Οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η συνεχιζόμενη και συχνά αυξανόμενη ένταση τώρα λόγω και των εκλογών στην Τουρκία, κάλυψε, και ήταν αντικειμενικό αυτή τη φορά, μεγάλο μέρος των δελτίων ειδήσεων και του ενδιαφέροντος των πολιτών. Η ένταση, όμως, αυτή, όταν προκαλείται από την τουρκική πλευρά είναι άμεσα συνδεδεμένη με το προεκλογικό κλίμα και την αντιπαράθεση των κομμάτων, που δυστυχώς, τροφοδοτεί την εθνικιστική έξαρση που καταλήγει σε επιθετικότητα κατά της Ελλάδας. Το τι θα καταλείπει όλη αυτή η επιθετικότητα, μετά από τις εκλογές, είναι δύσκολο ακόμη να προβλεφθεί. Ακόμη, εξάλλου, δεν είναι σαφής ο προσανατολισμός της τουρκικής πολιτικής για τη νέα φάση της προεδρευόμενης Τουρκικής Δημοκρατίας, που, όπως όλα δείχνουν, θα έχει πρώτο, χωρίς πρωθυπουργό, πρόεδρο τον κ. Τ. Ερντογάν. Η ελληνική κυβέρνηση το διάστημα αυτό, με πολλές παγίδες από τη φύση του, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αποφύγει κάθε είδους τροφοδότησης της έντασης, σταθερή στις μονιμότερες παραμέτρους της εξωτερικής πολιτικής της και όχι στις συγκυριακές αναλύσεις που ωθούν σε πρόσκαιρες τακτικές και ρητορείες επιβλαβείς. Μπορεί να περιμένει η ελληνική πλευρά τη μετεκλογική περίοδο και να ελπίζει σε μια πιο προβλεπτή, έστω και με προβλήματα, σχέση γειτονίας.
Προσεκτική στάθμισηΟυσιαστικός ανταγωνιστής στην επικαιρότητα, των ταραγμένων ελληνοτουρκικών σχέσεων υπήρξαν αναντίρρητα τα διαδραματιζόμενα στην Ουάσιγκτον κατά την σύνοδο του ΔΝΤ και της Διεθνούς Τράπεζας. Εκεί, βρίσκεται η ηγεσία της ΕΕ και από την ελληνική πλευρά ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, και ο αναπληρωτής, Γιώργος Χουλιαράκης, καθώς και ο Διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος, Γ. Στουρνάρας. Ίσως είναι η σπουδαιότερη διαβούλευση για την Ελλάδα για τη μεταπολεμική περίοδο, επομένως η στάθμιση της σημασίας όσων συμβαίνουν εκεί απαιτεί προσοχή.
Με βάση τα όσα είχαν γίνει γνωστά ως αυτή τη στιγμή και ενώ η συνεδρίαση του κρίσιμου Ουάσιγκτον Γκρουπ συνεχιζόταν, μπορούμε να πούμε ότι οι όροι που διαμορφώνονται για τη συνέχιση της τελικής διαπραγμάτευσης στα ευρωπαϊκά όργανα, είναι ευνοϊκότεροι τώρα σε σχέση με τα όσα διέρρεαν το προηγούμενο διάστημα ακόμη και από αξιωματούχους του ΔΝΤ (ο Αντώνης Παπαγιαννίδης στη συνέντευξή του στη σελ. 6 αναλύει τη συνάντηση της Ουάσιγκτον και τη σημασία τους για την Ελλάδα).
Εντούτοις, η καταστροφολογία των αντιπολιτευόμενων καναλιών, κυρίως, συνεχιζόταν και παρουσίαζαν μια εικόνα όμοια μ’ αυτή που αντιμετώπισε η κυβέρνηση Σαμαρά το 2014. Κανένας σοβαρός αναλυτής δεν θα τολμούσε να προβεί σε έναν τέτοιο παραλληλισμό, ωστόσο, καθώς βρισκόμαστε στο επιτυχές —με τα δικά του κριτήρια— τέλος ενός προγράμματος και μάλιστα με την παραδοχή του ίδιου του ΔΝΤ, που υποχρεώθηκε να παραδεχθεί τις εξόφθαλμα –και σκόπιμα– εσφαλμένες προβλέψεις του.
Καμιά συζήτηση για παράτασηΜιλώντας σε εκδήλωση στην Ουάσιγκτον ο Μάριο Σεντένο Πρόεδρος του Eurogroup έκοψε κάθε συζήτηση για παράταση του προγράμματος καθώς κάτι τέτοιο δημοσιεύθηκε σε γερμανική εφημερίδα. «Δεν γίνονται συζητήσεις για πράγματα όπως μια παράταση του ελληνικού προγράμματος. Οι ελληνικές αρχές είναι επικεντρωμένες στην έξοδο από το πρόγραμμα και την ολοκλήρωσή του ως τον Άυγουστο», δήλωσε στο Reuters, και πρόσθεσε ότι η ελληνική κυβέρνηση επέδειξε «εντυπωσιακή ικανότητα στη νομοθέτηση και εφαρμογή πολύ σημαντικού αριθμού μέτρων. Η Ελλάδα αναπτύσσεται και πέτυχε δημοσιονομική θέση με πρωτογενές πλεόνασμα ουσιαστικού μεγέθους. Το ζήτημα τώρα για την Ελλάδα είναι να αναλάβει την ιδιοκτησία του όλου οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης». Όσο για το χρέος παραδέχθηκε ότι παραμένει ακόμη ως «ζήτημα» αλλά πρόσθεσε «οι ευρωπαίοι πιστωτές, το ΔΝΤ αλλά και η Αθήνα προχωρούν σταδιακά προς μια διευθέτηση. Είμαστε σε καλή θέση να οριστικοποιήσουμε το πρόγραμμα με την Ελλάδα... Υπάρχουν ορισμένα ζητήματα στο τραπέζι που σχετίζονται με τα μέτρα ελαφρύνσης.... Έχουμε συνεργασία με τους θεσμούς ώστε να φτάσουμε σε συμφωνία και η δική μου αίσθηση είναι ότι σαφώς είμαστε πιο κοντά στο να κλείσουμε αυτά τα κενά απ΄ότι ήμασταν πριν».
Παραμένει η διαφωνία ΔΝΤ-ΓερμανίαςΤο ζήτημα του χρέους, ωστόσο, παραμένει μια σοβαρή εκκρεμότητα, καθώς η διαφωνία ΔΝΤ και Γερμανίας δεν έχει γεφυρωθεί. Στη συνέντευξή του, ο εκπρόσωπος του ταμείου κ. Τόμσεν απομακρύνθηκε κάπως από τις πάγιες απαιτήσεις του ΔΝΤ για επίσπευση των μέτρων το 2020 (περικοπή αφορολόγητου) από το 2019, ωστόσο διατήρησε άλλες ασάφειες μιλώντας για μια «συζήτηση για το εάν το μείγμα πολιτικής είναι αρκετά φιλικό στην ανάπτυξη και σε αυτό το πλαίσιο θα συζητήσουμε και το χρονοδιάγραμμα για την φορολογική μεταρρύθμιση». «Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η Ελλάδα μπορεί να πιάσει τους στόχους, αλλά η ανησυχία μου είναι ότι αυτό θα πρέπει να γίνει με φιλικό τρόπο προς την ανάπτυξη». Για το χρέος σημείωσε: «Αυτό που ζητάμε για το χρέος είναι, όταν πάμε στο ΔΣ του ΔΝΤ, να μπορούμε να εξηγήσουμε ποια είναι η στρατηγική». Δεν παρέλειψε να κάνει και αυτοκριτική. «Θα κάναμε κάποια πράγματα διαφορετικά» παραδέχθηκε…
Με βαρύ βηματισμό εμφανίζεται να προχωρά ο νέος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Όλαφ Σολτς στο δρόμο της διαπραγμάτευσης «είμαστε πολύ κοντά στην επίτευξη μιας κοινής συμφωνίας», δήλωσε. Αλλά, όταν ρωτήθηκε για το χρόνο που θα απαιτηθεί αυτή ανέφερε πως η τελική απόφαση δεν θα ληφθεί στη συνεδρίαση του Ecofin στη Σόφια, την επόμενη εβδομάδα και πως θα απαιτηθεί χρόνος.«Θα απαιτηθουν πολλές ακόμα εβδομάδες»είπε χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με πληροφορίες ο κ. Σολτς, ως προς το ζήτημα του χρέους, προτείνει οι ελαφρύνσεις που θα συμφωνηθούν να συνδέονται με προϋποθέσεις και σταδιακή εφαρμογή. Με την Γαλλία κυρίως να διαφωνεί ως προς αυτό και το ΔΝΤ είναι άγνωστο ακόμα ποιος θα είναι ο τελικός συμβιβασμός.
Παύλος Κλαυδιανός ΣΥΣΚΕΨΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ «53+»Διάλογος, προϋποθέσεις και σχεδιασμός για το «μετά» Η σύσκεψη της πρωτοβουλίας «53+» το προηγούμενο Σαββατοκύριακο αποτέλεσε μια ευκαιρία, σε κρίσιμη περίοδο για την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ, για εμβάθυνση και προβληματισμό για την εποχή «μετά» το τέλος του προγράμματος. Οι διήμερες εργασίες αυτού του ιδεολογικού και πολιτικού ρεύματος, που συμμετέχει με στελέχη της επιρροής του στην κυβέρνηση και καθοδηγητικά όργανα του κόμματος, χαρακτηρίστηκαν από βαθύ προβληματισμό, ουσιαστική θεματολογία και συμμετοχή στελεχών που υπερέβαινε τα «όρια» αυτής της τάσης. Το θετικό αυτό χαρακτηριστικό της σύσκεψης, ωστόσο, ήταν συγχρόνως και αψευδής μάρτυρας της πλημμελούς λειτουργίας των οργάνων —και των ανώτατων— του κόμματος και της κυβέρνησης. Η ανάγκη διαλόγου, επεξεργασίας προβλημάτων για πρωτοβουλίες, προβληματισμού, ο εντοπισμός και η υπέρβαση λαθών είναι έκδηλη.
Πρέπει, πρώτον, επισημάνθηκε, να αποτιμηθεί και να κριθεί η τριετής κυβερνητική θητεία. Αλλά συγχρόνως ως αυτόνομο ζήτημα, πρέπει να αποτιμηθεί και η κομματική δράση και λειτουργία το ίδιο διάστημα. Στο θέμα αυτό ειπώθηκαν πολλά και σημαντικά. Υπήρξε σημαντικό θετικό έργο. Υπήρξαν, όμως, και λάθη, ιδίως στην πρακτική της κυβέρνησης, καθώς πολλοί υπουργοί και άλλοι αξιωματούχοι δρουν αποκομμένα από βουλευτές και κόμμα. Το κόμμα είτε βρέθηκε στη γωνία, είτε κλήθηκε να επικυρώσει ή να στηρίξει αποφάσεις, ελάχιστες φορές όμως να συμβάλει ισότιμα ή να επεξεργαστεί πρωτοβουλίες που να φθάσουν στην κυβέρνηση για υλοποίηση.
Ανάγκη σχεδίου επούλωσης πληγώνΔεύτερον, με το προηγούμενο ως προϋπόθεση, να σχεδιασθεί το «μετά». Ποιο το περιεχόμενό του; Το τέλος του προγράμματος κάνει τη νέα περίοδο πολλαπλά πιο απαιτητική. Διότι καθ’ όσο χρόνο θα διαμορφώνεται και ξεκαθαρίζει το νέο τοπίο, τα πραγματικά περιθώρια που θα έχει η κυβέρνηση να κινηθεί, πρέπει να υπάρχει ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο και τροφοδοτούμενο σχέδιο που θα επιχειρεί να επουλώνει πληγές, να θεμελιώνει μεταρρυθμίσεις και μετασχηματισμούς, με την οπτική της αριστεράς, την παραγωγική ανασύνταξη της χώρας, να υλοποιεί πολιτικές που απαγόρευαν τα μνημόνια.
Τρίτον, και πολύ σπουδαίο, μπορεί να υλοποιηθούν όλα αυτά χωρίς ένα ανοιχτό, ευρύ, ζωντανό, ριζοσπαστικό σε αντιλήψεις, με δημοκρατική λειτουργία, κοινωνικά γειωμένο κόμμα; Υπήρξε κοινή η άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει βήματα προς τα πίσω, παρά τις ομόφωνες αποφάσεις του τελευταίου συνεδρίου που όριζαν τον στόχο της ανασύνταξης των κομματικών οργανώσεων, της σωστής τους σχέσης με την κυβέρνηση, τη λειτουργία τους μέσα στην κοινωνία, για τα προβλήματα της οποίας οφείλει να συγκροτεί πολιτική. Υπήρξε, επίσης, κοινή η άποψη ότι χωρίς πρόοδο σημαντική στην οικοδόμηση του κόμματος, την πολιτική λειτουργία και ιδεολογική του θωράκιση, δεν δίνονται μάχες. Ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ, σταδιακά, εξαιτίας ανεπαρκειών των καθοδηγητικών οργάνων, σε έναν εκλογικό μηχανισμό που θα συμπληρώνεται με αρχηγο-κεντρικά χαρακτηριστικά, πρέπει να αποτραπεί με την επίμονη και μεθοδική προσπάθεια όλου του κόμματος.
Γενική ήταν η διαπίστωση ότι οι απόψεις αυτές είναι απόψεις και της τεράστιας πλειοψηφίας του κόμματος. Απ’ αυτή την άποψη είναι εφικτό, εκτός από αναγκαίο, να αρχίσει άμεσα, με θετική συμβολή και της σύσκεψης, η δουλειά της ιδεολογικής και πολιτικής αναζωογόνησης του κόμματος, η επίμονη οργάνωση της συμβολής του στην ανάπτυξη κινημάτων, η οργανωτική του ανάπτυξη.
Π.Κ.