Του Ιωσήφ ΣινιγάλιαΗ απόφαση και η σχετική πρόταση στην κυβέρνηση από την ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ για τη διοργάνωση περιφερειακών αναπτυξιακών συνεδρίων, ήθελε να συμβάλει στην κάλυψη της πάγιας αναμονής για τη διαμόρφωση ενός θεσμοθετημένου εθνικού σχεδίου ανάπτυξης, στο οποίο όλοι θα αναγνωρίζονται και θα συντάσσονται, και ταυτόχρονα να υπογραμμίσει την ικανότητα της αριστερής διακυβέρνησης να σχεδιάζει και προγραμματίζει μια συγκροτητική παρέμβαση, με μορφή και στόχους ανάπτυξης που υπερβαίνουν την παραταξιακή διάσταση και φιλοδοξούν να αρθρωθούν σε « εθνικούς ».
Ο χαρακτήρας του «εθνικού» υποδηλώνει την πλεύση σε ένα περιβάλλον αντιπαραθέσεων, συγκλήσεων και εκτιμήσεων με άλλα μοντέλα ανάπτυξης, ακόμα και αν αυτά βρίσκονται σε επαναχάραξη, επαναπροσδιορισμό η σε αδιέξοδο, χωρίς αυτό να υποδηλώνει ότι έχουν παραιτηθεί από την καθοριστική και ηγεμονική τους φιλοδοξία, που εκφράζεται μέσα από ένα νεοφιλελεύθερο πλαίσιο.
Φιλόδοξο το εγχείρημα, στο μέτρο που αναμέτρηση και ενσωμάτωση σε ένα εθνικό σχέδιο του οποίου η κοπή και η οικονομική μορφή και διάσταση πρέπει να αναμετρηθεί με το υφιστάμενο «κατοχυρωμένο» μοντέλο ανάπτυξης που είναι κατά κανόνα ασύμβατο και αντιθετικό, σε κάθε αριστερό κυβερνητικό πρόγραμμα.
Επιστροφή της πολιτικής στην οικονομίαΟ προσδιορισμός των νέων κατευθύνσεων (απασχόληση, δημογραφική ανασυγκρότηση, ανάσχεση του brain drain, κοινωνική και περιφερειακή συνοχή, ο περιβαλλοντολογικός επανασχεδιασμός της οικονομίας) συμπλέουν με την αναγκαιότητα βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και του επιχειρησιακού περιβάλλοντος. H ικανότητα επεξεργασίας και διαμόρφωσης ενός νέου σχεδίου ανάπτυξης προσκρούει στην ακαδημαϊκή προέλευση και αντίληψη της αριστεράς, η οποία πολλές φορές δυσκολεύει. Έτσι, ενώ ο πειρασμός να θεωρηθεί επαρκής ο εξορθολογισμός του υφιστάμενου συστήματος, εντούτοις την πραγματική πρόκληση συνιστούν η ιεράρχηση και οι νέες προτεραιότητες που αποτελούν τον πυρήνα του νέου κοινωνικού αιτήματος για μια δίκαιη ανάπτυξη που στοχεύει στην ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών με σεβασμό στο περιβάλλον και τη φύση. Αυτό ακριβώς συνιστά το περιεχόμενο της οργανικής επιστροφής της πολιτικής στο πεδίο άσκησης της οικονομικής πολιτικής, από την οποία εκδιώχθηκε μετά την επιδρομή της ελεύθερης αγοράς και την αποτυχία των «αυτοματισμών» της. Αυτή είναι η πρόκληση με την οποία πρέπει να αναμετρηθεί η αριστερά στη χώρα και αλλού. Έτσι, το κράτος, για μια άλλη φορά, υποστηρίζει και συνεισφέρει στη συνέχιση ενός αποτυχημένου παραγωγικού μοντέλου, που από μόνο του δεν μπορεί να αυτοσυντηρηθεί. Η αντιμετώπιση και η άρση των οικονομικών ανισοτήτων εκφεύγουν από τον αναπτυξιακό προορισμό και επιβάλλονται σαν υποχρέωση στο Κράτος και στην Κοινωνία.
Με τη διαφαινόμενη έξοδο από τα μνημόνια, το κλίμα και οι συνθήκες είναι πλέον ώριμες για την επεξεργασία ενός σχεδίου ανάπτυξης που ο ΣΥΡΙΖΑ χρεώθηκε με την εκλογική επιτυχία το 2015. Ήδη έχουν πραγματοποιηθεί εννέα συνέδρια, αριθμός ικανός για τις πρώτες εκτιμήσεις και παρατηρήσεις.
Ελλείψεις και αστοχίεςΗ προσυνεδριακή διαδικασία στηρίχτηκε σε πολλές επαφές με τοπικούς παραγωγικούς φορείς, εκπροσώπους της αυτοδιοίκησης και των ερευνητικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η συλλογή, η επεξεργασία και η στάθμιση των προτάσεων δεν εντάχθηκαν σε ένα συγκροτημένο γενικό μοντέλο για κάθε περιφέρεια ξεχωριστά. Έτσι, οι παράλληλες υπουργικές ανακοινώσεις δεν συναντήθηκαν σε ένα ενοποιημένο σχεδιασμό, αποστερώντας την πολλαπλασιαστική ισχύ των και την ανάδειξη του «κύριου» στόχου για κάθε περιφέρεια. Οι ανακοινώσεις δεν ανέφεραν την επιδιωκόμενη συμβολή του κάθε έργου σε συγκεκριμένους στόχους (ΑΕΠ, ποσοστό ανεργίας), καθιστώντας έτσι δύσκολη την αποτίμηση της αναπτυξιακής πορείας. Κάθε δράση επιδρά και επηρεάζεται από κάθε άλλη, και όλες μαζί εξυπηρετούν, αναλογικά, τους κεντρικούς εθνικούς στόχους.
Κατά τις προσυνεδριακές διαδικασίες η ελλιπής περιγραφή των δεδομένων της σημερινής κατάστασης, τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, παράλληλα με τις διεθνείς τάσεις στην αναδιάταξη του νέου καταμερισμού της εργασίας, δυσκόλεψαν την κατανόηση και εκτόξευσαν τις τοπικές αναμονές.
Η άκριτη συλλογή προφανών και λιγότερο προφανών αιτημάτων, συχνά τοπικιστικών και ασύνδετων με μια κεντρική στρατηγική μπορεί να ικανοποιούν πρόσκαιρες και βραχύβιες καλές εντυπώσεις, δεν καλύπτουν, όμως, μια συνεπή και ιεραρχημένη πορεία προς την ανάπτυξη.
Ιεράρχηση προτεραιοτήτωνΗ ανάδειξη και η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων είναι έργο που προϋποθέτει σε βάθος γνώση των χαρακτηριστικών παραμέτρων της σημερινής κατάστασης. Η διάθεση και η κατανομή των διαθέσιμων πόρων είναι η πιο «πολιτική» διαδικασία, προνομιακός χώρος για την εμπλοκή της κοινωνίας τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην υλοποίηση των έργων.
Το εθνικό σχέδιο ανάπτυξης δεν μπορεί να «συντίθεται» από αποσπασματικές παρεμβάσεις, αλλά, αντίθετα, «κατανέμεται» σε μια σειρά αλυσιδωτές παρεμβάσεις. Το υπουργείο Ανάπτυξης θα όφειλε να επωμισθεί τον επιτελικό και συντονιστικό ρόλο και την «ιδιοκτησία» του σχεδίου.
Το περιεχόμενο των μνημονικών μέτρων (μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής) και υποχρεώσεων δεν έφτασε ποτέ ικανοποιητικά «εκλαϊκευμένο» για να επιτρέψει μια άμεση πολιτική διαχείριση, αφήνοντας την κυβέρνηση να μάχεται, συχνά μοναχικά, με αδύναμη κομματική στήριξη. Μετά το δημοψήφισμα η λαϊκή παρέμβαση αδυνάτισε ή εξαφανίστηκε, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για εξελίξεις αναγκαστικής προσχώρησης και όχι δημιουργικής εμπλοκής.
Οι περιφέρειες της χώρας, που βρίσκονται σε διαδικασία υλοποίησης του τοπικού πενταετούς προγράμματος, καλούνται επιπροσθέτως να οργανώσουν και διαχειριστούν τόσο τα συνέδρια όσο και να υλοποιήσουν τις όποιες αποφάσεις.
Το έργο τους παραμένει κύρια γραφειοκρατικό. Η δομή και η λειτουργία των χρειάζεται να αναθεωρηθεί σε μια κατεύθυνση περιορισμού των διοικητικών διαβαθμίσεων και γεωγραφικής εκπροσώπησης, στοχεύοντας σε μια σαφέστερη διαχείριση της ευθύνης των έργων. Οι μετρήσιμοι στόχοι και τα κριτήρια παρακολούθησης επιτρέπουν καλύτερο συντονισμό και συγχρονισμό, ενώ διευκολύνουν και τον κοινωνικό έλεγχο.
Το έργο της ανάπτυξης είναι πολύ δύσκολο. Ανάπτυξη σε ένα χρεοκοπημένο κράτος, που οδηγήθηκε από δεκαετίες κακών καθεστωτικών πρακτικών σε πολλαπλά αδιέξοδα, είναι κύρια ένα πολιτικό στοίχημα που η Αριστερά καλείται να κερδίσει. Ο συνδυασμός πολιτικής βούλησης και οράματος, γνώσης, διαχειριστικής ικανότητας, είναι προϋπόθεση απαραίτητη, αλλά όχι ικανή από μόνη της να φέρει αποτελέσματα. Η ενεργή εμπλοκή της κοινωνίας και των οργανωμένων εκφραστών της είναι ο συνθετικός κρίκος των προϋποθέσεων και ο εγγυητής των εξελίξεων. Η απουσία – περιθωριακή παρουσία των συνδικαλιστικών φορέων στη συνεδριακή διαδικασία, αποστέρησε τη συμβολή των στον αναπτυξιακό σχεδιασμό και αποδυναμώνει τη στήριξη της υλοποίησης του προγράμματος που οι ίδιοι θα κληθούν να προσφέρουν.
Κύριος στόχος η μείωση της ανεργίαςΗ παραγωγική ανασυγκρότηση μόνη της μπορεί να φέρει ανάπτυξη, τουλάχιστον όχι αυτή που οραματιζόμαστε ως δίκαιη, αειφόρο, με σεβασμό στο περιβάλλον. Δεν εξασφαλίζει από μονή της τον περιορισμό των ανισοτήτων και δεν επαναφέρει και ισχυροποιεί την αξία της εργασίας σαν κινητήριο δύναμη της οικονομίας, ούτε νομιμοποιεί κανένα συμβόλαιο με το κεφάλαιο. Η ποσοτική στοχοποίηση και η υιοθέτηση κριτηρίων παρακολούθησης της πορείας των παρεμβάσεων είναι ένας ιδανικός τρόπος «εφαρμοσμένης» πολιτικής στην πλατύτερη και ουσιαστικότερη διάσταση της. Είναι ο χώρος της διαφοροποίησης της πολιτικής έκφρασης. Η διασφάλιση των πόρων, η στρατηγική στόχευση και η κατανομή τους καθιστά αναγνωρίσιμη την πολιτική στόχευση.
Η αριστερά έχει κατηγορηθεί για ιδεοληψίες που εκτρέφονται από την χαλαρή της σχέση με την επιχειρηματικότητα και την αγορά. Από «κρατισμούς» που θάλπονται από την αμηχανία που της προκαλεί η επαφή με τον ιδιωτικό τομέα. Για ένδειες ικανοτήτων που χρεώνονται οι πολλοί σε όφελος των λίγων, των «αρίστων».
Στην πορεία και την εξέλιξη των περιφερειακών συνεδρίων η αναφορά στην ΕΑΣ21 (Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική), είναι όχι μόνο σκόπιμη, αλλά απαραίτητη, στο μέτρο που εκφράζει τις μέχρι τώρα εκτιμήσεις για την πορεία, τουλάχιστον μέχρι το 2021. Σε αυτή οφείλουν να ενσωματωθούν όσες προτάσεις από τις περιφέρειες μπορεί να είναι συμβατές με τους στρατηγικούς εθνικούς στόχους.
Η μείωση της ανεργίας είναι ο κύριος στρατηγικός εθνικός στόχος και πρέπει να υπηρετείται από κάθε επιμέρους δράση και παρέμβαση. Στο ΜΠΔΣ ο στόχος για το ποσοστό ανεργίας το 2021 είναι 17,5%, το ΑΕΠ στα 210 δισ. Η νέα βελτιωμένη πρόβλεψη στοχεύει σε ένα ποσοστό ανεργίας όχι μεγαλύτερο του 12%. Η αναζήτηση προσθέτων εξωτερικών επενδύσεων κατά τουλάχιστον 4,3 δισ. μέχρι το 2021 θα μπορούσε να ανυψώσει το ΑΕΠ στα επίπεδα των 214 δις, αυτό σε συνδυασμό με τη δημιουργία τουλάχιστον 200 χιλ. επιδοτούμενων για 12 μήνες νέων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης. Οι στόχοι αυτοί δεν εκφράζουν μια απαραίτητα αριστερή πολιτική, είναι, όμως, οι προϋποθέσεις για έναρξη μιας νέας αναπτυξιακής πορείας (η μείωση της ανεργίας κάτω από το 12% στην επόμενη πενταετία και αντίστοιχα η αύξηση του ΑΕΠ στα 220 δισ. ΑΕΠ είναι στόχοι που πρέπει να εξυπηρετηθούν από τις συνθετικές προτάσεις που τα περιφερειακά συνέδρια καλούνται να επεξεργαστούν).
Η ιεράρχηση των στόχων σε άμεσους, μεσοπρόθεσμους και μακροχρόνιους, η διάκριση σε τοπικούς, περιφερειακούς, εθνικούς και η εκτίμηση στη θετική τους συμβολή στη μείωση της ανεργίας και το ΑΕΠ, είναι η μέθοδος που θα επιτρέψει την οργανική των ενσωμάτωση Το κόμμα οφείλει να ανασυγκροτηθεί και να καταστεί «ιμάντας επαφής» με τις τοπικές κοινωνίες προβάλλοντας και στηρίζοντας όλες τις δράσεις και τις πρωτοβουλίες που αναδεικνύουν το νέο αναπτυξιακό μοντέλο σε ένα συνεπή στρατηγικό σχεδιασμό.
Στήριξη της αναπτυξιακής προοπτικής από το κόμμαΗ επιστροφή στην πριν από τα μνημόνια εποχή μπορεί να μην συνιστά μονόδρομο, τίποτα όμως δεν μπορεί να αποκλείσει ένα νέο περιβάλλον ακόμη χειρότερο. Η διεθνής κατάσταση δεν επιτρέπει «πατριωτικές» φιλοδοξίες. Στη νεοφιλελεύθερη οικονομία η λιτότητα και οι ανισότητες συνιστούν συστατικά στοιχεία. Η υποχώρηση της εργασίας προς όφελος του του χρηματοδοτικού κεφαλαίου μπορεί να επιβάλει συμβιβασμούς επώδυνους και άδικους. Προϋπόθεση για την επανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας συνιστά η ενεργοποίηση και εμπλοκή της κοινωνίας στην επιδίωξη των στόχων και την ανάληψη ευθυνών, την υιοθέτηση δηλαδή ουσιαστικά οριζόντιων συμμετοχικών διαδικασιών που θα εξασφαλίσουν γνώση, κατανόηση και ενεργοποίηση.
Στα συνέδρια η θέση και εμπλοκή του κόμματος επιλέχτηκε να μην είναι πρωταγωνιστική. Η μετασυνεδριακή, όμως, εξέλιξη θα πρέπει να αποδώσει στις κομματικές οργανώσεις την πρωτοβουλία για την προώθηση των δράσεων, σε συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες. Το κόμμα θα πρέπει να επεξεργαστεί και υιοθετήσει οργανωτικές πρωτοβουλίες ικανές να στηρίξουν την αναπτυξιακή προοπτική. Αυτό συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός αμφίδρομου διάλογου που θα εστιάζει στην αποτίμηση της πορείας της ελληνικής κοινωνίας και της οικονομίας, στοχεύοντας στην «αριστερή έξοδο» από τα μνημόνια και στην παραγωγική ανασυγκρότηση που οφείλει να ανατρέψει τους μηχανισμούς που οδήγησαν στο σημερινό βάσανο.
•