Καουτέρ Αντιμί “Τα πλούτη μας” (μτφ. Έφη Κορομηλά, εκδ. Πόλις, 2018)Οι πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος της Αλγερινής Καουτέρ Αντιμί είναι σαν μια κάμερα στο χέρι που σιγά σιγά εισδύει στην καρδιά του Αλγερίου, ενώ η φωνή κάποιου αφηγητή σχολιάζει στον θεατή/αναγνώστη τη «γέφυρα που τη μοιράζονται αυτόχειρες και ερωτευμένοι», «τα σημάδια που άφησαν στους τοίχους σφαίρες που θέρισαν συνδικαλιστές, καλλιτέχνες, στρατιωτικούς, δασκάλους, ανώνυμους, παιδιά», και έτσι, κινούμενη μέσα στον δαίδαλο από τα σοκάκια, η κάμερα θα έρθει μέχρι την οδό Χαμανί (πρώην οδό Σαρράς), στον αριθμό 2Β, και θα σταματήσει μπροστά στη βιτρίνα ενός μικροσκοπικού χώρου, μόλις επτά επί τέσσερα μέτρα, σε μια βιτρίνα όπου υπάρχει η επιγραφή «Ένας άνθρωπος που διαβάζει αξίζει για δύο». Εκεί, σε αυτή την τρύπα, ξεκίνησε το 1936 ο Εντμόν Σαρλό, σε ηλικία μόλις 21 ετών, τη μεγάλη περιπέτεια του βιβλιοπωλείου / εκδοτικού οίκου / δανειστικής βιβλιοθήκης που βάφτισε «Τα αληθινά πλούτη».
Ο Εντμόν Σαρλό υπήρξε ιστορική μορφή των γραμμάτων στην Αλγερία και τη Γαλλία. Φανατικός λάτρης του βιβλίου («τι πιο σημαντικό από τη λογοτεχνία υπάρχει στον κόσμο;»), προσπάθησε (και τα κατάφερε για ένα διάστημα) να μετατρέψει το βιβλιοπωλείο του «Τα αληθινά πλούτη» σε έναν πραγματικό πόλο ζωντανής και ανήσυχης πνευματικής ζωής: «ένα βιβλιοπωλείο που θα πουλάει καινούργια και μεταχειρισμένα βιβλία, θα δανείζει, και δεν θα είναι απλώς εμπορικό κατάστημα, αλλά και τόπος συναντήσεων και ανάγνωσης. Ένας τόπος φιλίας, κατά κάποιον τρόπο, αλλά με μια μεσογειακή πινελιά: να προσελκύει συγγραφείς και αναγνώστες απ’ όλες τις χώρες της Μεσογείου, χωρίς διακρίσεις γλώσσας και θρησκείας». «Θα είναι βιβλιοθήκη, βιβλιοπωλείο, εκδοτικός οίκος, πάνω απ’ όλα, όμως, θα είναι ένας χώρος για τους φίλους που αγαπούν τη λογοτεχνία».
Πρώτη μαγιά στο βιβλιοπωλείο είναι τα βιβλία του ίδιου του Σαρλό, από το σπίτι του. Ο Σαρλό εξέδωσε τα πρώτα έργα του Καμύ (που «καθισμένος στο σκαλί του βιβλιοπωλείου, με ένα τσιγάρο στο στόμα, διορθώνει ένα χειρόγραφο» μιας και εκεί «αισθάνεται σαν στο σπίτι του»), του Κασέλ, του Ζιντ και πολλών άλλων· εξέδωσε την Εξέγερση στις Αστούριες, («συλλογικό θεατρικό έργο βασισμένο σ’ ένα σενάριο του Καμύ που το είχαν απαγορεύσει οι δημοτικές αρχές του Αλγερίου».
Αντιτιθέμενοι κόσμοιΤο μυθιστόρημα αφηγείται όλη την εκδοτική/βιβλιοπωλική περιπέτεια του Σαρλό. Τον αγώνα του να βρίσκει χαρτί στη διάρκεια του πολέμου, τη σύντομη φυλάκιση κατά τον πόλεμο (θεωρείται γκολικός και συμπαθών προς τους κομμουνιστές), το άνοιγμα της εκδοτικής επιχείρησης στη Γαλλία, τη χρεοκοπία, τις προσωπικές διενέξεις και την εγκατάλειψη από φίλους, την απογοήτευση και την επιμονή. Το 1961 ακροδεξιοί τρομοκράτες τού ανατίναξαν το δεύτερο βιβλιοπωλείο που είχε ανοίξει στο Αλγέρι. Τελικά, τη δεκαετία του 1990, το κράτος της Αλγερίας πήρε το βιβλιοπωλείο από τη νύφη του Σαρλό και το μετέτρεψε σε παράρτημα της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Αλγερίου.
Η Αντιμί παίζει με τις οπτικές γωνίες της αφήγησης (φλας μπακ στη δεκαετία του 1930, εξιστόρηση γεγονότων του 2017, επινοημένα ημερολόγια του Εντμόν Σαρλό από το 1935), ενώ βασική για να στήσει τον αφηγηματικό της ιστό είναι η μυθοπλαστική φιγούρα του Ρυάντ, ενός νέου ανθρώπου που καμία σχέση δεν έχει με το βιβλίο και με τον κόσμο του, που δεν του αρέσει το διάβασμα, που «δεν βρίσκει καμία ομορφιά σ’ όλο τούτο το τυπωμένο, δεμένο, κολλημένο χαρτί», αλλά αναλαμβάνει, το 2017 πια, αναγκασμένος να κάνει την πρακτική του άσκηση σε μια χειρωνακτική δουλειά, να αδειάσει το βιβλιοπωλείο από τα βιβλία, τα έπιπλα και τα υπόλοιπα σκουπίδια για να το βάψει, επειδή κάποιος πλούσιος έχει αγοράσει τον χώρο για να ανοίξει ένα μαγαζί να πουλάει ο ανιψιός του λουκουμάδες. Η γραμμή που έχει από το αφεντικό του είναι «Μην κρατήσεις τίποτα. Πέτα ή κατάστρεψε. Μην πιάνεις κουβέντα με τους γείτονες». Έτσι, η συγγραφέας δημιουργεί την εικόνα των δύο αντιτιθέμενων κόσμων που άλλοτε μοιάζουν ασύμπτωτοι και άλλοτε επικοινωνούν μέσα από δρόμους δύσβατους και υπόγειους.
Χαρακτηριστική επίσης μορφή, η βαριά, ιερατική φιγούρα του Αμπνταλά, του γέρου από την Καβυλία, από «μια εποχή και μια χώρα όπου οι άνθρωποι δεν μιλούν για τα συναισθήματά τους», πρώην υπαλλήλου στο βιβλιοπωλείο και νυν ακοίμητου φύλακα στο απέναντι πεζοδρόμιο: σε έναν απολαυστικό διάλογο ρωτάει έκπληκτος τον Ρυάντ αν «είναι δουλειά να καταστρέφεις ένα βιβλιοπωλείο» και όταν ο Ρυάντ του μιλάει για την πρακτική του άσκηση απαντάει «Πρακτική άσκηση; Θες να γίνεις καταστροφέας βιβλιοπωλείων;». Εξίσου απολαυστική, η «συνωμοσία» της γειτονιάς για να εμποδίσει τον Ρυάντ να καταστρέψει το βιβλιοπωλείο – μέχρι και έλλειψη μπογιάς σε όλη την πόλη επινοούν για να του κάνουν τη ζωή δύσκολη.
Ένας κόσμος χωρίς βιβλία;Στο φόντο, επανέρχεται διαρκώς ο πολιτικός σχολιασμός, είτε στους διαλόγους είτε με τη φωνή του αφηγητή. Η «μαύρη δεκαετία» (η δεκαετία του 1990 και του εμφυλίου πολέμου), η αποικοκρατία και ο απόλυτος κοινωνικός αποκλεισμός των ντόπιων, η υπεροψία των αποικιοκρατών (που νομίζουν πως «τα πάντα ήταν βαρβαρότητα πριν έρθουν οι Γάλλοι» και μιλούν για τους «κινδύνους της ανάμειξης ιθαγενών και Γάλλων»), οι χριστανικές ιεραποστολές όπου οι ντόπιοι αναγκάζονται να στέλνουν τα παιδιά τους γνωρίζοντας πως «θα πρέπει να μη μιλάνε πια αραβικά ή βερβερικά και να παρακολουθούν τη λειτουργία», οι ψεύτικες υποσχέσεις της Γαλλίας προς τους Αλγερινούς για να πολεμήσουν στον Δεύτερο Παγκόσμιο («γινόμαστε λίγο Γάλλοι, αλλά όχι στ’ αλήθεια») και η μετέπειτα διάψευση (με κορυφαία στιγμή την άγρια σφαγή στο Σετίφ, την επακόλουθη καταστολή, τα βασανιστήρια, τις «ταπεινωτικές τελετές» που οργανώνει ο στρατός), η ήττα των Γάλλων στο Ντιεν Μπιεν Φου, η εξέγερση για την ανεξαρτησία της Αλγερίας, αλλά και –σήμερα πια– «κόσμος που διαδηλώνει, τα «επεισόδια στον Νότο» που διαδίδονται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στο Αλγέρι σήμερα έχει μείνει μονοψήφιος αριθμός βιβλιοπωλείων. Πρόσφατα, σε μια αραβική χώρα, άκουγα κάποιον να μου λέει πως ολόκληρη η πόλη, η πρωτεύουσα, δεν έχει ούτε ένα «καθαρό» βιβλιοπωλείο παρά μόνο χαρτοπωλεία. Αντίστοιχα, πριν από καιρό, ένα καλοκαιρινό βράδυ στη βεράντα ενός φίλου που δεν βρίσκεται πια μαζί μας, ένας γνωστός συγγραφέας περιέγραφε με θλίψη την ίδια σχεδόν κατάσταση για μια χώρα που προήλθε από τα συντρίμμια της Σοβιετικής Ένωσης και όπου κάποτε ανθούσε η πνευματική ζωή. Στον αντίποδα, πριν από χρόνια στη Χιχόν της Ισπανίας, ο Χιλιανός συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα μάς έλεγε σε μια ιδιωτική συζήτηση για τα επαναστατικά μέτρα που έσπευσε από την πρώτη στιγμή να πάρει στη Χιλή η κυβέρνηση Αλιέντε για το βιβλίο, για τα χιλιάδες αντίτυπα που κυκλοφόρησαν και έφτασαν σε κάθε γωνιά της χώρας, για τη λαχτάρα με την οποία οι άνθρωποι περίμεναν την κάθε καινούργια έκδοση. Πώς είναι άραγε μια μεγαλούπολη, μια χώρα, χωρίς βιβλιοπωλεία; Σε μια χώρα όπου οι κυβερνήσεις φεύγουνε αλλά η αδιαφορία για το βιβλίο μένει, νομίζουμε άραγε πως είναι εντελώς επιστημονικής φαντασίας μια τέτοια ερώτηση; Αλλά, και πάλι, τι πειράζει; Εμείς θα έχουμε πάντα τον Αρχαίο Μας Πολιτισμό για να πουλάμε…
Κώστας Αθανασίου