Παντελής Μπουκάλας, “Το αίμα της αγάπης. Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση -
Πιάνω γραφή να γράψω… Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι - 2”, εκδόσεις Άγρα, 2017

 

Στο χορό των δοκιμίων του για το δημοτικό τραγούδι, που κίνησε πριν ένα χρόνο περίπου, ο Παντελής Μπουκάλας έδωσε «την κεφαλή» στον τόμο «Όταν το ρήμα γίνεται όνομα. Η “Aγαπώ” και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών». Μπαίνει, τώρα, κι ανοίγει βήμα, δεύτερος στη σειρά, ο τόμος «Το αίμα της αγάπης. Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση». Περιμένουν στη σειρά, για να μη λείψει καμιά από τις στροφές του «μέγα χοροτράγουδου» που είναι το δημοτικό, Το ταξίδι του φιλιού κι ο έρωτας σαν υπερβολή· Έρωτας και χρόνος στη δημοτική και την αρχαιοελληνική ποίηση· Η θρησκεία του έρωτα και τα εμπόδια των θρησκειών στα δημοτικά τραγούδια· Οι φυλές, οι θρησκείες και η δημοτική ποίηση της αγάπης· Ένα σημάδι του σώματος σαν μεταφορέας του έρωτα· Τα πουλιά της ξενιτιάς· Ευχέτης πόθος ή ερωτικοί μακαρισμοί· Τα μάγια μιας παραλλαγής: «Η μάνα φόνισσα» και η κληρονομιά της· Ένα μαντίλι γεμάτο νοήματα· Η τραγουδισμένη γοητεία του απλού· Το εννιά στη λαϊκή ποίηση και παράδοση· Μια «σελίδα που γράφτηκε κάτω απ’ το χώμα»: Η Λυγερή του Άδη στο Άξιον Εστί· Με γέλασε μια χαραυγή ή Πώς τραγουδιέται ο Χάρος.

Ο έρωτας, ο πόθος του σμιξίματος, η λαχτάρα της προσμονής, η χαρά της ανταπόκρισης, κι αντίθετα, αλλ’ αξεχώριστα, η πίκρα του αποχωρισμού ή της απόρριψης, το φαρμάκι του θανάτου, η χολή της προδοσίας – μ’ άλλα λόγια, η φροντίδα να μην πέσει κάτω ούτε ρανίδα από τα πολύτιμα που δίνουν νόημα στο εφήμερο της ύπαρξης, να τι είναι η δημοτική ποίηση.
Ο ίδιος έρωτας, η ίδια έγνοια, διαπερνά τον συγγραφέα και του υπαγορεύει το εγχείρημα. Δεν είναι υπεροψία ότι καταπιάστηκε μ’ αυτό το μέγα που ταλανίζει τον άνθρωπο απ’ όταν απέκτησε γλώσσα. Είναι ταπεινή ανταπόδοση στο εύρος ψυχής που του χάρισε το άκουσμα του δημοτικού τραγουδιού στα παιδικά του. Ο συγγραφέας αναμετριέται με την αγάπη που του ενέπνευσε το δημοτικό τραγούδι για τα ανθρώπινα, ελπίζοντας να κριθεί αντάξιός της.
Δεν πιάνεται μόνο απ’ τα μάτια η αγάπη, όπως το θέλει η δημοτική ποίηση. Κι από τ’ αυτί πιάνεται, για να φτάσει να ριζώσει στην καρδιά. Λέει στον πρόλογό του ο συγγραφέας: «Πολύ –και για πολύ– πριν γίνουν ποιήματα και αναγνώσματα, τα δημοτικά ήταν ακρόαμα για μένα, για τα επαρχιωτόπουλα του ’50 και του ’60. Ήταν τραγούδια. Με πότιζαν, με όσες σημασίες μπορεί να πάρει η λέξη ... Το πρώτο πέρασμα σ’ έναν κόσμο μέγα, μαγικό, έγινε με το αυτί. Και τώρα ακόμη, που ξεμάκρυνα από το ήχο τους … το αυτί κρατάει το πιο γερό νήμα της μνήμης». Αλλά για να ριζώσει η αγάπη στην καρδιά, θα περάσει, όπως το θέλει η δημοτική ποίηση, από τ’ αχείλι. Το βεβαιώνει για τον συγγραφέα ο υποφαινόμενος, που τον έχει ακούσει να τραγουδεί σε γλέντι φιλικό «Της Ωριάς το κάστρο»: «Όσα κάστρα κι αν είδα κι όσα λόγιασα/ σαν της Ωριάς το κάστρο δεν ελόγιασα./ Σαράντα πύργους έχει όλο μάλαμα/ κι άλλους σαρανταπέντε για τον πόλεμο…». Εύκολα, αβίαστα, όπως ανασαίνουμε…

Από τ’ αχείλι στα ακροδάχτυλα

Το πράγμα αλλάζει όταν η αγάπη καίγεται να κατεβεί από τ’ αχείλι στα ακροδάχτυλα για να γίνει γραφή απομαγεμένη.
«Πιάνω γραφή να γράψω και ξεγράφεται…» είναι ολόκληρος ο στίχος απ’ όπου είναι παρμένος ο τίτλος «Πιάνω γραφή να γράψω…» της σειράς των δοκιμίων του Παντελή Μπουκάλα. Εύστοχα επιλεγμένος, «μιλά» για τις δυσκολίες του περάσματος από το ποιητικό άκουσμα στην πεζή γραφή. Απαντά σε τραγούδι της ξενιτιάς, που πάει: Μαύρα μου χελιδόνια απ’ την έρημο,/ κι άσπρα μου περιστέρια της ακρογιαλιάς,/ αυτού ψηλά που πάτε κατ’ τον τόπο μου,/ μηλιά ’χω στην αυλή μου και κονέψετε,/ και πείτε της καλής μου, της γυναίκας μου,/ Θέλει καλογριά ας γίνει, θέλει ας παντρευτεί,/ θέλει τα ρούχα ας βάψει, μαύρα να ντυθεί,/ να μη με παντυχαίνει, μη με καρτερεί./ Τι εμένα με παντρέψαν δω στην Αρμενιά,/ και πήρα Αρμενοπούλα, μάγισσας παιδί,/ οπού μαγεύει τ’ άστρη και τον ουρανό,/ … /μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν,/ μαγεύει με κι εμένα και δεν έρχομαι./ Όντας κινάω για νά ’ρθω, χιόνια και βροχές,/ κι όντας γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριά./ Σελλώνω τ’ άλογό μου, ξεσελλώνεται,/ ζώνομαι το σπαθί μου και ξεζώνεται,/ πιάνω γραφή να γράψω και ξεγράφεται.
Κι έτσι, ο μαγεμένος της ξενιτιάς μένει μόνο με το τραγούδι, με την «αυθεντική γραφική ύλη του δημοτικού τραγουδιού…».
Ο συγγραφέας, αντίθετα, ο «κερματισμένος του άστεως» και ξενιτεμένος «από την επικράτεια της προφορικότητας και της αγροτικής κοινότητας», δεν μπορεί να μείνει μ’ αυτό. Έχει δεσμευτεί οικειοθελώς να μην αφήσει «το πνεύμα του δημοτικού, το γενετικά ελεύθερο, να ξεγραφτεί, να αποσιωπηθεί, να περιθωριοποιηθεί». Έχει πειστεί ότι «μιλάμε και γράφουμε για το δημοτικό σημαίνει μιλάμε και γράφουμε για το φρόνημά του και την ομορφιά του, και μαθητεύουμε στο ήθος του», σημαίνει «μιλάμε και γράφουμε για την παραμυθία της ποίησης, που χρειάζεται κόπο και ψυχική ετοιμότητα για να τη γευτεί κανείς, δεν δίνεται δωρεάν», σημαίνει «μιλάμε και γράφουμε για τη ζημία που προκάλεσε στα γεννήματα του λαϊκού πολιτισμού όχι μόνο η αφ’ υψηλού περιφρόνησή τους, αλλά και η ιδεολογική κατάχρηση και χειραγώγησή τους…». Τα δημοτικά τραγούδια, θυμίζει, «υπέστησαν ό,τι και η αρχαιοελληνική κληρονομιά: μαγαρίστηκαν από τους ελληνοκάπηλους κιβδηλοποιούς, των δικτατορικών καθεστώτων συμπεριλαμβανομένων». Να τα ξανακερδίσουμε. «Η ανάκτησή τους με τους τρόπους της ανοιχτόκαρδης αγάπης, αλλά και με τους όρους της ανοιχτόμυαλης ανάγνωσης, στηριγμένης στα πορίσματα της επιστήμης, μόνο να μας ωφελήσει μπορεί. Και να μας τέρψει…».
Στην επιζήτηση αυτή της ανάκτησης, ο συγγραφέας βάζει στο έργο του όρους: «Η ελληνική δημοτική ποίηση, όπως αποκρυσταλλώθηκε σε ποικίλα ιδιώματα και διαλέκτους, να συναντηθεί με τη λαϊκή μας παράδοση… Να συναντηθεί με την ανώνυμη ποίηση λαών είτε σύνοικων, όπως οι Έλληνες Εβραίοι, οι Πομάκοι, οι Αρβανίτες, είτε γειτονικών, όπως οι Αλβανοί, οι Βούλγαροι, οι Ρουμάνοι, οι Σλαβομακεδόνες, οι Τούρκοι, ώστε να αναδειχθούν κοινά μοτίβα αλλά και διαφορετικές αντιλήψεις ή λογοτεχνικές στρατηγικές … Να συναντηθεί, τέλος, με την προσωπική ελληνική ποίηση, από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας, και γενικότερα με την ελληνική γραμματεία στις ποικίλες φάσεις της, με τα κοινά μοτίβα που μοιράζονται ή τις τυχόν παρόμοιες αντιλήψεις για τα πράγματα του κόσμου, του Πάνω και του Κάτω…». Για να βρεθεί, ας πούμε εμείς, το νήμα, αν υπάρχει, που συνδέει, αν συνδέει, το παράπονο του ανώνυμου λαϊκού τραγουδιστή, «Μέρα, γιάντα ξημέρωσες, νήλιε μου, γιάντα βγήκες,/ και μεγαλύτερη χαρά να πάρω δε μ’ αφήκες;», με το παράπονο από ένα επίγραμμα του 1ου αιώνα π.Χ., που λέει, μεταφρασμένο: «Τι βιάστηκες την κλίνη να φωτίσεις, αυγή ανερωτική,/ τώρα που αρχίζω να θερμαίνομαι στην αγκαλιά της ποθητής Δημώς;».

Ο εγγενής φόβος του ψέματος και το αίμα

Αν η αγκαλιά της ποθητής είναι η απόλυτη καταδήλωση του έρωτα με όρους σωματικότητας, το άλλο του όνομα, λέει ο συγγραφέας, το αυθεντικό, είναι το αίμα, «εφόσον αυτός (ο έρωτας) προτείνεται και δοξάζεται σαν μια θυσιαστική υπερβολή…» ικανή να διαποτίσει τον σύμπαντα κόσμο: Κόκκινο αχείλι φίλησα κι έβαψε το δικό μου,/ και στο μαντίλι το’ συρα κι έβαψε το μαντίλι,/ και στο ποτάμι το’ πλυνα κι έβαψε το ποτάμι,/ κι έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου./ Κατέβη αϊτός να πιεί νερό κι έβαψαν τα φτερά του,/ κι έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο.
«Σκέφτομαι», λέει, «ότι, αυθόρμητα, ενστικτωδώς, ο δημοτικός ποιητής στοιχημάτισε τόσο πολύ στο αίμα επειδή το προέκρινε σαν το μόνο άξιο και τίμιο όπλο με το οποίο θα μπορούσε να πολεμήσει τις συνέπειες μιας ομοιοκαταληξίας με το ψέμα… Ψέματα οι πιο γλυκές υποσχέσεις, ψέματα οι βαρύτατοι όρκοι, ψέμα η αγάπη. Αυτό το ψέμα, ή μάλλον τον εγγενή φόβο του ψέματος, μόνο το αίμα μπορεί να τον πολεμήσει». Στη δημοτική ποίηση η επίκληση του αίματος δεν λειτουργεί σαν προτροπή σε διάπραξη, όσο σαν φρονηματισμός, σαν προληπτικός εξορκισμός της προδοσίας: Στο άστρο της Σελήνης έγινε φονικό,/ Ζακυθιανοί το κάμα για το Κατερινιώ,/ του Κόντε θυγατέρα που ’χει των Αθηνώ./ Την ηύρε στο κρεβάτι με το Ζακυθιανό,/ «Να σε σκοτώσω θέλω, σκύλα Κατερινιώ,/ που σ’ ηύρα στο κρεβάτι με το Ζακυθιανό»./ «Μη με σκοτώσεις άντρα γιατ’ έχω δυο παιδιά»,/ το ’να στην αμασχάλη και τ’ άλλο στην κοιλιά»./ «Να σε σκοτώσω θέλω κι ας έχεις δυο παιδιά./ Ο Πλάστης που τα δίνει αυτός τα κυβερνά»./ Εννιά σπαθιά τη δίνει και δέκα της μετρά./ Κόβει την κεφαλή της, το σκύλο την πετά./ Κι όταν την κατεβάζαν από τις σκάλες της,/ μικροί μεγάλοι εκλαίαν τις ομορφάδες της.

Κωστής Γιούργος
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet