Ας διευκρινίσουμε προκαταβολικά ορισμένα πράγματα. Πρώτον, ότι το ολοφάνερο σκάνδαλο χειραγώγησης των τιμών και καταλήστευσης κρατών από την πλευρά της Νοβάρτις δεν ανακαλύφθηκε τα τελευταία τρία χρόνια. Δεύτερον, ότι η διαδικασία δικαστικής διερεύνησης δεν κινήθηκε με πρωτοβουλία κάποιας ελληνικής κυβέρνησης, αλλά παρακινήθηκε από τις δικαστικές αρχές των ΗΠΑ, που ειδοποίησαν τις αντίστοιχες ελληνικές για τα απτά στοιχεία έκνομης δραστηριότητας της εταιρίας. Τρίτον, ότι η υπόθεση αυτή έχει μεγάλο βάθος και διεθνή έκταση και η κατάληξή της θα εξαρτηθεί αντικειμενικά σε σημαντικό βαθμό και από τις προθέσεις και τις βλέψεις παραγόντων εκτός των ελληνικών συνόρων και της εγχώριας δικαιοδοσίας. Τέταρτον, ότι τα πρόσωπα που εμπλέκονται κατά οποιοδήποτε τρόπο, ενεργητικά ή παθητικά, ή θα εμπλακούν σ’ αυτή τη δικαστική διερεύνηση, ανεξάρτητα από την εικόνα που έχουν τα ίδια για τον εαυτό τους, λειτουργούν ως τμήματα ενός μηχανισμού που τα υπερβαίνει, και το γεγονός αυτό επικαθορίζει τη συμπεριφορά τους, μέχρι τη στιγμή που θα τον αμφισβητήσουν αποφασιστικά. Όσο δεν το πράττουν, δεν πρέπει να περιμένουμε από την πλευρά τους τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από μια υπεράσπιση της θέσης τους σ’ αυτό το μηχανισμό, ακόμη και με τον λυσσώδη τρόπο που παρακολουθούμε τις τελευταίες ημέρες.
Περισσότερη προσοχή Οι διευκρινίσεις αυτές κρίθηκαν απαραίτητες, για να μπορέσουμε να πούμε μια απλούστατη αλήθεια: ο χειρισμός αυτού του σκανδάλου χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από όσους πρόκειται να πάρουν κρίσιμες αποφάσεις για την πορεία της διερεύνησής του. Και οι αποφάσεις αυτές, καθώς και οι χειρισμοί που συνεπάγονται, δεν πρέπει να χαρακτηρίζονται ούτε από βιασύνη, ούτε από πολιτική βουλιμία, ούτε από αφελή πίστη στην αυταπόδεικτη δήθεν υπόθεση ότι η αλήθεια και το δίκαιο φύονται και ευδοκιμούν απαραίτητα στις δικαστικές αίθουσες.
Τα μέχρι σήμερα δείγματα για το χειρισμό τής υπόθεσης από την πλευρά της κυβέρνησης δεν είναι άριστα. Από την πλευρά, μάλιστα, κυβερνητικών παραγόντων που δεν έχουν αρμοδιότητα να μιλούν για το ζήτημα –ή να φλυαρούν– τα πράγματα είναι χειρότερα. Στην κυβέρνηση οφείλουν να μελετήσουν σοβαρά τις αρκετές περιπτώσεις παρόμοιων υποθέσεων στο παρελθόν, όπου το δίκιο ήταν τόσο φανερό που σε έπνιγε, αλλά η ήττα στην επικοινωνιακή μάχη είχε σοβαρές πολιτικές συνέπειες. Και χρειάζεται να το κάνουν έχοντας συνείδηση ότι σε πολιτικό επίπεδο σήμερα δεν κρίνεται μόνο το μέλλον των κυβερνητικών εταίρων, αλλά η προοπτική μιας χώρας και μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε σταυροδρόμι: θα επιστρέψει στο γνώριμο δρόμο της παρασιτικής, αντιπαραγωγικής και αντικοινωνικής διαπλοκής του «παλιού καλού καιρού» ή θ’ ανοίξει ένα δημοκρατικό μονοπάτι αναγέννησης και κοινωνικής δικαιοσύνης;
Κρίσιμη συγκυρίαΜα, είναι δυνατόν να εξαρτώνται τόσο πολλά πράγματα από το χειρισμό μιας υπόθεσης σκανδάλου; Ναι, είναι, αν και στην επικαιρότητα δεν υπάρχει μόνο αυτό, υπάρχει και το μακεδονικό και η τελική αξιολόγηση, και η έξοδος από το πρόγραμμα, και η αναδιάρθρωση ή το κούρεμα του χρέους… Και όλα αυτά έχουν ανάγκη από μια ορθή, προσεκτική και πειστική διαχείριση.
Βλέπουμε, για παράδειγμα, πώς προσπαθούν τα παπαγαλάκια και οι μιμητές του Γκέμπελς να διαστρέψουν την πραγματικότητα και να βαφτίσουν «κουκουλοφόρους» τους προστατευόμενους μάρτυρες, θεσμό που οι ίδιοι νομοθέτησαν, αλλά, όπως αποκαλυπτικά δήλωσε ο πολύς Γεωργιάδης, δεν πίστευαν ότι θα τον εφάρμοζε άλλος κανείς πέρα από τον εαυτούλη τους. Και να τ’ ακούς όλα αυτά από τους πολιτικούς εκείνους που φόρεσαν με νόμο –και συνταγματική διάταξη– στον εαυτό τους κι όλο τους το σόι τη μεγάλη κουκούλα, την κουκούλα της παραγραφής κάθε πιθανής παρανομίας τους. Αλλά δεν τους έφτασε μόνο αυτό, φορούν, κάθε φορά που το καταφέρνουν, κουκούλα και στους Χριστοφοράκους τους, ώστε να μπορούν να τους φυγαδεύσουν αγνώριστους στο εξωτερικό.
Βλέπουμε, επίσης, τις κωμικές διακυμάνσεις των διαθέσεών τους απέναντι στη δικαστική εξουσία: όταν οι επιλογές της πάνε με τα νερά τους, τότε μιλούν για τη «Δικαιοσύνη» που πρέπει να αφεθεί ανενόχλητη να πράξει το έργο της· όταν πάει να τους αγγίξει, την υποβιβάζουν σε υποχείριο της κάθε κυβέρνησης.
Είναι αναμενόμενο να αντιδρούν έτσι. Δεν διανοούνται ότι μπορεί με τις επόμενες εκλογές –που βλέπουν ότι καθυστερούν επικίνδυνα, γι’ αυτούς– να μην ξαναβρούν στη θέση του ακέραιο το καλολαδωμένο σύστημα εξουσίας. Ότι μπορεί κάποια γρανάζια του να χαλάσουν, ότι μπορεί να διατρέξουν τον κίνδυνο να μην τους αναγνωρίζει το σύστημα ως πλοηγούς.
Από όλους μας εξαρτάταιΑν θα επαληθευτούν οι φόβοι τους ή, αντίθετα, θα πραγματοποιηθούν οι μύχιες επιθυμίες τους, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό και από την ίδια την κυβέρνηση. Έχει στο ενεργητικό της την προοπτική τής εξόδου και της ρύθμισης του χρέους, που μπορεί να οδηγήσει και σε επανεξέταση των μέχρι στιγμής σκληρών δημοσιονομικών επιβαρύνσεων. Έχει στο ενεργητικό της ένα παράθυρο επίλυσης του μακεδονικού με επωφελή για τους δύο λαούς και τους λαούς όλης της περιοχής τρόπο. Έχει στο ενεργητικό της καλές επιδόσεις της οικονομίας και ακόμα καλύτερες προβλέψεις για το 2018 και το 2019. Από την επαλήθευση όλων αυτών των προοπτικών θα κριθεί και όχι κυρίως από την έκβαση της υπόθεσης Νοβάρτις.
Αυτή, σίγουρα, χρειάζεται να προχωρήσει και χρειάζεται να επιφέρει τις ποινικές και πολιτικές κυρώσεις σε όσους εξέθρεψαν και ανέχθηκαν το διαρκές σκάνδαλο, ακόμα περισσότερο σε όσους είχαν έκνομο όφελος από αυτό. Όλα αυτά, όμως, θα γίνουν παράλληλα. Και θα εξελιχθούν καλύτερα και με το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, αν αφεθούν τα πράγματα να πάρουν το φυσικό τους δρόμο: από μόνα τους τα γεγονότα βοούν, δεν χρειάζονται τελάλη. Και αν δοθεί η εντολή να μιλούν γι’ αυτή την υπόθεση οι πολιτικά υπεύθυνοι: ο υπουργός Δικαιοσύνης και ο πρωθυπουργός. Κι αυτοί να μιλούν αφού πρώτα βουτήξουν τη γλώσσα τους στο μυαλό, που ξέρουμε ότι έχουν. Αρκεί να το χρησιμοποιούν.
Ο κόσμος δεν τρώει χόρτο. Ξέρει πώς δουλεύει το σύστημα. Ξέρει ποιοι το ανέχτηκαν και πόσο ακριβά πληρώσαμε την ανοχή αυτή. Όσο κι αν τα πρωτοσέλιδα φωνασκούν για «κουκουλοφόρους», ξέρουμε όλοι ποιοι φορούν την κουκούλα, όταν χρειάζεται να μείνουν στην κερδοφόρα ανωνυμία και το νομικό απυρόβλητο. Όταν, όμως, αυτό το δεδομένο υποδεικνύεται στους πολίτες φορτικά, μάλλον εξασθενίζει παρά ενισχύεται η κοινή πεποίθησή.
Χ. Γεωργούλας