από μέρους μας της Μακεδονίας ούτε σωστή είναι, ούτε ρεαλιστική: γεωγραφικά η Μακεδονία δεν είναι μόνο Ελλάδα, ιστορικά η διεκδίκηση της αποκλειστικότητας της αρχαίας Μακεδονίας παραπέμπει περισσότερο στην ξεπερασμένη εθνικιστική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα, παρά σε σύγχρονες αντιλήψεις. Εξάλλου, πιο πρόσφατα (από τα τέλη του 19ου αιώνα και σαφέστερα μετά το 1940) ο όρος «Μακεδονία» αποτελεί συστατικό στοιχείο της ταυτότητας ενός νέου σλαβικού έθνους που διαφοροποιήθηκε βαθμιαία από το βουλγαρικό. Το να ζητάς να απαγορευθεί η χρήση του όρου «Μακεδονία» από τη γείτονα είναι να ζητάς την πλήρη αποδόμηση της ταυτότητάς του. Και αυτό ούτε ρεαλιστικό είναι, ούτε μας συμφέρει.
Η επίσημη Ελλάδα κατανόησε τα παραπάνω. Ήδη από τις αρχές του 1993 (και όχι βέβαια στο Βουκουρέστι το 2008), τα ελληνικά έγγραφα (στον ΟΗΕ και αλλού) αντιτίθενται στη μονοπώληση του ονόματος Μακεδονία και όχι στη χρήση του από τους γείτονες. Η θέση αυτή αποτέλεσε τη βάση των μέχρι σήμερα διαπραγματεύσεων με τα Σκόπια από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις. Η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι το «Δημοκρατία της Μακεδονίας» μονοπωλεί τη Μακεδονία. Αυτό δεν είναι αυτονόητο, καθώς το «Δημοκρατία» είναι περιοριστικό (βλέπε την Ιρλανδία, όπου το «Δημοκρατία της Ιρλανδίας» θεωρείται ότι οριοθετεί το ανεξάρτητο κράτος από τη Βόρεια Ιρλανδία). Όμως, με δεδομένους τους συσχετισμούς και την «ευαισθησία» μας και μολονότι ο περιορισμός του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού μιας χώρας αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, η υιοθέτηση σύνθετης ονομασίας αποτελεί ένα ρεαλιστικό συμβιβασμό. Η νέα κυβέρνηση των Σκοπίων το δέχεται αυτό. Επίσης, επικρίνει και βαθμιαία αναιρεί το παιδαριώδες αφήγημα των σλαβομακεδόνων εθνικιστών που, με πιο πρωτόγονο τρόπο και από τους δικούς μας μακεδονομάχους, διεκδικούν το μονοπώλιο της κληρονομιάς της αρχαίας Μακεδονίας, προκαλώντας τη μήνη (κι όχι τα γέλια, όπως θα έπρεπε) των Ελλήνων.
Συνεπώς, υπάρχουν σήμερα οι προϋποθέσεις για ένα συμβιβασμό στη βάση «σύνθετης» ονομασίας. Υπαναχώρηση από ένα τέτοιο συμβιβασμό είναι ακατανόητη, ή, μάλλον, υποκρύπτει άλλες σκοπιμότητες.
Περί αλυτρωτισμού. Αλυτρωτισμοί επιβιώνουν παντού στα Βαλκάνια, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο. Ακόμη και στην Ελλάδα. Και πρέπει ασφαλώς να καταπολεμούνται. Αλυτρωτισμός υπάρχει φυσικά και στη γειτονική Μακεδονία.
Ωστόσο, ως κυβερνητική πολιτική, αλυτρωτισμός των Σκοπίων με την έννοια των άμεσων ή έμμεσων εδαφικών διεκδικήσεων κατά της Ελλάδας δεν υπάρχει. Το Σύνταγμα της χώρας τροποποιήθηκε επανειλημμένα για να διορθωθούν διατάξεις που η Αθήνα θεωρούσε αλυτρωτικές (αναφορά στην ιδρυτική διακήρυξη του 1943, στις εθνικές τους μειονότητες, αλλαγή σημαίας, κ.λπ.). Οι τροποποιήσεις μάλιστα του 1995 θεωρήθηκαν επαρκείς από την ελληνική πλευρά, αφού αποτελούσαν προϋπόθεση για την υπογραφή της ενδιάμεσης συμφωνίας. Επίσης, η χώρα μας, για να δικαιολογήσει το βέτο του Βουκουρεστίου, ήγειρε και θέμα «εχθρικής προπαγάνδας» (που απαγορεύεται από την ενδιάμεση συμφωνία). Όμως το Δικαστήριο της Χάγης, στο σκεπτικό της καταδικαστικής για την Ελλάδα απόφασης, απέρριψε έναν προς ένα τους ελληνικούς ισχυρισμούς. Εξάλλου, η νέα κυβέρνηση Ζάεφ απορρίπτει ρητά τον αλυτρωτισμό.
Φυσικά υπάρχουν πάντα ζητήματα που χρήζουν αντιμετώπισης (π.χ. τα σχολικά βιβλία ιστορίας). Αυτά μπορούν και πρέπει να επιλυθούν, πάντα στη βάση της αμοιβαιότητας, καθώς και εμείς δεν είμαστε αναμάρτητοι. Όμως μείζον πρόβλημα αλυτρωτισμού με τη γείτονα δεν υπάρχει. Πολλώ μάλλον όταν οι Τούρκοι κάθε τρεις και λίγο διεκδικούν ή υπερίπτανται ελληνικών νησιών (και εμείς αντιδρούμε -και ορθά- με ψυχραιμία).
Ο υπερτονισμός του ζητήματος του αλυτρωτισμού υποκρύπτει κι αυτός άλλες σκοπιμότητες. Το να διεκδικούμε λ.χ. την κατάργηση της μακεδονικής γλώσσας (που εξάλλου έχει αναγνωρισθεί προ ετών από τον ΟΗΕ) ή του μακεδονικού έθνους ισοδυναμεί με επιστροφή στην απαίτηση μονοπώλησης από εμάς της Μακεδονίας: η Ελλάδα δεν διεκδικεί κάποια ελληνική μακεδονική γλώσσα, ούτε βέβαια κάποια μακεδονική εθνότητα (εμείς κοπτόμεθα για το ενιαίο ελληνικό έθνος). Κατάργηση, όμως, των όρων αυτών θα έπληττε τον πυρήνα της εθνοτικής ταυτότητας των γειτόνων μας. Και κάτι τέτοιο ούτε πρέπον είναι, ούτε ρεαλιστικό, ούτε και μας συμφέρει.
Η γειτονική Μακεδονία θα μπορούσε άραγε να απειλήσει την εδαφική ακεραιότητα ή την εθνική μας ταυτότητα, και αν ακόμη ασπαζόταν τον αλυτρωτισμό; Μια ματιά στους συσχετισμούς ανάμεσα στις δύο χώρες, στρατιωτικούς, οικονομικούς και από άποψη διεθνών στηριγμάτων πείθει ότι ο φόβος αυτός είναι παράλογος. Για το παράλογο πείθει και η εθνολογική σύνθεση της ελληνικής Μακεδονίας όπου κυριαρχεί συντριπτικά το ελληνικό στοιχείο.
Παράλογη είναι και η δικαιολόγηση της στάσης μας με το επιχείρημα πως η γείτων μπορεί να καταστεί όργανο τρίτων. Όργανο τρίτων (εννοείται εχθρών) μπορεί να γίνει η γειτονική χώρα, και ανεξάρτητα από το όνομα που θα φέρει, αν έχουμε κακές σχέσεις και αναζητεί γι’ αυτό στηρίγματα αλλού. Και βέβαια η πολιτική μας δεν αποτρέπει μια τέτοια εξέλιξη, αλλά σπρώχνει ακριβώς προς την κατεύθυνση αυτή.
Ας το πούμε ωμά: στις σημερινές συνθήκες το «Σκοπιανό» είναι ένα πρόβλημα βασικά φαντασιακό. Απειλή από τα Σκόπια δεν υπάρχει. Η «σκληρή» γραμμή εναντίον τους δεν έχει καμία βάση. Εκτός αν επιδιώκουμε να τους διαλύσουμε, πράγμα που υποτίθεται δεν θέλουμε.
Η εσωτερική πτυχή: πιο επιτακτική παρά ποτέ η σύγκλιση Κεντροαριστεράς και Αριστεράς. Οι αντιδράσεις των κομμάτων σε μια προφανώς ορθή και επίκαιρη πρωτοβουλία της κυβέρνησης αναδεικνύει πως το πολιτικό μας σύστημα εξακολουθεί να νοσεί βαριά:
- Η αρνητική στάση των ΑΝΕΛ, αναμενόμενη, υπογραμμίζει πως -με το τέλος της «μάχης του μνημονίου»- η συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι αυξανόμενα «παρά φύσιν».
- Η στάση της ΝΔ, με τις αρχικές απίστευτες μικροκομματικές ακροβασίες που καθιστούσαν τον Π. Καμμένο ρυθμιστή της εξωτερικής μας πολιτικής, και στη συνέχεια με την πλήρη υπαγωγή του κόμματος στην ακροδεξιά του πτέρυγα, διαψεύδουν όσους έλπιζαν πως η ηγεσία Μητσοτάκη θα μεταρρύθμιζε τη ΝΔ σε ένα σύγχρονο φιλελεύθερο κόμμα.
- Στο υπό δημιουργία κόμμα της κεντροαριστεράς, παρά τη θετική στάση των μικρότερων συνιστωσών του (Ποτάμι, ΔΗΜΑΡ, Παπανδρέου, κ.λπ.), η πρόεδρος και το ΠΑΣΟΚ αμφιταλαντεύονται ή και ρέπουν προς τον εθνικισμό, ενώ επιφανή του στελέχη έχουν ήδη προσχωρήσει στο στρατόπεδο αυτό. Η αιτία, πέρα από το DNA μέρους του ιστορικού ΠΑΣΟΚ, είναι πως καταρρέει η στρατηγική που αναγορεύει τον Τσίπρα σε κύριο αντίπαλο, για τη «στρατηγική ήττα» του οποίου πρέπει να συνασπισθούν οι «ευρωπαϊκές δυνάμεις» υπό τον Κ. Μητσοτάκη. Με τις πρόσφατες εξελίξεις φαίνεται ξεκάθαρα ποιες είναι οι προοδευτικές και ευρωπαϊκές δυνάμεις και ποιες συγκλίσεις πρέπει να αναζητηθούν από αριστερά και κεντροαριστερά. Ας ελπίσουμε ότι και οι δύο, και ιδιαίτερα το νέο κόμμα της κεντροαριστεράς, θα συναγάγουν τα ορθά συμπεράσματα και θα προσαρμόσουν ανάλογα τη στρατηγική τους.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είναι ξεκάθαρο αν θα επιτευχθεί λύση. Πιστεύω πως προτιμότερη είναι μια λύση «πακέτο» που να μη μεταθέτει στο μέλλον τα δύσκολα, διαιωνίζοντας έτσι τη δηλητηριώδη επιρροή των εθνικιστών στη βαλκανική μας πολιτική. Θέλω να ελπίζω πως ο Αλ. Τσίπρας θα εμμείνει στην πρωτοβουλία του και πως θα υπάρξει επαρκής διακομματική και κοινοβουλευτική συναίνεση για να «περάσει» ένας λογικός συμβιβασμός με τα Σκόπια. Ένας συμβιβασμός που θα σέβεται και την ταυτότητα και την αξιοπρέπεια του ασθενέστερου και θα εξυπηρετεί έτσι και το καλώς νοούμενο εθνικό μας συμφέρον.
* Διδάσκει στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Ελεύθερου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων και άρθρων σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους, τα περισσότερα γύρω από θέματα Βαλκανίων, διεύρυνσης της Ε.Ε. και ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.