Μια συνέντευξη με τον Παντελή Μπουκάλα είναι λόγος αγωνίας, λαχτάρας, καταβύθισης, αλλά τελικά κερδίζει η χαρά. Χαρά που είναι ακριβώς όπως τον φαντάζεσαι και τον προσδοκάς, όταν διαβάζεις τα γραφτά του είτε είναι δημοσιογραφικά κείμενα είτε ποίηση είτε μελέτες, δοκίμια ή μεταφράσεις αρχαιοελληνικής γραμματείας. Αντιδογματικός και ιδεολόγος. Καίριος και σεμνός. Τα λόγια του μεστά, δεν περισσεύει τίποτα.
Είναι τόσο πολλά αυτά που έχει διαβάσει και σημαντικά αυτά που έχει γράψει, που αφορμές για αυτή τη συνάντηση θα μπορούσαν να είναι αρκετές. Για παράδειγμα, η έκδοση του δεύτερου τόμου των δοκιμίων του για το δημοτικό τραγούδι από την Άγρα με τίτλο «Το αίμα της αγάπης» (βλ. «Εποχή, 18.02.2018) ή το διδακτορικό που θα υποστηρίξει τον επόμενο μήνα στη Φιλοσοφική Σχολή στην Κύπρο, με θέμα τις αναφορές του δημοτικού τραγουδιού στους έρωτες μεταξύ αλλοθρήσκων και αλλοεθνών.
Όμως η χαρά είναι διπλή, γιατί η αφορμή για τη συζήτηση με τον Παντελή Μπουκάλα είναι η έκθεση «Τό θέμα είναι τώρα τί λές. Η ζωή και το έργο του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη», που φιλοξενείται από τις 12 Φεβρουαρίου έως τα τέλη Οκτωβρίου, στον εκθεσιακό χώρο του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία. Στην έκθεση αυτή ο Π. Μπουκάλας έχει συμβάλει ως μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής, μαζί με την Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου και την Ελισάβετ Κοτζιά. Έχει, άλλωστε, ήδη ανθολογήσει, επιμεληθεί και γράψει για το έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη. «Ενός ποιητή και πολίτη με συνολική παρουσία, η μνήμη της ζωής του οποίου είναι ενοχλητική» επισημαίνει ο Π. Μπουκάλας. «Διότι καταδικάστηκε από την πατρίδα του σε θάνατο. Στην έκθεση αυτή δεν κρύβεται καμιά πτυχή της ζωής του, όπως το γεγονός ότι ήταν μέλος της ΕΟΝ σε ηλικία 10 χρόνων.»
Πρόκειται, μάλιστα, για μια έκθεση που έχει παρελθόν. Ξεκίνησε το 2015, χρονιά που είχε κηρυχθεί ως έτος Μανόλη Αναγνωστάκη, από τη γενέτειρα του σπουδαίου στοχαστή και ποιητή, την Θεσσαλονίκη, υπό την επιστημονική επιμέλεια της Ελεονώρας Σκουτέρη – Διδασκάλου, και με αφορμή τα 90 χρόνια από τη γέννησή του και τα 10 από το θάνατό του. Η έκθεση μεταφέρθηκε στην Αθήνα με τη φροντίδα και τη βοήθεια του γιου του ποιητή, Ανέστη Αναγνωστάκη, και του αρχείου του Δήμου Θεσσαλονίκης. Στην Αθήνα, προστέθηκαν ως συμβαλλόμενοι τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας και το Μουσείο Μπενάκη.
Έχει σημασία να επισκεφτούν την έκθεση ιδίως μαθητές, με τα σχολεία τους, στους οποίους προσφέρεται και ειδική ξενάγηση, γιατί χωρίς να είναι πολύ μεγάλη, δίνει προσεκτική και πλήρη εικόνα του στοχαστή και ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη και του έργου του και είναι με ελκυστικό τρόπο στημένη.
Υπάρχει, τέλος, ένας ακόμη λόγος χαράς, που φιλοξενούμε τον Παντελή σε αυτές τις σελίδες ξανά, αφού ήταν μέλος της συντακτικής ομάδας της Εποχής εξ αρχής και τακτικός αρθρογράφος της τελευταίας σελίδας της με τη στήλη «Παρόλ’ αυτά». Ο λόγος δικός του.
«Οταν, το Δεκέμβρη του 1990, ξεκίνησα να φτιάχνω τη σελίδα του βιβλίου στην Καθημερινή, είχα σκεφτεί να γράψω και μια στήλη, με τίτλο «Εις σε προστρέχω», και να ζητάω από παλαιούς ποιητές, που εγώ αγαπούσα, μεγάλους ποιητές και σε ηλικία και σε κύρος, να μου γράφουν τι διάβασαν. Ο πρώτος που σκέφτηκα ήταν ο Μανόλης. Μού ’δωσε. Η δεύτερη ήταν η Δημουλά και μετά σταμάτησα τη στήλη, γιατί δείλιαζα να απευθυνθώ σε οποιονδήποτε άλλον. Τότε είχε γράψει: «Στην ποίηση γυρνώ ξανά και ξανά στον Κάλβο και στους ελάσσονες μεταπολεμικούς (Καρυωτάκης, Άγρας, Μελαχρινός, Φιλύρας κ.ά.) καθώς και στους εφηβικούς μου, μα πάντα ποιητικά και συναισθηματικά ανεξάντλητους, Απολλιναίρ, Ζαμ, Μυλόζ. Εχω χρόνια να ξαναπιάσω Καβάφη και Σεφέρη –έχουν συσσωρευτεί τόσα φιλολογικά «μαλάματα» απάνω τους και κάπου αισθάνομαι προδομένος.» Δεν του άρεσε ο Σολωμός, που εμένα ήταν η λατρεία μου. Του άρεσαν πολύ οι χαμηλοί ποιητές. Είχε την αίσθηση της δικαιοσύνης που χρειάζεται απέναντι στους ελάσσονες, τους λεγόμενους, όλη τη γενιά του ’30, γιατί σκιάστηκαν από τον Σεφέρη. Η ποίηση έχει τις κορυφές της, αλλά στις κοιλάδες υπάρχουν άνθρωποι που πάσχουν, βασανίζονται, γράφουν ωραία πράγματα. Για μένα δεν μετράει μόνο νά ’σαι ποιητής, πρέπει νά ’σαι και κάτι παραπάνω. Γι’ αυτό και η ακολουθία στο κεφάλι μου είναι: Σολωμός, Παλαμάς, Σεφέρης. Ο Καβάφης δεν έγραψε πολλά στοχαστικά κείμενα έξω από την ποίησή του. Ο Ελύτης το ίδιο.»
Γιατί ξεχωρίζειο Μανόλης Αναγνωστάκης«Γιατί, αυτό που νωρίς έγραψε ο Μαρωνίτης, στο πρόσωπο του Αναγνωστάκη υπάρχει η διάρκεια. Στην πρώτη μεταπολεμική γενιά ποιητών δεν υπάρχουν μόνο αριστεροί ποιητές, αλλά και άλλοι που είναι αδιάφοροι, ουδέτεροι ή δεξιοί. Ταυτιζόμενος, όμως, αισθανόμουν πάντα με τον Αναγνωστάκη, με τον Κατσαρό και με τον Αλεξάνδρου. Σε δεύτερο βαθμό με τον Πατρίκιο, του οποίου εκτιμώ την επιμονή να βρίσκεται στα γράμματα και να μην είναι μέτριος. Ο Μιχάλης Κατσαρός ήταν ένας αυτοαναλωθείς πρωτοπόρος, ο ποιητής των δύο συλλογών. Μετά επήλθε η πλήρης πνευματική του συντριβή, γιατί είναι ο προφήτης που δεν εισακούστηκε. Ο Άρης Αλεξάνδρου έφυγε, πήγε στο εξωτερικό και σταμάτησε να γράφει ποιήματα. Ο βίος του μετά την εξορία δεν είναι ενσωματωμένος στην αγωνία της Αριστεράς. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, αντίθετα, συνέχισε να είναι ενσωματωμένος στις αγωνίες της Αριστεράς με όλους τους τρόπους και να φθείρεται. Να είναι υποψήφιος του ΚΚΕ Εσωτερικού ή της Συμμαχίας Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων και, μάλιστα, να έρχεται τρίτος στη σταυροδοσία γιατί η κομματική γραμμή ήταν άλλη. Δεν συμφωνώ ότι υπήρξε μυθική σιωπή του Αναγνωστάκη. Κάποια στιγμή σταμάτησε να γράφει ποιήματα. Όμως συνέχισε να είναι δημοσιογράφος, κριτικός, σχολιαστής, να είναι στο ραδιόφωνο, να κάνει τις σειρές στις εκδόσεις Νεφέλη –πεζογραφία, ανθολογία. Δεν μιλάς μόνο με ποίηση. Δεν είχε διαλέξει μία φωνή, είχε πολλές φωνές. Παρόλ’ αυτά έκανε το Υστερόγραφο, παρόλ’ αυτά έκανε τον Μανούσο Φάσση, που ως εγχείρημα είναι εξαιρετικό γιατί μας οδηγεί σε μια παράδοση που έχουμε στην Ελλάδα, κορυφαίοι λυρικοί ποιητές να είναι και κορυφαίοι σατιρικοί ποιητές. Σολωμού αρξαμένου. Παράδοση που συνεχίστηκε με τον Παλαμά, τον Βάρναλη, τον Σεφέρη, ο οποίος είχε μεν φοβερή σατιρική φλέβα, αλλά φοβήθηκε το ποιητικό προφίλ του. Σε αυτήν την κατηγορία έρχεται ο Αναγνωστάκης και το κάνει με έναν εντελώς πρωτότυπο τρόπο, κατασκευάζει έναν ποιητή. Ο Μανούσος Φάσσης είναι ένας ολόκληρος ποιητής, του κάνει βιογραφικό, του βγάζει φωτογραφίες, αφήνει να διασπαρούν συνεντεύξεις του. Η σατιρική του φλέβα επικυρώνει το λυρισμό του.»
Ισχυρή αναφορά στο παρόν αλλά συνάμα διαχρονικός«Ο Μανόλης Αναγνωστάκης καταφέρνει και βγαίνει και λίγο έξω από την εποχή του. Δεν πραγματολογεί. Ακόμα κι όταν αναφέρεται σε ονόματα. Για παράδειγμα, το εβραϊκό όνομα που θα ακούσεις, ενταγμένο στο χώρο της Θεσσαλονίκης, αποκτά από την αρχή συμβολική αξία. Είσαι σε μια πόλη η οποία δεν ήταν ελληνική, εξελληνίστηκε με πολλούς τρόπους, βίαιους. Η εβραϊκή παρουσία, λοιπόν, είναι μια σφραγίδα στην πόλη, που σε καλεί να ξανασκεφτείς.»
Άξιες νέες γραφές«Υπάρχει ένας πληθωρισμός εκδοτικός, που έχει να κάνει με την αγορά, αλλά υπάρχουν μέσα σε αυτόν άξιες γραφές. Δεν είμαστε ποιητικός λαός, όπως ισχυρίζονται πολλοί. Αλλά δεν έχει τελειώσει το εγχείρημα της ποίησης στην Ελλάδα. Απλώς η υπερβολή δυσκολεύει την προσέγγιση. Τώρα πόσο διαβάζουν προς τα πίσω… Υπάρχουν πάντα άνθρωποι που δεν αρκούνται στο τάλαντο και δουλεύουν, σκάβουν, ψάχνουν και δεν πιστεύουν ότι η ιστορία αρχίζει μόλις αυτοί γεννήθηκαν. Τους διακρίνεις εύκολα ποιοι είναι αυτοί που το πάθος τους το κάνουν και άσκηση. Η σκυταλοδρομία στην ποίηση περιλαμβάνει και τους ελάσσονες και πρέπει και αυτούς να τους διαβάζουμε. Επίσης, πρέπει να διαβάζουμε αυτούς που στην εποχή τους τιμήθηκαν ως μείζονες, αλλά οι επόμενες γενιές είπαν, για διάφορους λόγους, ότι δεν ήταν και τόσο σπουδαίοι. Εμείς πρέπει να φτιάξουμε τη δική μας γνώμη.»
Η αθλητικογραφία στην πολιτική«Αυτό που για χρόνια γινόταν αυστηρά στο χώρο της αθλητικογραφίας, δηλαδή οι ρεπόρτερ και οι σχολιαστές να είναι με τη φανέλα της ομάδας τους, γίνεται πλέον και στην πολιτική δημοσιογραφία. Κατεβαίνουμε με τη φανέλα του κόμματος ή της παράταξής μας. Το δόγμα μου είναι ότι ποτέ δεν σου δίνουν περισσότερη ελευθερία από αυτή που θα διεκδικήσεις για να πάρεις. Αυτό έχει ρίσκο. Κάποτε υπήρχαν δύο κατηγορίες ανθρώπων που ήξεραν περισσότερα από τους άλλους, οι διορθωτές και οι συντάκτες ύλης. Ήταν περισσότερο μορφωμένοι και από τους πολιτικούς γιατί όφειλαν να ξέρουν απ’ όλα. Σήμερα, η βοήθεια του διαδικτύου έχει αποκοιμίσει τους ανθρώπους.»
Δημοτικά τραγούδια, αγκωνάρι ν’ ακουμπήσεις«Βλάχος είμαι, από χωριό. Όχι με βήτα κεφαλαίο, από αυτούς που δεν μιλάγανε πολιτικά, αθηναϊκά. Μεγάλωσα με τραγούδια, για την ακρίβεια μοιρολόγια, από όταν γεννήθηκα. Μίλαγα –σε συνέδρια, αφιερώματα– και έγραφα για αυτά, και κάποια στιγμή είδα ότι είχαν μαζευτεί αρκετά κείμενα, που χωρίζονταν σε καμιά δεκαριά θεματικές. Τα συμπλήρωσα και παρέδωσα την ύλη, τον Ιούλιο του 2011, για να γίνει ένα βιβλίο με δέκα κεφάλαια. Μετά, όμως, αποφάσισα να διευρύνω τη βιβλιογραφία μου και κινητοποίησα όλους τους φίλους μου. Βρήκα πράγματα που δεν θα τα έβρισκα αλλιώς. Αποφάσισα ότι θέλω να βρω και κάνω παράλληλη ανάγνωση σε όλη τη δημοτική ποίηση όλων των, λεγόμενων, σύνοικων λαών, Πομάκοι, Τσιγγάνοι, Εβραίοι, Αρβανίτες, και των περίοικων λαών με τους οποίους είμαστε ταυτόχρονα στην ιστορία. Βρήκα δημοτικά τραγούδια ρουμάνικα, ελάχιστα σέρβικα και βουλγάρικα. Έτσι φούσκωσαν τα βιβλία και καθεμιά θεματική έγινε ένα βιβλίο. Και έτσι γυρίζω όλη την Ελλάδα, με τις παρουσιάσεις των βιβλίων. Μάλιστα όλο και περισσότερο με την παρουσία μουσικών οργάνων, κάτι που μου αρέσει ιδιαιτέρως. Γίνεται, λοιπόν, ένα γεγονός το οποίο με υπερβαίνει, για το οποίο είμαι απλώς η αφορμή. Βρήκα ομορφιά, βρήκα γλώσσα, βρήκα ποίηση, αγκωνάρι να ακουμπήσω.»
Μια καινούργια ήττα για την Αριστερά«Είναι μια καινούργια ήττα για την Αριστερά, την οποία οφείλουμε να την ζήσουμε, χωρίς μελοδράματα και χωρίς προδοτολογίες. Δεν χρειαζόμαστε κι άλλους ήρωες κι άλλα αγάλματα. Αν δεν είμαστε τίμιοι με τον εαυτό μας και νομίζουμε ότι θριαμβεύουμε αυτή τη στιγμή, η ήττα μας θα γίνει φαρσική. Ας είναι τουλάχιστον τραγική. Από την τραγωδία –μέσα μας– μπορεί να βρούμε και κάποια κάθαρση. Αυτοί είμαστε, δεν είμαστε άλλοι. Δεν υπάρχουν κάπου καλύτεροι αριστεροί. Αυτή η ιστορία με το ηθικό πλεονέκτημα πρέπει να σταματήσει. Οι νεκροί μας δεν είναι ηθικό πλεονέκτημα. Και του εμφυλίου ήταν νεκροί μας. Στον εμφύλιο χάθηκε το ηθικό πλεονέκτημα. Έμεινε στα ξερονήσια. Δεν το πήραμε πίσω οι επόμενες γενιές.»
Ζωή ΓεωργούλαΕκόμισε εις την τέχνηΠώς είναι να μιλάς μ’ έναν άνθρωπο που έχει ζήσει περισσότερα από σένα, και μολαταύτα να μη θέλει να σου επιβληθεί με την πλούσια πείρα του και να σε κάνει να νιώσεις υποδεέστερος; Να μη θέλει να σου υποδείξει, αλλά απλώς να σου δείξει, να σου φανερώσει; Μ’ έναν άνθρωπο λιγομίλητο, όχι από έπαρση και πόζα, αλλά επειδή ξέρει καλά πόσο βαραίνουν οι λέξεις, και πόσο βαθιά καρφώνονται αν τις οξύνει η ειλικρίνεια, η τιμιότητα; Έτσι ο Μανόλης Αναγνωστάκης, από τις ξεχωριστές φωνές της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς, που χαρακτηρίστηκε γενιά της ήττας, όμως ο ίδιος δεν αποδέχτηκε ποτέ τον χαρακτηρισμό. Εκόμισε στην τέχνη την αμεσότητα που δεν τη βαλτώνει η γλυκερή αισθηματολογία και η οίηση του «στάσου να σου πω εγώ». Τον κουβεντιαστό, συντροφικό τόνο, που αποτελεί απαραγνώριστο στοιχείο της ποίησής του. Την αυστηρή όσο και βασανισμένη μελέτη του ζεστού ακόμα ιστορικού χρόνου, στη διάρκεια του οποίου τα ουμανιστικά οράματα άφησαν τη θέση τους σε βαρύτατα τραύματα, προσωπικά και συλλογικά. Τη σκεπτική ειρωνεία στα ποιήματά του, ήρεμη γιατί ξέρει τη δύναμή της και δεν έχει λόγους να επιδεικνύεται, και την ανελέητη –και ταυτόχρονα τερπνότατη– σάτιρα, έτσι όπως απελευθερώθηκε στα κείμενά του, πεζά και στιχουργημένα, που απαρτίζουν τον κύκλο του Μανούσου Φάσση. Τον αυστηρό κριτικό του νου, που δεν απιστούσε στις αρχές του ούτε όταν καταπιανόταν με το έργο οικείων και (περίπου) ομοϊδεατών, και δεν δίσταζε να ασεβήσει απέναντι στους «κεκυρωμένους» και να υποδείξει τις αδύναμες στιγμές τους. Τη μη ιδεολογική προσέγγιση της τέχνης του λόγου, την άρνησή του να τη διαβάσει με παραταξιακές ή κομματικές παρωπίδες. Ποιητής άξιος και στοχαστής με πλούσια και συνεπή αντιδογματική σκέψη, ο Αναγνωστάκης ήταν πρωτίστως πολίτης. Λυρικός, ρεαλιστής, σατιρικός, μας πρόσφερε σοβαρότατους λόγους να εμπιστευόμαστε την ποίηση, κι ας ξέρουμε μαζί του ότι η δύναμή της δεν αρκεί να αλλάξει τον κόσμο, καμιά φορά ούτε το άτομο.
Του Παντελή Μπουκάλα, από την εισαγωγή του βιβλίου «Μανόλης Αναγνωστάκης. Δημιουργώντας μια ποίηση πάνω από κάθε καταστροφή» της σειράς Έλληνες Ποιητές, Καθημερινές Εκδόσεις Α.Ε., 2014.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣΈνα απόγευμα στην έκθεση για τον Μανόλη ΑναγνωστάκηΤο Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, συμμετέχοντας στον εορτασμό για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, πραγματοποιεί εκδήλωση, την Τετάρτη 21 Μαρτίου, στις 6.30μμ, στο πλαίσιο της έκθεσης «Τό θέμα είναι τώρα τί λές. Η ζωή και το έργο του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη», που φιλοξενείται από τις 12 Φεβρουαρίου έως τα τέλη Οκτωβρίου στον εκθεσιακό χώρο του Ιδρύματος (Βασ. Σοφίας 11, είσοδος από οδό Σέκερη).
Ανάμεσα στα χειρόγραφα, τα προσωπικά αντικείμενα και τις ποιητικές συλλογές του Μανόλη Αναγνωστάκη, καθώς και στα τεκμήρια των εποχών που αυτός και οι ομότεχνοί του έδρασαν, ο ποιητής και συγγραφέας, Παντελής Μπουκάλας και η ομότιμη καθηγήτρια του ΑΠΘ, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, θα μιλήσουν για τον ποιητή και το αποτύπωμα που άφησε στα πεδία του πολιτισμού και της πολιτικής, ενώ ο Μιχάλης Γρηγορίου, θα μοιραστεί την εμπειρία της μελοποίησης των έργων του. Οι ηθοποιοί Μαρία Σκουλά και Θανάσης Δόβρης θα απαγγείλουν επιλεγμένα ποιήματά του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Η εκδήλωση εντάσσεται στο πρόγραμμα της διοργάνωσης «Αθήνα Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου» της UNESCO.
Η έκθεση «Τό θέμα είναι τώρα τί λές. Η ζωή και το έργο του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη» λειτουργεί καθημερινά 9πμ - 4μμ, Πέμπτη 9πμ - 8μμ, Σαββατοκύριακο 10πμ - 3μμ, με ελεύθερη είσοδο.