Χρήστος Χρυσόπουλος, «Η γη του θυμού», εκδόσεις Νεφέλη, 2018 Η νουβέλα του Χρήστου Χρυσόπουλου «Η γη του θυμού» κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νεφέλη, αν και πρωτοεκδόθηκε πέρυσι στα γαλλικά και έγινε θεατρική παράσταση που παρουσιάστηκε στο χειμερινό τμήμα του Φεστιβάλ της Αβινιόν. Πράγματι, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ολιγοσέλιδης νουβέλας του Χρυσόπουλου είναι η θεατρικότητά της. Η Γη του θυμού μοιάζει να καλεί τη σκηνική μεταφορά της, όχι μόνο χάρη στα διαλογικά μέρη της, που και μορφικά παραπέμπουν σε θεατρικό έργο, αλλά και μέσα από το ιδιαίτερο ύφος των αφηγηματικών κομματιών με τα οποία εναλλάσσονται οι διάλογοι. Η ανάγνωση σκηνοθετεί την αφήγηση και την βλέπει να ζωντανεύει μπροστά της σε όλη τη χορικότητά της, ένα πλήθος φωνών που ισορροπεί βρίσκοντας τον τόνο του στην κόψη μεταξύ αρμονίας και δυσαρμονίας.
Η κεντρική φωνή που οδηγεί τη νουβέλα, αφηγηματική, περιγραφική και στοχαστική ταυτόχρονα, είναι η φωνή ενός πλάνητα του άστεως, ενός flaneur που δεν απολαμβάνει την μπενγιαμινική σχόλη, αλλά περιδιαβαίνει σε ένα ζοφερό τοπίο, σκοτεινούς δρόμους, νυχτερινές πιάτσες, σιδηροδρομικούς σταθμούς, εισβάλλει σε χώρους ιδιωτικούς ή επαγγελματικούς, και αφήνεται σχεδόν να διαπεραστεί από τη βία ενός κόσμου σε κρίση και αποσύνθεση.
Φωνές προσώπων δίχως όνομα, προσδιορισμένων μονάχα από το φύλο, την επαγγελματική ιδιότητα, την κοινωνική θέση, την ηλικία ή κάποια αρχικά, αρχετυπικών σχεδόν, που κατακλύζονται από έναν τυφλό, ασίγαστο θυμό σε ποικιλία εκφάνσεων. Ένα θυμό που εντός του φωλιάζει ο φόβος, η αίσθηση της αδικίας ή του εγκλωβισμού, η απόγνωση της μοναξιάς, ένα θυμό που ακόμη κι όταν εκφράζεται δεν καταφέρνει να βρει λύτρωση κι εκτόνωση, που υιοθετεί τη μορφή της περιφρόνησης, της απέχθειας για τον άλλον, γίνεται επιθυμία εκδίκησης, εξάλειψης του διαφορετικού ή του αδύναμου, μετατρέπεται σε αβυσσαλέο, φονικό μίσος. Άλλοτε βάναυσος σωματικά και χυδαίος λεκτικά, άλλοτε σιωπηλός, δόλιος, υπόγειος.
Ο θυμός κατοικεί τις φωνές που διασχίζουν τη νουβέλα του Χρυσόπουλου, στις βάναυσες λέξεις των «Αντρών» των πρώτων διαλογικών κομματιών ή των «Ματατζήδων» λίγο παρακάτω, στον πιο υπόγειο θυμό των εργαζόμενων γυναικών, στον ύπουλο θυμό του συμβούλου που νουθετεί το αγόρι, στον υστερικό σχεδόν θυμό του ζευγαριού. Αλλά εντοπίζεται και αναδύεται κι από τα σώματα, αυτά που χτυπούν και εκείνα που πέφτουν, αυτά που τον συγκρατούν και εκείνα που τον αφήνουν να ξεσπάσει παροξυσμικά, ή, στην πιο ευφάνταστη σκηνή της νουβέλας, από τα σώματα που αλλάζουν θέσεις και φύλο, από τη δυσανεξία που προκαλεί αυτή η ανταλλαγή. Ο θυμός μάς καθιστά τυφλούς για τον άλλον, για τη δική του θέση, τη δική του αλήθεια, αλλά ταυτοχρόνως πηγάζει κι από μια αίσθηση δυσφορίας εντός της δικής μας θέσης, του δικού μας σώματος.
Η Γη του θυμού αντικατοπτρίζει τη σημερινή ευρωπαϊκή μεγαλούπολη, όπου η καθημερινότητα διαβρώνεται αδιάκοπα από την οργή και τη βία, από την καταπίεση και την αίσθηση ασφυξίας. Εμφανής στις πιο κοινές χειρονομίες, στον τόνο της φωνής, ακόμη κι όταν δεν γίνεται ουρλιαχτό, ο θυμός είναι πάντα έτοιμος να στραφεί στον πιο αδύναμο, τον ξένο, τον μετανάστη, τον πρόσφυγα, ή στον πιο κοντινό, αυτόν που με την παρουσία του ερεθίζει ανηλεώς τα πλέον ταπεινά ένστικτα. Ο κόσμος που περιγράφει εδώ ο συγγραφέας μοιάζει να μη διαθέτει καμιά διέξοδο, καμιά λύση. Ο θυμός ανακυκλώνεται χωρίς τέλος, και ο αφηγητής είναι παρών και απλώς καταγράφει τις άπειρες εκδοχές του, ένα καλειδοσκόπιο της οργής. Μια διελκυστίνδα όπου θύτες και θύματα αλλάζουν διαρκώς θέση, όπου η μόνη ανακούφιση προέρχεται από την εξομοίωση όλων στη βαρβαρότητα.
Η Γη του θυμού με ένα ρυθμό άλλοτε αργό (σαν κινηματογραφικό slow motion) κι άλλοτε εντελώς ασθματικό, αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη μεταγγίζοντάς του τη βία σαν μια γροθιά στο στομάχι την ίδια στιγμή που του προσφέρει νήματα για να στοχαστεί πάνω σ’ αυτή.
Έφη Γιαννοπούλου