“Γυάλινος κόσμος” του Τενεσί Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία της Έλενας Σκότη στο θέατρο Εμπορικόν

Γραμμένο το 1944, ο «Γυάλινος κόσμος» είναι ίσως το πιο αυτοβιογραφικό έργο του Τενεσί Ουίλιαμς. Αυτό ενδιαφέρει πάντως πολύ λίγο το θεατή, ακόμα κι αν πρόκειται για φανατικό λάτρη του συγγραφέα, όπως η υπογράφουσα τη στήλη. Αυτό που κρατάμε είναι πως πρόκειται για μια άρτια οικογενειακή τραγωδία, με χαρακτήρες μαεστρικά σμιλεμένους και σχέσεις που διαγράφονται με χειρουργικές λεπτομέρειες. Το όλο έργο αποτελεί αφήγηση του κεντρικού ήρωα, του Τομ. Αλκοολικός, ψυχικά καταβεβλημένος ο Τομ επιστρέφει σε χώρους μνήμης και ανακαλεί το οικογενειακό μυθιστόρημα. Αυτό το βράδυ, διαλέγει να μιλήσει για το επεισόδιο που προκάλεσε την οριστική φυγή του από την αποπνιξία του σπιτιού της μητέρας του.

Τα περιεχόμενα της μνήμης δραπετεύουν από το νου του και στήνονται ζωντανά μπροστά του και μπροστά μας. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν έτσι έγιναν τα πράγματα, δεν θα μάθουμε ποτέ τίποτε περισσότερο από αυτό που ο Τομ επιτρέπει να ξέρουμε, που επιτρέπει στον εαυτό του να γνωρίζει. Όπως δεν θα μάθουμε ποτέ αν η μητέρα, η Αμάντα, ήταν κάποτε η εικόνα που δίνει για τον εαυτό της: μια περιζήτητη καλλονή του Νότου. Ο Τομ και η Αμάντα συναντώνται στη μνήμη. Όπως συναντώνται και στην απόρριψη. Ο άλλος χώρος συνάντησης είναι η ψευδαίσθηση, τα γυάλινα ζωάκια για τη Λώρα, το παρελθόν για την Αμάντα, ο κινηματογράφος για τον Τομ, η κοινωνική επιτυχία για τον Τζιμ.
Οριστικά απών ο κεντρικός ήρωας, δεν είδε την τελική διάλυση της οικογένειάς του, κυρίως δεν συμπαραστάθηκε στην εύθραυστη αδερφή του, τη Λώρα, που μοναχική, φοβισμένη, ανασφαλής, τρομοκρατημένη από την αναπηρία της, οδηγήθηκε τελικά στη μελαγχολία και τον εγκλεισμό σε ψυχιατρική κλινική. Οι ενοχές κυνηγούν τον Τομ, ο οποίος όμως δεν μετανιώνει που έφυγε. Ωστόσο η αυταρχική, δεσποτική και υστερική προσωπικότητα της μητέρας τον συνέθλιψε, όπως και τη μικρή Λώρα. Κραταιή μέσα του η Αμάντα εξακολουθεί να τον ορίζει και να τον κυριαρχεί.

Επιφανειακή περιγραφή

Ο «Γυάλινος κόσμος», βαθιά επηρεασμένος από τις κινηματογραφικές τεχνικές (άλλωστε η πρώτη του μορφή είναι σεναριακή) βγάζει τις ανείπωτες εντάσεις του μέσα από την ακινησία και τη φθορά.
Η Έλενα Σκότη έστησε την παράστασή της σε μια σκηνή την οποία διαμόρφωσε ακριβώς ως χώρο μνήμης: σκοτεινή, γεμάτη παγίδες, σκονισμένη, με παλιά κιβώτια που προειδοποιούν για τα εύθραυστα αντικείμενα που κρύβουν στο εσωτερικό τους. Η Εύα Μανιδάκη, που επιμελήθηκε ευφυώς τα σκηνικά, διαμόρφωσε αυτά τα κιβώτια έτσι που να ανοίγουν και, διώχνοντας τη σκόνη και την αίσθηση της διαρκούς μετακόμισης, να αποκαλύπτουν την τραπεζαρία ενός σπιτιού. Η σκηνή του «Εμπορικόν» αποδείχτηκε πάντως μεγάλη και το όλο έχασε την πνιγηρότητα που απαιτούσε το έργο.
Η σκηνοθέτρια προσπαθώντας να κρατήσει τους τόνους χαμηλούς και τους ρυθμούς αργούς, αποδυνάμωσε τις σχέσεις μένοντας σε αρκετά επιφανειακή περιγραφή. Τονίζοντας, μάλιστα, το κωμικοτραγικό στοιχείο που πράγματι υπάρχει σε κάποιες στιγμές, έχασε σε μερικά ευαίσθητα σημεία τις δύσκολες ισορροπίες που απαιτούνται (η συγκατάνευση στην επίμονη απαίτηση της Αμάντας να φέρει κάποιον φίλο του για τη Λώρα, η σκηνή του μονόκερου).

Χωρίς ερμηνευτικές προκλήσεις

Η επιλογή ενός μεγάλης ηλικίας ηθοποιού για τον ρόλο του Τομ δεν ξενίζει. Ίσα-ίσα μπορεί να οδηγήσει σε ερμηνευτικές προκλήσεις. Αλλά ο έμπειρος Δημήτρης Καταλειφός δεν βρήκε τα όρια ανάμεσα στις δύο ηλικίες του Τομ. Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, ο ηλικιωμένος Τομ κυριαρχούσε στην κίνηση και στην εκφορά του λόγου, πράγμα που στέρησε την ερμηνεία του από τις ιδιαίτερες αποχρώσεις που θα έστηναν στέρεα και πολύχρωμα τη σχέση με την μητέρα και την αδελφή και θα εξηγούσαν τη διαμόρφωσή του. Καλύτερες στιγμές της ερμηνείας του ο διάλογος με τον Τζιμ.
Η Θέμις Μπαζάκα έκανε την Αμάντα συμπαθητική –ακόμα και η πιεστική φλυαρία της, οι ατέρμονες κουραστικές επαναλήψεις των ιστοριών από το παρελθόν της, οι απαιτήσεις της από το γιο της, δεν ενοχλούσαν κανένα– άρα δεν μπορούσαν να προκαλέσουν εκρήξεις και εξεγέρσεις στον Τομ. Ο θεατής μπορούσε να την δικαιολογήσει κάλλιστα: μια μητέρα που νοιάζεται και αγωνιά να αποκαταστήσει την ανάπηρη κόρη της και κατά τα ειωθότα της εποχής «φορτώνεται» γι’ αυτό στο γιο της. Όμως η Αμάντα δεν είναι μια γλυκιά, λίγο υπερβολική φιλάρεσκη κυρία. Ο Τομ την περιγράφει αυταρχική και υστερική, μια ναρκισιστική προσωπικότητα που δηλητηριάζει την ψυχή των παιδιών της. Αυτό το στοιχείο έλειπε από την ερμηνεία της Θ. Μπάζακα και περιόριζε την Αμάντα της. Τρυφερή και μετρημένη η Στέλλα Βογιατζάκη, καλά τα πήγε ως Λώρα –ιδίως στη σκηνή που αποκαλύπτεται πως ο Τζιμ είναι δεσμευμένος και άρα δεν υπάρχει ελπίδα να προχωρήσουν σε σχέση. Συμπαθής και ο νεαρός Κωνσταντίνος Γώγουλος στο ρόλο του Τζιμ, που τον απέδωσε ως το κλασικό καλό και φιλόπονο παιδί με φιλοδοξίες γρήγορης ανέλιξης, λίγο παρορμητικός και προφανής. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου άνοιγε τις πόρτες της μνήμης και βοηθούσε στις χρονικές μεταβάσεις.

Μαρώ Τριανταφύλλου
maro33@otenet.gr

 
Πρόσφατα άρθρα ( Θέατρο )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet