Η φεμινιστική μυθολογία της βρετανίδας συγγραφέα που από τη δεκαετία του ’70 ανέτρεψε τα στερεότυπα φύλουΤης Σοφίας ΞυγκάκηΗ Άντζελα Κάρτερ γεννήθηκε στις 7 Μαΐου 1940 στο Σάσσεξ της Αγγλίας, σπούδασε αγγλική λογοτεχνία στο Μπρίστολ, και ξεκίνησε τη συγγραφική της δραστηριότητα ως δημοσιογράφος. Το 1969 βραβεύτηκε με το Somerset Maugham Αward κι αυτό της έδωσε την οικονομική δυνατότητα να χωρίσει από τον πρώτο άντρα της και να μετακομίσει στο Τόκυο για δύο χρόνια. Εμπνευσμένο από αυτή την εμπειρία είναι το «The Infernal Desire of Doctor Hoffman» (1972). Δίδαξε (writer in residence) πολλά χρόνια σε πανεπιστήμια σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία και στο διάσημο για τα τμήματα δημιουργικής γραφής Πανεπιστήμιο East Anglia, ενώ το 1977 ξαναπαντρεύτηκε κι έκανε έναν γιο. Έγραφε τη συνέχεια της Τζέιν Έυρ, της Σάρλοτ Μπροντέ, χωρίς να προλάβει να την ολοκληρώσει, όταν έφυγε από τη ζωή πρόωρα στις 16 Φεβρουαρίου 1992.
Παλιάς κοπής φεμινίστρια, όπως δήλωνε με πάθος, ενδιαφερόταν για το νόμο για τις εκτρώσεις, για την πρόσβαση όλων των γυναικών στην ανώτερη εκπαίδευση, για τα ισότιμα δικαιώματα, για τη θέση των μαύρων γυναικών…
Ενάντια στο φαντασιακό ενός περίκλειστου κόσμουΤη δεκαετία του ’60, της αφύπνισης της κοινωνίας και της προσωπικής της εξερεύνησης ως γυναίκα συγγραφέας, τα παραμύθια βρίσκονταν στο στόχαστρο των φεμινιστριών γιατί τα μοτίβα τους εμπόδιζαν τις γυναίκες να αναπτυχθούν και τις κατασκεύαζαν σύμφωνα με το φαντασιακό ενός περίκλειστου κόσμου, όπως οι άνδρες τις ήθελαν να είναι.
H Σιμόν ντε Μποβουάρ, ήδη το 1949, στο Δεύτερο Φύλο, είχε επισημάνει τη συντριπτική υπεροχή του αρσενικού στους μύθους και τα παραμύθια: Η Εύα αποτελεί ένα μέρος από τα πλευρά του Αδάμ, η Πανδώρα ανοίγει το κουτί που έκρυβε τα δεινά των ανθρώπων ενώ ο Προμηθέας κλέβει με ηρωισμό τη φωτιά από τον Όλυμπο, στο παραμύθι του Άντερσεν όταν η μικρή γοργόνα γίνεται γυναίκα, σώζει τη ζωή του πρίγκιπα και θυσιάζει τη δική της γι’ αυτόν. Αλλά και συμβολικά, στην εικονογραφία, θα γράψει 30 χρόνια αργότερα η Άντζελα Κάρτερ στη «Σαδική Γυναίκα», «ο φαλλός παρουσιάζεται πάντα εν στύση, σε μια στάση εγρήγορσης [...], δείχνει προς τα πάνω, διεκδικεί», η γυναίκα αντίθετα παρουσιάζεται «ως ένα αδρανές κενό που περιμένει να το γεμίσουν». Ο άνδρας οραματίζεται, η γυναίκα περιμένει.
Στο κέντρο η γυναικεία επιθυμία«H ματωμένη κάμαρα», εικον. Ashley EdgeΑρχές της δεκαετίας του ’70, διάφορες ομάδες, πιο γνωστή αυτή του Κινήματος για την Απελευθέρωση των Γυναικών στο Μερσεσάιντ της Αγγλίας, επιχειρούν μιαν άλλη ανάγνωση των κλασικών παραμυθιών, αντιστρέφοντας τους ρόλους ή προσαρμόζοντας την ιστορία στις συμβάσεις του κοινωνικού ρεαλισμού, π.χ. η Χιονάτη και ο πρίγκιπας δεν παντρεύονται ποτέ και δουλεύουν μαζί στα ορυχεία, καταργώντας όμως, στη δεύτερη περίπτωση, τη λειτουργία του παραμυθιού.
Η Άντζελα Κάρτερ, η οποία είχε μεταφράσει στην αγγλική γλώσσα τα παραμύθια του Σαρλ Περώ, κάνει την τομή, παίρνοντας αυτό το στιγματισμένο, συντηρητικό είδος και το χρησιμοποιεί ως καμβά. Με γλώσσα αιχμηρή και κέντρο της τη γυναικεία επιθυμία, δεν αρκείται στην απλή αντιστροφή των ρόλων, αλλά ξαναγράφει την κάθε ιστορία από την αρχή, χωρίς να προτείνει μία μόνο καινοτόμα εκδοχή, αλλά προσφέροντας εναλλακτικές εικόνες, που στόχο έχουν να διαταράξουν τις ασφαλείς μας θέσεις και την κατεστημένη φαντασία μας. Η μίξη ερωτισμού και διφορούμενης σεξουαλικότητας, η διαρκής αλλαγή φύλων, το υπόρρητο παράδοξο ζωωδών χαρακτηριστικών και στα πιο «εκλεπτυσμένα» ανθρώπινα όντα, η χρήση στοιχείων από άλλα είδη όπως η ιταλική όπερα ή η Κομέντια ντελ Άρτε, αλλά και η επεξεργασμένη και σύνθετη αντιστροφή των ρόλων ανατρέπουν τα στερεότυπα και ανακατευθύνουν τα παραμύθια με σοκαριστικές λύσεις – η Κάρτερ δημιουργεί ένα μανιφέστο για τους διαφορετικούς τρόπους να αγαπάς, να αισθάνεσαι και να σκέπτεσαι. Στο «Παρέα με τους λύκους», η Κοκκινοσκουφίτσα στο τέλος του παραμυθιού κοιμάται σώα και αβλαβής στο κρεβάτι της γιαγιάς της, στην τρυφερή αγκαλιά του λύκου. Στη «Νύφη του Τίγρη» είναι η Πεντάμορφη που μεταμορφώνεται σε ζώο, γιατί η συγγραφέας επιθυμεί να αισθανθούμε πώς είναι να είσαι όμορφη «από μέσα», αλλά μας προειδοποιεί και για το μεγάλο κίνδυνο, τον Λύκο, που είναι τριχωτός «από μέσα». Στη «Χιονάτη», το σύντομο κομψοτέχνημά της, που χαρακτηρίστηκε ένα χαϊκού που διαβάζεται με μια ανάσα, είναι η Χιονάτη, κόρη της σεξουαλικής επιθυμίας του πατέρα της, που λιώνει όπως το χιόνι και εξαφανίζεται στο τέλος.
Ανακαλώντας τη γοτθική παράδοσηΣτο πιο διάσημο βιβλίο της, «Η Ματωμένη Κάμαρα», η Άντζελα Κάρτερ ανακατασκευάζει δέκα πασίγνωστα παραμύθια -περιλαμβάνονται όλα τα παραπάνω- ανακαλώντας στο σύγχρονο βιομηχανικό κόσμο, τη γυναικεία αγγλική γοτθική παράδοση: τα άγρια και απόκοσμα τοπία, τα στοιχειωμένα δωμάτια, τα μυστικά περάσματα, τα θανατερά προαισθήματα, την ατμόσφαιρα επικείμενης καταστροφής που συναντάμε στις λογοτέχνιδες του 18ου και 19ου αιώνα, όπως την Τζέιν Όστεν, την Έμιλυ Μπροντέ, την Αν Ράντκλιφ. Όπως επισημαίνει η Maroula Joannou, από τα δικά τους έργα η Άντζελα Κάρτερ αναβιώνει τη σύμβαση μιας πρωταγωνίστριας που είναι δραστήρια ερευνήτρια της αλήθειας και ταυτόχρονα δύσμοιρο θύμα, που η ζωή του δέχεται μυστηριώδεις απειλές τις οποίες δεν ελέγχει. Για παράδειγμα, στη Ματωμένη Κάμαρα, το μεγαλύτερο παραμύθι της συλλογής (μια ανακατασκευή του Κυανοπώγωνα), «η Κάρτερ χρησιμοποιεί πλήρως τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του είδους, δηλαδή την κυριαρχία του τρόμου, την αγωνία και την παγίδευση, προκειμένου να διερευνήσει τις μοντέρνες όψεις του ερωτικού και να εξετάσει τους θεσμούς του γάμου και της ετεροφυλίας μέσα στους οποίους αυτές οι όψεις διαφυλάσσονται».
Ο γάμος ως οικονομική συναλλαγήΓια τη συγγραφέα τα μυθοπλαστικά της κείμενα δεν είναι παρά μεταμφιεσμένα δοκίμια και η σχέση ανάμεσα στην κυριαρχία και την επιθυμία βρίσκεται στο κέντρο της Ματωμένης Κάμαρας. Η ηρωίδα, η οποία ξεκινά την πρωτοπρόσωπη αφήγησή της αποχαιρετώντας την ως τότε ζωή με τη μητέρα της με το μελαγχολικό ρομαντισμό της νεόνυμφης που ξεκινά μιαν άλλη ζωή, γρήγορα μιλώντας για το φάντασμα της φτώχειας που είχε εγκατασταθεί επί χρόνια στο τραπέζι τους, δηλώνει εξαρχής την οικονομική συναλλαγή στην οποία έχει συναινέσει – που, όμως, όπως διαβάζουμε στη συνέχεια, αντιμετωπίζει με κριτική ματιά: «Με έγδυσε και λαίμαργος καθώς ήταν το έκανε σαν να αφαιρούσε τα φύλλα μιας αγκινάρας [...]. Πορνογραφία χωρίς προσχήματα. Με παρόμοιο τρόπο και ο δικός μου αγοραστής ξετύλιγε την αγορά του» λέει συγκρίνοντας την εμπειρία της με μια γκραβούρα που απεικονίζει ένα γυμνό κοριτσάκι κι έναν γέρο ακόλαστο να το κοιτάζει με βουλιμία. Στη «Ματωμένη Κάμαρα», δεν σώζουν την ηρωίδα από τη μοίρα του δωματίου των βασανιστηρίων οι αδελφοί της, όπως στο παραμύθι του Περώ, αλλά η μητέρα της που ήδη από την πρώτη σελίδα γνωρίζουμε ότι στην εφηβεία της «είχε κατατροπώσει ένα ολόκληρο ιστιοφόρο με κινέζους πειρατές, έθρεψε ένα χωριό όταν τους επισκέφτηκε ο λοιμός, πυροβόλησε με το ίδιο της χέρι μια σαρκοβόρα τίγρη…». Η Κάρτερ με κωμική διάθεση δίνει σε μια σαδιστική τελετουργία αίσιο τέλος, με τη μητέρα, την ηρωίδα και το μοναδικό σύμμαχο της στο σπίτι, τον τυφλό κουρδιστή του πιάνου, να ζουν ευτυχισμένα όλοι μαζί.
Η πορνογραφία ως πολιτιστικό γεγονόςΣτην αμφιλεγόμενη «Σαδική Γυναίκα», που αποτελεί μια ενότητα με τη «Ματωμένη Κάμαρα» (και τα δυο κυκλοφόρησαν το 1979) και η έκδοσή της κόστισε πολλές φιλίες στη συγγραφέα, κυρίως στην Αμερική (μεταξύ άλλων, η ριζοσπαστική φεμινίστρια Άντρεα Ντουόρκιν χαρακτήρισε το βιβλίο ψευδοφεμινιστικό), η Κάρτερ προτείνει μια ανάγνωση των έργων του μαρκησίου Ντε Σαντ προς όφελος των γυναικών. Περιγράφοντάς τον ως ένα τερατώδες και τρομακτικό πολιτισμικό οικοδόμημα, θεωρεί ωστόσο ότι υπήρξε «πρωτοπόρος στην εποχή του καθώς διεκδίκησε το δικαίωμα του ελεύθερου ερωτισμού για τις γυναίκες ενώ ταυτόχρονα τις εγκαθίδρυσε ως εκπροσώπους εξουσίας στους φανταστικούς του κόσμους». Θα μπορούσε να γεννηθεί ένας «ηθικός» πορνογράφος, ισχυρίζεται η συγγραφέας, που θα χρησιμοποιούσε «την πορνογραφία σαν μια κριτική των παρόντων σχέσεων ανάμεσα στα φύλα [...]». Ο πορνογράφος θα μπορούσε να επανεγκαθιδρύσει τη συνουσία ως πρωταρχικό τρόπο ύπαρξης αντί για έναν τρόπο αναψυχής από την ύπαρξη.
Η ψυχανάλυση, το φολκλόρ, η ποπ βρετανική μουσική, το αντεργκράουντ περιοδικό Oz, οι ταινίες του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, η ταινία του Ζαν Κοκτώ «Η Πεντάμορφη και το Τέρας», αποτελούν διαρκή σημεία αναφοράς στη δουλειά της Κάρτερ. Όπως γράφει ο Σαλμάν Ρούσντι, και «ο Μπωντλέρ, ο Πόε, ο Σαίξπηρ του Ονείρου, το Χόλυγουντ, η παντομίμα, το παραμύθι. Η Κάρτερ δεν κρύβει τις πηγές έμπνευσής της γιατί είναι η ίδια που τις αποδομεί, τις σαμποτάρει. Παίρνει όσα γνωρίζουμε και αφού τα κομματιάσει, με τρόπο αιχμηρό και ευγενικό, τα δημιουργεί και πάλι».
Βιβλιογραφικές αναφορέςMaroula Joannou, «Contemporary women’s writing», Manchester University Press, 2000
Angela Carter, «Η ματωμένη κάμαρα», μτφ Αργυρώ Μαντόγλου, Χατζηνικολής, 2001
Angela Carter, «Η Σαδική Γυναίκα», μτφ Τόνια Κοβαλένκο, Χατζηνικολής, 1979