Το σκάνδαλο Νοβάρτις είναι υπαρκτό. Δεν τολμά να το αμφισβητήσει ακόμα και ο πιο άσπονδος εχθρός της κυβέρνησης. Αυτό που επιχειρείται να τεθεί εκτός συζήτησης, είναι η ενδεχόμενη εμπλοκή σε αυτό πολιτικών προσώπων.
Ωστόσο, η γραμμή αντεπίθεσης των θιγόμενων -όχι η υπερασπιστική, όπως άστοχα λέγεται- συχνότατα περιλαμβάνει, υπό τον αναγκαστικό τίτλο «όλα στο φως», ως κεντρικά θέματα την απαξίωση της ως τα τώρα δικαστικής έρευνας, την υπονόμευση της ακεραιότητας και του κύρους των φορέων της δικαστικής εξουσίας και την εκμηδένιση αλλά και τον εκφοβισμό των βασικών μαρτύρων.
Τα στοιχεία της ως τώρα δικαστικής έρευνας καταγγέλλονται ως χαλκευμένα συλλήβδην, με αποτέλεσμα να τρέξουν να κρυφτούν πίσω από μια τέτοια ασπίδα δίκαιοι και άδικοι. Το ίδιο συμβαίνει και με τους μάρτυρες: πόση αξία μπορεί να έχει η μαρτυρία ενός «κουκουλοφόρου», υποχείριου δήθεν της κυβέρνησης, όταν καταθέτει για ένα μη πολιτικό πρόσωπο, την ώρα που απαξιώνεται και απειλείται με τον χειρότερο τρόπο από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Και ποιος απαξιωμένος με τέτοιο τρόπο μάρτυρας ή δικαστικός λειτουργός θα βρει τη δύναμη να συνεχίσει το έργο του; Η υποψία ότι η κυβέρνηση μπορεί να έμπαινε στον πειρασμό να επιδιώξει βραχυπρόθεσμα οφέλη από την εκμετάλλευση του επικοινωνιακού «δώρου» που της έκανε η πραγματικότητα, δεν μπορεί να απαλλάσσει πολιτικές δυνάμεις που, λόγω και προϊστορίας, οφείλουν να είναι πιο σεμνές, όταν πρόκειται για κατασπατάληση δημοσίου χρήματος.
Γιατί το ερώτημα που παραμένει όσος θόρυβος κι αν σηκωθεί, είναι καταλυτικό: αφού είναι πανθομολογημένο γεγονός ότι πολλές δεκάδες εκατομμυρίων ευρώ διατέθηκαν από τη Νοβάρτις και στην Ελλάδα, θα μάθουμε ποτέ σε ποιες τσέπες κατέληξαν;
Η κυβέρνηση, από τη δική της πλευρά έχει υποχρέωση να μην τους αφήσει χώρο, προσέχοντας σχολαστικά κάθε της βήμα και προστατεύοντας τους φορείς τής δικαστικής εξουσίας από κακοτοπιές.