Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η ένταση που προκλήθηκε στα Ίμια τις τελευταίες μέρες φαίνεται να έχει υποχωρήσει. Τα δύο εικοσιτετράωρα που κράτησε, ήταν αρκετά για να δουν το φως της δημοσιότητας διάφορες εκτιμήσεις για τις αιτίες που προκάλεσαν τη στάση της Άγκυρας στο συγκεκριμένο επεισόδιο. Το γεγονός, ωστόσο, είχε και μια άλλη πλευρά που θα έπρεπε να έχει τονιστεί. Καθώς συνέπεσε χρονικά με μια πρόσφατη έξαρση της ανησυχίας πολλών για τους κινδύνους που αντιπροσωπεύουν τα προβλήματα των σχέσεων με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, οδήγησε σε μια αυθόρμητη σύγκριση της σοβαρότητας των πραγματικών κινδύνων στη μια και στην άλλη περίπτωση.
Η σύγκριση, βέβαια, είναι συντριπτική για όσους ξεσηκώνουν το σύμπαν, κάθε φορά που γίνεται κουβέντα για την εξομάλυνση των σχέσεων της Ελλάδας με το βόρειο γείτονά της. Και προκαλεί, επίσης, εύλογα ερωτηματικά για όλους αυτούς: αν η διαπραγμάτευση για μια σύνθετη ονομασία που θα περιέχει το συνθετικό «Μακεδονία» ή «μακεδονικό» μπορεί, και κρίνεται αναγκαίο, να βγάλει στο δρόμο εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, ποια θα μπορούσε να είναι η ανάλογη αντίδραση για μια πολύ πιο απτή επικίνδυνη ενέργεια στα ανατολικά σύνορα αυτή τη φορά;
Το πραγματικό μέτωποΜακριά από εμάς η υποψία ότι προτείνουμε μια ανάλογη αντίδραση. Ωστόσο, από τα πράγματα πια αντιλαμβάνεται κανείς δύο τινά: αφενός, ότι η αντίδραση για τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν δήθεν οι ενδεχόμενες «υποχωρήσεις» έναντι της κυβέρνησης των Σκοπίων είναι εξόφθαλμα δυσανάλογη σε σχέση με την πραγματικότητα, αφετέρου ότι ο υπαρκτός κίνδυνος από την επιλογή μιας τυχοδιωκτικής πολιτικής θα πρέπει να αναζητηθεί ανατολικά. Από το συνδυασμό αυτών των δύο συμπερασμάτων μπορεί κανείς να καταλήξει αβίαστα στην αυτονόητη απόφαση να κλείσει το συντομότερο δυνατό μια εκκρεμότητα δεκαετιών στο Βορρά, να αποκατασταθούν οι καλύτερες δυνατές σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων για δύο τουλάχιστον λόγους: πρώτον, για να αποκτήσουμε μια φίλη χώρα στα βόρεια σύνορά μας και να αναπτύξουμε με αυτήν τις καλύτερες και πιο πολύμορφες σχέσεις, και, δεύτερον, για να αποτρέψουμε την κατάληψη αυτού του πεδίου διεθνούς συσχετισμού από ένα κράτος όπως της Τουρκίας, που η ηγεσία του αποτελεί παράγοντα αναταραχής και διαρκούς έντασης στην ευρύτερη περιοχή.
Μια τέτοια στάση υπαγορεύεται από μια σταθερή πολιτική προάσπισης της ειρήνης, της ύφεσης και της ανάπτυξης σχέσεων καλής γειτονίας με βάση το σεβασμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου. Το γιατί δεν την επιλέγει μεγάλο μέρος της αντιπολίτευσης με πρώτη και χειρότερη την ηγεσία της ΝΔ, είναι ένα θέμα που έχει την εξήγησή του. Αυτή η επιλογή, προφανώς, δεν υπαγορεύεται μόνο από τις ανάγκες μιας τρέχουσας αντιπολιτευτικής τακτικής, ακόμα και μιας τακτικής που δεν υπολογίζει την ιδιαιτερότητα των σοβαρών ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής. Έχει βαθύτερες καταβολές.
Η επιστροφή της εθνικοφροσύνηςΗ μεταπολεμική ιδίως δεξιά στη χώρα μας διαμόρφωσε ένα ιδεολογικό υπόβαθρο στηριγμένο στην εθνικοφροσύνη. Εκείνη, ως ιθύνουσα πολιτική δύναμη και νικήτρια του εμφυλίου, αντιπροσώπευε παν το εθνικώς συμφέρον. Οι αντίπαλοί της, και όχι μόνο της αριστεράς, ήταν εθνικώς ύποπτοι και οι τοποθετήσεις τους εξ ορισμού προδοτικές. Η εθνικοφροσύνη λειτούργησε σαν τυφλοσούρτης επί δεκαετίες και εξασφάλισε την κυριαρχία της δεξιάς. Και παρότι στη διάρκεια της μεταπολίτευσης υπήρξαν σαφή σημάδια απομείωσης της εξάρτησης από την εθνικοφροσύνη και αναζήτησης μιας πιο ανεκτικής στάσης, που να εξασφαλίζει την ιδεολογική ηγεμονία και όχι την κατασταλτική επιβολή της δεξιάς, ένα σημαντικό τμήμα της δεν θέλει, ίσως και δεν μπορεί, να ξεχάσει τις ευκολίες που παρείχε στην παράταξη αυτή η απαράδεκτη πολιτική.
Πέρα από αυτά όμως, η σημερινή ηγεσία της δεξιάς, παρά την προσπάθειά της να εμφανιστεί ως φιλελεύθερη και εκσυγχρονιστική, βρίσκεται υπό την επήρεια, αν όχι υπό τον έλεγχο, μιας τάσης η οποία έχτισε την πολιτική υπόστασή της και τις πολιτικές καριέρες των εκπροσώπων της ακριβώς πάνω στην εκμετάλλευση μιας νέου τύπου εθνικοφροσύνης.
Ας ανατρέξουμε στο παρελθόν τόσο του κ. Σαμαρά όσο και του κ. Γεωργιάδη. Και οι δύο έχτισαν τις καριέρες τους πάνω σ’ αυτή τη βάση. Κι αν δεν αποφάσιζαν να επενδύσουν στη ΝΔ το λίγο βιος που αποταμίευσαν με την ΠΟΛΑΝ και το ΛΑΟΣ αντίστοιχα, σήμερα θα αποτελούσαν ένα είδος γραφικών πολιτικών. Σήμερα, η επένδυση αυτή τους επιτρέπει να διαμορφώνουν την πολιτική μιας ηγεσίας της ΝΔ, που δεν έχει τα κότσια να χαράξει τη δική της προοπτική, στα βήματα που είχε τολμήσει μεταπολιτευτικά να κάνει η δεξιά στη χώρα μας.
Χωρίς ταλαντεύσειςΑν έτσι έχουν τα πράγματα, η στάση μιας κυβέρνησης της αριστεράς δεν μπορεί να χαρακτηριστεί από αμφιταλάντευση, επηρεαζόμενη από τις επιλογές παραγόντων που έχουν το βλέμμα στραμμένο στο βολικό γι’ αυτούς παρελθόν. Οφείλει να διακρίνεται από αποφασιστικότητα και χαμηλούς τόνους με στόχο την εκτόνωση των εντάσεων. Κι αυτό σημαίνει σταθερή γραμμή επίλυσης του μακεδονικού σε στέρεη βάση, χωρίς τον πειρασμό της εκμετάλλευσης της σχετικά ισχυρότερης θέσης, αλλά με σκοπό την οικοδόμηση σχέσεων καλής γειτονίας με αμοιβαίο όφελος για τους δύο γειτονικούς λαούς. Αν είναι σ’ αυτό το ζήτημα να χαραχθεί μια διαχωριστική γραμμή, τότε η κυβέρνηση οφείλει να τη χαράξει με την πολιτική της και να ζητήσει από τις άλλες δυνάμεις να τοποθετηθούν από τη μια ή από την άλλη πλευρά, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της επιλογής τους.
Η ίδια σταθερότητα πρέπει να χαρακτηρίζει την πολιτική της έναντι των πραγματικών κινδύνων που αντιπροσωπεύει η τυχοδιωκτική τακτική της Άγκυρας. Το χειρότερο που θα μπορούσε να κάνει, θα ήταν να παρασυρθεί σε μια δήθεν αποφασιστική και «εθνικά υπερήφανη» τάχα λογική αυξανόμενης έντασης ή σε μια μίμηση της τακτικής εσωτερικής αξιοποίησης κάθε πραγματικής δυσκολίας που ακολουθεί η ΝΔ, επιζητώντας τάχα πιο δυναμική στάση από τη μεριά της κυβέρνησης, ενώ στην πραγματικότητα αποβλέπει σε μια φθηνή μικροκομματική εκμετάλλευση.
Χ. Γεωργούλας