Στη μνήμη του Γιάννη ΜπανιάΕπιχειρώντας να γράψω ένα κείμενο για τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται μια άλλη επέτειο, του θανάτου του Γιάννη Μπανιά. Δεν ήταν μόνο γιατί ημερολογιακά πέφτουν κοντά οι δύο επέτειοι –Φεβρουάριο η πρώτη, Μάρτιο η δεύτερη– ούτε κυρίως γιατί ο Γιάννης συνέδεσε πολύ γρήγορα την τύχη του με την τύχη της ανανέωσης του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος στη χώρα μας. Άλλωστε, τις κρίσιμες σχετικές αποφάσεις ιστορικά ανέλαβαν την ευθύνη να τις πάρουν κομμουνιστές της αμέσως προηγούμενης ή και παλιότερων γενιών. Για τους οποίους οι νεότεροι, εκτός από την ανεπιφύλακτη εκτίμηση που ένιωθαν για τη μεγάλη απόφαση που κόστιζε με πολλαπλούς τρόπους, είχαν και μια ενδόμυχη και συχνά ανομολόγητη αμφιβολία, για το μέχρι πού θα μπορούσαν να προχωρήσουν αυτό το εγχείρημα. Όχι ως προς τις προθέσεις, αλλά ως προς τις δυνατότητες που διαμορφώνει συχνά, παρά τη θέλησή μας, ένας τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς, ακόμα κι όταν εξεγείρεσαι εναντίον του.
Οι δύσκολες μέρεςΆλλοι, νομίζω, είναι οι λόγοι που φέρνουν στο νου μας τον Γιάννη τέτοιες μέρες: γιατί του έλαχε η μοίρα να αναλάβει την υπεράσπιση μιας υπόθεσης όπως η ανανέωση του ελληνικού κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος, όταν το εγχείρημα αυτό είχε πια βρεθεί από δύο τουλάχιστον πλευρές σε δυσμενή θέση.
Πρώτα απ΄ όλα, είχε κριθεί σε μεγάλο βαθμό η αναμέτρηση με τη δογματική πλευρά στο πολιτικό και οργανωτικό πεδίο, και προδιαγραφόταν και η τύχη της ευρωπαϊκής εκδοχής τού εγχειρήματος. Ύστερα, το ενδιαφέρον των άλλων πολιτικών δυνάμεων είχε μειωθεί σε μεγάλο βαθμό, από τη στιγμή που διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτό, ούτε μπορούσαν να το εντάξουν στις δικές τους επιδιώξεις, χωρίς να επιχειρήσουν να το ακυρώσουν.
Αυτή η δυσμενής εξέλιξη εκδηλώθηκε με κρίση στο εσωτερικό του ΚΚΕ Εσωτερικού. Η γνώμη των μελών και των στελεχών του για το μέλλον του «κόπηκε» στα τρία και στα τέσσερα. Η γενική κατεύθυνση που τελικά επικράτησε, παρά τις διαφορές των απόψεων που συνέθεσαν την πλειοψηφία της λεγόμενης Μετεξέλιξης, ήταν –όπως φάνηκε με την χωρίς καθυστέρηση σύμπραξη με το ΚΚΕ στον συμμαχικό Συνασπισμό– η άρση του σχίσματος του ΄68 χωρίς πολλή-πολλή συζήτηση για το πώς και το γιατί. Με αποτέλεσμα, από τις εκτεταμένες και σε βάθος συζητήσεις και αντιπαραθέσεις που συνόδεψαν τη διάσπαση του 1968 και την οικοδόμηση του ΚΚΕ Εσωτερικού, να περιπέσουμε σε μια νέα διάσπαση –του ίδιου του κόμματος που επαγγέλθηκε την ανανέωση– η οποία δεν έθετε το ζήτημα τι απέγιναν τα αιτήματα εκείνης της ιστορικής διάσπασης του 1968. Υφίστανται, έχουν χάσει τη σημασία τους, έχουν μεταβληθεί;
Ακόμα κι όταν, όπως ήταν αναμενόμενο, το ΚΚΕ επέλεξε να αποχωρήσει από τον Συνασπισμό καταβάλλοντας το τίμημα μιας νέας διάσπασής του, το ερώτημα αυτό δεν τέθηκε ρητά. Αφέθηκε «στη ζωή» να το απαντήσει, κι αυτή, όπως ήταν αναμενόμενο, προτίμησε μια «πρακτική» και όχι «θεωρητική» απάντηση.
Χρεώθηκε, λοιπόν, την αναπλήρωση αυτών των ελλείψεων –οι οποίες έχουν αφήσει τα ίχνη τους και στον ΣΥΡΙΖΑ– το τμήμα της Αναβάθμισης του ΚΚΕ Εσωτερικού. Και η Αναβάθμιση, με βάση την καρικατούρα που φιλοτεχνούσαν τότε εχθροί και ελάχιστοι φίλοι, ήταν οι «μπανιάδες» που είχαν μια περίεργη εμμονή με το γράμμα κάπα. Και στην ηγεσία τους ένας άνθρωπος που, για ένα πείσμα, δογμάτιζε διεκδικώντας το νέο αλάθητο.
Η καρικατούρα και η πραγματικότηταΌποιος ανατρέξει στον τύπο της εποχής εκείνης, θα εκπλαγεί με την ομοιότητα που είχε το ύφος και το ήθος των επιθέσεων εκείνων με το ύφος και το ήθος των επιθέσεων που δέχθηκε στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ. Ελπίζω να μπορέσω να εξηγήσω γιατί κάνω αυτή την επισήμανση.
Ένα πείσμα, λοιπόν, μια εμμονή στο κάπα, ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να δεχτεί την εξέλιξη των πραγμάτων και προτιμάει να έχει τη «σφραγίδα» του, αντί να ακολουθεί το ρεύμα... Αυτή ήταν η περιγραφή που επιφύλαξε το κυρίαρχο πολιτικό και μιντιακό σύστημα στον Μπανιά – και στους «μπανιάδες». Τότε πίστευε πως η σπορά της κομμουνιστικής ανανέωσης δεν υπήρχε περίπτωση να βλαστήσει ποτέ και πως ο Συνασπισμός, γι΄ αυτό το λόγο, δεν είχε άλλη προοπτική από την εγκατάλειψη, τη διαγραφή της και, τελικά, τη σύμπλευσή του με το κραταιό ΠΑΣΟΚ, υπό τη σκέπη του, βέβαια.
Μόνο που ούτε ο Γιάννης ούτε οι άνθρωποι που πορευτήκαμε μαζί του, ανταποκρίθηκαν ποτέ σ΄ αυτή την καρικατούρα με την οποία τους... φιλοδώρησαν. Ο Γιάννης, παρότι επίμονος και πεισματάρης, προσπάθησε πάντοτε να αποφύγει τον κίνδυνο να κλειστεί και να επαναπαυθεί στο ΚΚΕ Εσωτερικού – Ανανεωτική Αριστερά και στην ΑΚΟΑ κατόπιν. Παρά την προσωποποίηση της επίθεσης και τα αντανακλαστικά που αυτή μπορεί να προκαλέσει, δεν θεώρησε την υπόθεση αυτή «προσωπική υπόθεση» και δεν θα ήταν ποτέ διατεθειμένος να αναλάβει μια τέτοια ευθύνη, αν δεν είχε δύο προϋποθέσεις: πρώτη προϋπόθεση, να συμμετέχουν στην προσπάθεια από κοινού και με συλλογικές αποφάσεις σύντροφοί του που έκαναν από κοινού την επιλογή της συνέχισης ενός άνισου αγώνα· δεύτερη προϋπόθεση, να υπάρχουν και να αναζητούνται διαρκώς οι δυνατότητες συσπείρωσης περισσότερων και διαφορετικών δυνάμεων της κριτικής αριστεράς σε κοινούς, άμεσους και απώτερους στόχους. Ποτέ δεν μας κυρίεψε η αυταρέσκεια και ο ναρκισισμός του «εμείς είμαστε οι άλλοι δεν είναι». Όλα αυτά εκφράστηκαν με τον καλύτερο τρόπο σ΄ ένα απλό σύνθημα-στόχο: «ενότητα και ανασύνθεση της αριστεράς».
Κοινή πορείαΣτη διάρκεια της δύσκολης και αρκετά μακράς πορείας, κοντά είκοσι χρόνια, υπήρξαν μικρές και μεγάλες διαφορές, μικρές και μεγάλες συγκρούσεις. Αυτό που χαρακτήρισε, όμως, τη σχέση του Γιάννη μαζί μας, ήταν η κοινή προσπάθεια να αναζητείται και να βρίσκεται η λύση που ενώνει και προωθεί. Μπορώ να θυμηθώ πολλά ζητήματα που η επιμονή στην άποψή του άφηνε την εντύπωση ότι δεν θα λυθούν ποτέ. Αυτό που πρυτάνευε πάντα, ήταν η γνώμη των πολλών. Και η πεποίθηση ότι οι ιδέες που χρεώθηκε και προσωπικά την ευθύνη να υπερασπιστεί, μπορούν να ευδοκιμήσουν μόνο όταν συναντήσουν κι άλλες, συγγενικές ιδέες, όταν μπολιαστούν μέσα στην πολιτική δράση και αλληλεπίδραση.
Όταν πρόκειται για ανθρώπους που η απουσία τους διαρκεί αρκετά χρόνια, είναι πάντοτε παρών ο πειρασμός να αναρωτηθούμε τι θα έκαναν αν βρίσκονταν σήμερα μαζί μας. Μπορούμε να τον αποφύγουμε πολύ εύκολα. Ιδίως για ανθρώπους, όπως ο Γιάννης, που έχει παρακαταθήκη πεπραγμένων, επιλογών και κρίσιμων αποφάσεων. Αρκούν για να τον χαρακτηρίσουν σαν άνθρωπο που μπορεί με τα εφόδιά του να συζητάει για όλα, παρά την απουσία του. Αν και εμείς είμαστε έτοιμοι για μια τέτοια, παράδοξη φαινομενικά, συζήτηση, δεν έχουμε παρά να αντιμετωπίζουμε πάντοτε κριτικά τις συνέπειες των επιλογών που έχουμε κάνει. Και τώρα και στο μέλλον.
Υπόγεια διαδρομήΥπάρχουν πολλοί και καλοί σύντροφοι που εκτιμούν ότι αυτό που ξεκίνησε το 1968 (ίσως και νωρίτερα), το βλέπουμε εδώ και μερικά χρόνια να παίρνει σάρκα και οστά στον ΣΥΡΙΖΑ. Η αλήθεια είναι ότι πολλές από εκείνες τις ιδέες έχουν συμβάλει στη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ. Οι ιδέες της συσπείρωσης δυνάμεων, της σύνθεσης διαφορετικών απόψεων, της διεκδίκησης κυβερνητικής ευθύνης, της αναζήτησης συμμαχιών, στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο κι άλλες που ξεχνώ αυτή τη στιγμή λόγω γήρατος... Υπάρχουν κι άλλες, όμως, που λείπουν, απουσιάζουν αισθητά: η ιδέα της οικοδόμησης κόμματος με ισχυρές κοινωνικές ρίζες, της ανάπτυξης οργανώσεων που νιώθουν την απόλυτη ευθύνη να είναι «κόμμα στο χώρο τους», της ουσιαστικής δημοκρατικής λειτουργίας που προϋποθέτει ουσιαστική πολιτική λειτουργία και εθισμό στην ανάληψη συγκεκριμένων καθηκόντων από κάθε μέλος, και, προπάντων, η ιδέα της ιδεολογικής και πνευματικής καλλιέργειας των μελών αλλά και των επιρροών του κόμματος, που αποτελεί τον ισχυρό κρίκο, ο οποίος κρατάει σταθερά δεμένη την τρέχουσα πολιτική και κάθε τακτική επιλογή με το στρατηγικό στόχο, την οικοδόμηση μιας κοινωνίας στον αντίποδα της σημερινής νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής, με ελευθερία, δημοκρατία, αλληλεγγύη.
Υποχρέωσή μας είναι να κάνουμε το σύνολο του ΣΥΡΙΖΑ να νιώσει την ανάγκη να αφομοιώσει όλες αυτές τις ιδέες. Όχι για να «δικαιωθεί» κάτι ή κάποιοι, αλλά γιατί είναι υπαρξιακή ανάγκη του.
Χ. Γεωργούλας