Μέσα από τα επίσημα πρακτικά
Του Στάθη ΚουτρουβίδηΦέρνουμε σήμερα στο φως ένα ντοκουμέντο, τα συντομευμένα πρακτικά της δίκης των τεσσάρων μελών της Αντιπολεμικής Αντιεθνικιστικής Συσπείρωσης (μας τα παραχώρησε με χαρά ο Βασίλης Παπαστεργίου), επιχειρώντας να αναδείξουμε το κλίμα τρομοκρατίας μέσα στο οποίο είχε διεξαχθεί η δίκη το 1992. Τα πρακτικά αυτά, παρά τη λογική απόκρυψης του συνόλου και των λεπτομερειών της διαδικασίας, μας βοηθούν να ανασυστήσουμε τουλάχιστον ένα μέρος του κλίματος της περιόδου, που ίσχυε και πριν και μετά και σίγουρα κατά τη διάρκεια της δίκης.
Η δίκη ξεκίνησε μέσα σε κλίμα απίστευτου εκφοβισμού, που είχαν επιβάλλει τα κυρίαρχα κόμματα και τα ΜΜΕ. Όσοι τολμούσαν να εκφέρουν μια διαφορετική γνώμη ήταν απλά «μειοδότες» και έπρεπε να καταδικαστούν. Το ρεύμα της εθνικιστικής έξαρσης ήταν κυρίαρχο σε όλα τα επίπεδα. Όπως περιγραφόταν με χαρακτηριστικό τρόπο στο κατηγορητήριο, οι κατηγορίες που βασίζονταν στις ένορκες εκθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, στην έκθεση σύλληψης και στην έκθεση παράδοσης και κατάσχεσης ήταν διασπορά ψευδών ειδήσεων, πρόκληση των πολιτών σε διχόνοια και διατάραξη των εξωτερικών σχέσεων της χώρας.
Τα τέσσερα μέλη της Συσπείρωσης συνελήφθησαν τον Απρίλιο του 1992, επειδή μοίραζαν προκηρύξεις με αντιπολεμικό, αντιεθνικιστικό και φιλειρηνικό περιεχόμενο (βλ. Εποχή, 11/2/2018).
Η δίκη ξεκίνησε την 5η Μαΐου 1992 και αποτέλεσε ορόσημο ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων. Η σύνθεση του δικαστηρίου ήταν: Χαραλαμπία Σίμου (πρόεδρος), Μιλτιάδης Χατζηγεωργίου, Αναστάσιος Μουζάκης (πλημμελειοδίκης) και Ειρήνη Πανταζή Μελίστα. Συνήγοροι υπεράσπισης ορίστηκαν: οι Κ. Διάκος, Α. Ζορμπαλά, Κ. Παπαδάκης και Π. Αθανασόπουλος. Κατά τη διάρκεια της δίκης βρέθηκαν και άλλοι που ανέλαβαν την υπεράσπιση, όπως ο Π. Τακόπουλος και η Γ. Κούρτοβικ. Μεταξύ των μαρτύρων υπεράσπισης ήταν οι Γ. Τζανετάκος, Π. Κοσμάς Β. Παπαστεργίου, Τ. Κωστόπουλος.
Από τα πρακτικά της δίκης διαπιστώνει κανείς με ευκολία την προσπάθεια της έδρας να επιβάλει ένα αυταρχικό κλίμα, μέσω της επανειλημμένης απαγόρευσης ερωτήσεων και απαντήσεων όσον αφορά τους μάρτυρες υπεράσπισης. Αυτό καταδεικνύει και το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που είχε εγκαθιδρυθεί στην αίθουσα, αλλά και συνολικά στην κοινωνία εκείνη την περίοδο. Είχαν προηγηθεί τα μεγάλα εθνικιστικά συλλαλητήρια. Μάταια, οι μάρτυρες υπεράσπισης επιχείρησαν να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς του δικαστηρίου και της έδρας, υποστηρίζοντας το αυτονόητο, «ότι δεν είναι δυνατόν να διώκεται η διαφορετική άποψη». Πρόκειται, όπως τόνιζαν με χαρακτηριστικό τρόπο και οι κατηγορούμενοι στις απολογίες τους, για μια σύγχρονης μορφής πολιτική δίκη.
Οι αντιδράσεις στο κλίμα τρομοκράτησηςΟι κατηγορούμενοι όμως κατά τη διάρκεια της δίκης δεν βρέθηκαν μόνοι τους. Αυτό φάνηκε και από το εύρος των μαρτύρων υπεράσπισης. Πρώτος μάρτυρας υπεράσπισης κλήθηκε ο τότε βουλευτής του Συνασπισμού, Φώτης Κουβέλης. Ο Κουβέλης επεσήμανε ότι «ο κάθε πολίτης δικαιούται να προβάλει την άποψή του». Σε μια κατοπινή αποστροφή του λόγου του, μάλιστα, υποστήριξε ότι είναι «εξαιρετικά επικίνδυνο να χωριστεί το έθνος σε πλειοδοσίες και μειοδοσίες». Και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα «διατυπώνουν μια κριτική που δικαιούνται να διατυπώνουν, ούτε ψευδείς ειδήσεις διασπείρουν, ούτε προσβάλουν», όπως ήθελε η κατηγορία. Ακολούθως ως μάρτυρας υπεράσπισης κατέθεσε ο τότε ευρωβουλευτής του ΝΑΡ, Δ. Δεσύλλας, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ανθρώπους πτυχιούχους, που δεν είχαν πρόθεση να διαταράξουν τις διεθνείς σχέσεις της χώρας και ειδικά τις σχέσεις με τη γείτονα. Στην αποστροφή του λόγου δήλωσε «υπηρέτησε τριάντα μήνες στο στρατό στην Ορεστιάδα και δεν θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει την πατριωτική του συμπεριφορά». Η πρόεδρος του δικαστηρίου ζήτησε να ανακαλέσει ο μάρτυρας. Ο Δεσύλλας αρνήθηκε και συνέχισε παρά την πίεση της έδρας, ενώ σε ερώτηση του συνηγόρου υπεράσπισης για την τουρκική μειονότητα στην Ελλάδα, η πρόεδρος απαγόρευσε την απάντηση.
Τρίτος μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο Αντώνης Λιάκος. Κατέθεσε ότι γνώριζε τους κατηγορούμενους, διότι ήταν φοιτητές του, και στη συνέχεια αναφέρθηκε στην ουσία της κατηγορίας: «Όπως οι πολίτες έχουν δικαίωμα να εκφράζουν γνώμη στα εσωτερικά, έτσι έχουν δικαίωμα για τα εξωτερικά. Πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε μια ευνομούμενη πολιτεία και η ελευθερία της έκφρασης πρέπει να γίνει με προσοχή. Το μεγαλύτερο μέρος [της προκήρυξης] μιλά για την εξωτερική πολιτική (…). Είναι μια άποψη συνεργασίας με άλλους γειτονικούς λαούς. Η προκήρυξη δρα καθησυχαστικά». Από τη θέση του μάρτυρα υπεράσπισης ο τότε βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Γ. Παπανδρέου, υποστήριξε ότι η διαδικασία δύναται να οδηγήσει σε περίεργες ατραπούς τη συζήτηση, την οποία περιέγραψε ως άκρως ανθελληνική. «Το ότι σήμερα συζητάμε σε ένα δικαστήριο για μια προκήρυξη, αποτελεί κίνδυνο για τη χώρα, μια ενέργεια που αλλοιώνει τις αξίες και τις παραδόσεις της». Μετά την εξέταση των μαρτύρων ακολούθησε η σειρά των απολογιών των τεσσάρων κατηγορουμένων, με τις οποίες αρνήθηκαν τις κατηγορίες.
Μια προειλημμένη απόφασηΑλλά στη φάση του υποτιθέμενου κινδύνου εκ του Βορρά, τίποτα δεν ήταν αυτονόητο. Η απόφαση έμοιαζε να είχε ληφθεί από πριν. Η έδρα ήταν αποφασισμένη να κλείσει την υπόθεση με την καταδίκη των κατηγορουμένων και παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για εμφανώς κατασκευασμένες κατηγορίες. Χωρίς να υπάρχει καμία ανάλυση σκεπτικού στην απόφαση, αντέγραφε τμήματα της προκήρυξης:
«Δια του Τύπου, έθεσαν σε διατάραξη κινδύνου τις φιλικές σχέσεις του ελληνικού κράτους με τα κράτη της Αλβανίας και της τ. Γιουγκοσλαβίας. Συγκεκριμένα, αυτοί κατά τον παραπάνω χρόνο στην Αθήνα στην πλατεία Ομονοίας μοίραζαν προκηρύξεις σε πολίτες με τον τίτλο: “όχι στον εθνικισμό και στον πόλεμο”, στις οποίες εμπεριέχονταν οι φράσεις: “θέλουν να μας κάνουν να δεχόμαστε αδιάφορα τις δολοφονίες Αλβανών φυγάδων από ειδικά αστυνομοστρατιωτικά σώματα που έχουν συγκροτήσει… Όχι στο κλίμα του πολέμου με την τ. Γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Πρέπει να σταματήσει η επιλεκτική και ρατσιστική αντιμετώπιση των γειτονικών με το πρόσχημα της χρήσης του ονόματος Μακεδονία, που στο κάτω – κάτω το χρησιμοποιούν εδώ και μισό αιώνα”», έλεγε η απόφαση που τελικά λήφθηκε και καταδίκαζε τους τέσσερις κατηγορούμενους σε 19 μήνες φυλακή και σε πρόστιμο 50.000 δρχ.
•