«Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΣΑΜΙ»Ακόμη μια ρατσιστική ιστορίαΤου Στράτου ΚερσανίδηΒρισκόμαστε στη δεκαετία του 1930 στη Σουηδία. Η 14χρονη Έλε Μάργια ανήκει στη νομαδική φυλή των Σάμι και, όταν έρχεται η ώρα, πηγαίνει μαζί με την αδελφή της σε ένα οικοτροφείο αποκλειστικά για Λάπωνες για να μορφωθεί. Η πολιτική της κυβέρνησης είναι καθαρά ρατσιστική, αφού θεωρεί πως οι Λάπωνες δεν μπορούν να ζήσουν σε πόλεις, ούτε να μορφωθούν ανάλογα με τους «καθαρούς» Σουηδούς. Εκεί θα υποστεί πλήθος βιομετρικών εξετάσεων με τις οποίες η κυβέρνησή, όπως έκαναν και οι ναζί, θέλει να αποδείξει «επιστημονικά» την κατωτερότητά τους. Όμως η Έλε Μάργια αποφασίζει να φύγει μακριά από όλα αυτά, να ζήσει διαφορετικά. Έτσι το σκάει από το σχολείο, αλλάζει το όνομά της σε Κριστίνα και πηγαίνει στην Ουψάλα. Αυτό σημαίνει πως σπάει κάθε δεσμό με τη φυλή της αλλά και με την ίδια της την οικογένεια.
Αυτήν είναι σε γενικές γραμμές η υπόθεση της ταινίας «Η καταγωγή των Σάμι» (Sameblod) της Αμάντα Κερνέλ, η οποία προβλήθηκε πριν από τρία χρόνια στο 57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης με τον τίτλο «Το αίμα των Σάμι». Μάλιστα κέρδισε και το βραβείο Ανθρώπινες Αξίες, της Βουλής των Ελλήνων. Η σκηνοθέτιδα επιλέγει να αφηγηθεί μια ιστορία μέσα από την οποία αναδεικνύεται ο ρατσισμός, ο οποίος υπήρχε στις σκανδιναβικές χώρες στις αρχές του 20ού αιώνα. Η ιστορία αυτή είναι ελάχιστα γνωστή σε εμάς.
Η ταινία ξεκινά με την ηλικιωμένη πια Κριστίνα - Έλε Μάργια να επισκέπτεται την πατρογονική γη, με αφορμή το θάνατο της αδελφής της, Νίνα. Όλα τα υπόλοιπα τα βλέπουμε σε φλας μπακ για να επανέλθουμε στο παρόν με την ηρωίδα να αναστοχάζεται τη ζωή και την επιλογή της. Πολύ καλά στρωμένη αφήγηση, ρυθμική σκηνοθεσία, θαυμάσιες ερμηνείες. Ιδιαίτερα προσεγμένη είναι η ανάπτυξη του κεντρικού χαρακτήρα, της Έλε Μάργια. Η σκηνοθέτιδα αξιοποιεί όλα τα μέσα που διαθέτει. Πρώτα απ’ όλα η εξαιρετική της πρωταγωνίστρια, καθώς και ένα πολύ δυνατό σενάριο. Αλλά ούτε τη σκληρότητα και τη μοναξιά του φυσικού περιβάλλοντος αφήνει αναξιοποίητη. Όμως, πάνω απ’ όλα, η Αμάντα Κερνέλ θέλει να μιλήσει για μια «σκοτεινή» πλευρά της σουηδικής ιστορίας, τη ρατσιστική αντιμετώπιση του επίσημου κράτους απέναντι στους Λάπωνες. Κι ύστερα προχωρά ακόμη πιο βαθιά. Εξερευνά την έννοια της ρίζας, του «ανήκειν» και το κατά πόσο μπορεί κάποιος άνθρωπος να απαρνηθεί την καταγωγή του και να αποκοπεί από τις ρίζες του.
Η σκηνοθέτιδα σημειώνει: «Αρκετοί μεγαλύτεροι σε ηλικία Σάμι άφησαν τα πάντα πίσω τους για να γίνουν Σουηδοί. Πάντα αναρωτιόμουνα: Τι σου συμβαίνει όταν κόβεις όλους τους δεσμούς σου με την κουλτούρα σου και την ιστορία σου; Και είναι όντως εφικτό να γίνεις κάποιος άλλος; Η ταινία αποτελεί μια διακήρυξη αγάπης για όσους έφυγαν αλλά και για όσους έμειναν – μέσα από την οπτική γωνία και τη σκοπιά της Έλε Μάργια. Ήθελα να φτιάξω μια ταινία όπου να μπορεί ο θεατής να δει την κοινωνία των Σάμι από μέσα. Μια ταινία όπου να μπορεί να βιώσει αυτό το σκοτεινό τμήμα της σουηδικής αποικιοκρατικής ιστορίας, με έναν σωματικό τρόπο».
Η «Καταγωγή των Σάμι» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Βενετίας 2016, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Βενετσιάνικες Ημέρες», και τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη. Από εκεί και πέρα συμμετείχε σε πολλά φεστιβάλ, όπως του: Τορόντο, Τόκιο, Σάντανς, Σίδνεϊ, Εδιμβούργου και Ρέικιαβικ.
strakersan@gmail.comkersanidis.wordpress.com ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣΠροβάλλονται επίσης οι ταινίες:«Revenge» της Κοραλί Φαρζάτ: Μια παρέα τριών πλούσιων παντρεμένων συναντιούνται κάθε χρόνο και πηγαίνουν για κυνήγι στην έρημο. Αυτή τη φορά, όμως, ο ένας από τους τρεις θα φέρει μαζί του και την ερωμένη του, την Τζέιν. Η όμορφη, ανέμελη και σεξουαλική κοπέλα δεν αφήνει αδιάφορο κανέναν από την ανδροπαρέα, καθώς όλοι πιστεύουν πως μπορούν να την εκμεταλλευτούν. Όμως μια μέρα που η κατάσταση θα ξεφύγει από τον έλεγχο, η Τζέιν θα πέσει νεκρή! Τουλάχιστον αυτό θα νομίσουν οι τρεις άνδρες, οι οποίοι την εγκαταλείπουν στην έρημο και σπεύδουν να εξαφανιστούν. Μόνο που η Τζέιν όχι μόνο δεν έχει πεθάνει αλλά θα μετατραπεί σε κυνηγό αναζητώντας εκδίκηση. Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ του Σάντανς και σόκαρε κοινό και κριτικούς. Η σκηνοθέτιδα μιλώντας για την ταινία της σημειώνει: «Ακόμα κι αν δεν πεθαίνει σωματικά, ο χαρακτήρας πεθαίνει συμβολικά. Τραυματισμένη σε όλο το σώμα, αυτή η γλυκιά και ασήμαντη κούκλα θα αναγεννηθεί ως μια σκληρή και κτηνώδης γυναίκα που δεν συγχωρεί. Μια γυναίκα δυνατή που δεν χειραγωγείται και δεν κακοποιείται». Η Φαρζάτ έτσι θίγει το ζήτημα της κακοποίησης των γυναικών με έναν τρόπο συγκλονιστικό.
«Ο κύριος και η κυρία Άντελμαν» (Monsieur et madame Adelman) του Νικολά Μπεντός: Ο αντισυμβατικός συγγραφέας Βικτόρ ζει μποέμικα αποδοκιμάζοντας τη ζωή της μπουρζουαζίας. Η Σάρα συναντιέται μαζί του το 1971 και σιγά-σιγά τον ερωτεύεται όλο και περισσότερο, τόσο τον ίδιο όσο και τη δουλειά του. Όλη η ζωή που έζησε μαζί με τον εγωκεντρικό, νευρωτικό κι ανώριμο Βικτόρ, οι όμορφες στιγμές και οι δυσκολίες, έρχονται στη μνήμη της και ξαναπερνούν μπροστά από τα μάτια της. Η ίδια η Σάρα, μια ανεξάρτητη προσωπικότητα, απολαμβάνει τη ζωή χωρίς αναστολές και ζει με ενθουσιασμό τη δημιουργία και την ελευθερία που προσφέρει η τέχνη. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Νικολά Μπεντός είναι μια ανεπιτήδευτη δραματική ταινία, η οποία έχει ως επίκεντρο την καθημερινότητα ενός αντισυμβατικού ζευγαριού, συγκινητική, τρυφερή με έξυπνους διαλόγους. Μια ταινία η οποία μοιάζει να αποτίει φόρο τιμής στο ευφυές χιούμορ του Γούντι Άλεν, καθώς η γλυκόπικρη και στοχαστική ματιά του σκηνοθέτη φλερτάρει με το σινεμά του Νεοϋρκέζου σκηνοθέτη.
«Ο γιος μου» (Mon garcon) του Κριστιάν Καριόν: Ο γάμος του Ζουλιέν βρίσκεται σε μεγάλη κρίση. Αιτία είναι η δουλειά του η οποία τον αναγκάζει να ταξιδεύει πολύ και να λείπει μεγάλα διαστήματα από το σπίτι του. Κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου ταξιδιού, δέχεται ένα τηλεφώνημα από τη σύζυγό του. Η γυναίκα, η οποία βρίσκεται σε απόγνωση, τον ενημερώνει πως ο επτάχρονος γιος τους, ενώ βρισκόταν σε εκδρομή στα βουνά με το σχολείο του, εξαφανίστηκε! Όπως διαπιστώνεται το παιδί έχει πέσει θύμα απαγωγής. Ο Ζουλιέν επιστρέφει άρον-άρον, αποφασισμένος να βρει το γιο του και να τον φέρει πίσω. Από το σκοπό του αυτό τίποτε δεν πρόκειται να τον σταματήσει. Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον δραματικό θρίλερ.
«Anon» του Άντριου Νίκολ: Σε μια μελλοντική, όχι και τόσο μακρινή κοινωνία, δεν υφίσταται ιδιωτική ζωή, καθώς όλα παρακολουθούνται και όλα ελέγχονται. Αυτό βέβαια έχει ως αποτέλεσμα τη διαρκή μείωση της εγκληματικότητας. Όταν όμως θα συμβούν μια σειρά από φόνους, ο αστυνόμος Σαρλ Φρίλαντ αναλαμβάνει τη διαλεύκανσή τους. Οι έρευνές του θα τον οδηγήσουν σε μια άγνωστη, «αόρατη» από το σύστημα γυναίκα, καθώς δεν έχει καταγραφεί το ψηφιακό της αποτύπωμα. Η γυναίκα αυτή, η οποία αποκαλείται «Το κορίτσι», δεν έχει ούτε ταυτότητα, ούτε ιστορία, ούτε αρχείο! Ο αστυνόμος πρέπει να την εντοπίσει επειδή διαφορετικά κινδυνεύει να είναι ο ίδιος το επόμενο θύμα. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος του συγκλονιστικού «Γκάτακα» (1997) σεναριογράφος του «The Truman show», σκηνοθετεί ένα θαυμάσιο φιλμ νουάρ επιστημονικής φαντασίας. Για μια ακόμη φορά ασχολείται με τα ηθικά διλλήματα που θέτει η τεχνολογία. Για την κοινωνία της πληροφορίας και την κατάργηση της ιδιωτικής ζωής.
«Θάρρος ή αλήθεια» (Truth or dare) του Τζεφ Γουάντλοου: Ένα αθώο παιχνίδι μεταξύ φίλων γίνεται θανάσιμο όταν κάποιος - ή κάτι τέτοιο - αρχίζει να τιμωρεί εκείνους που λένε ψέμα ή αρνούνται να τολμήσουν. Θρίλερ τρόμου από την εταιρεία Blumhouse, η οποία έχει παρουσιάσει μια σειρά από συγκλονιστικά θρίλερ που έγιναν μεγάλες επιτυχίες, όπως το «Τρέξε!» (Get out).
Σινεφίλ