Θα μπορούσε να είχε γίνει μια διαφορετική μεταχείριση για το χρέοςΤη συνέντευξη πήρεο Δημήτρης ΓκιβίσηςΠοια είναι η τρέχουσα κατάσταση στην Αργεντινή;Η Αργεντινή έχει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, που προκύπτουν από την εξωτερική της ευπάθεια, και τα οποία επηρεάζουν την καθημερινή ζωή του πληθυσμού με την αύξηση του πληθωρισμού και την επιδείνωση της κατανομής του εισοδήματος. Υπάρχει ένα τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα, που η κυβέρνηση προσπαθεί να το μειώσει προσαρμόζοντας τις δημόσιες δαπάνες, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται το οικονομικό κόστος του υψηλού δημόσιου χρέους. Το χρέος χρησιμεύει για τη χρηματοδότηση της φυγής κεφαλαίων, που εκφράζεται σε εμβάσματα στο εξωτερικό, και στο εμπορικό και στο τουριστικό έλλειμμα που είναι συνολικά 30 δισεκατομμύρια δολάρια. Είναι πάνω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια τα χρέη που δημιουργήθηκαν από το Δεκέμβριο του 2015 που ανέλαβε η κυβέρνηση Μάκρι, και είναι περίπου ένα ανάλογο ποσό αυτό της εκροής κεφαλαίων κατά την ίδια περίοδο. Όλα υποβάλλονται σε επεξεργασία μέσα στο πλαίσιο ενός καταστροφικού μοντέλου παραγωγής και μιας ανάπτυξης της υπαγωγής στη λογική της συσσώρευσης του υπερεθνικού κεφαλαίου, που οδηγεί τις επιχειρήσεις των τροφίμων, της βιοτεχνολογίας, της εξόρυξης, του παραγωγικού τομέα, της κατασκευής και των τραπεζών, παρακινώντας άγριες κερδοσκοπικές διαδικασίες που επιδεινώνουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα και μια πολιτική αποκρατικοποιήσεων, που προηγούμενό της είχαμε στη δικτατορία που ξεκίνησε το 1976.
Η επιστροφή του ΔΝΤ Πόσο συνέβαλε η οικονομική πολιτική του Μάκρι στην επιστροφή της Αργεντινής στο ΔΝΤ;Η κυβέρνηση πρέπει να επιλύσει το πρόβλημα της εξωτερικής χρηματοδότησης μέχρι το τέλος της θητείας της το 2019. Έχει δυσκολία στην παγκόσμια αγορά από τα υψηλά επιτόκια, ενώ αυξάνεται ο κίνδυνος της χώρας από το φόβο ότι η Αργεντινή δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις εξωτερικές δεσμεύσεις της λόγω της προαναφερθείσας ευπάθειας, και αυτό επιδεινώθηκε από τότε που ο Μάκρι ανέλαβε την κυβέρνηση. Η παραδοχή της κυβέρνησης είναι ότι μια συμφωνία με το ΔΝΤ διευκολύνει τη συναίνεση της παγκόσμιας και της τοπικής εξουσίας, με τις ευνοϊκές για το εισόδημα ξένες παραγωγικές επενδύσεις, τις οποίες είχε φανταστεί ότι θα έρθουν από το 2016, αλλά αυτό δεν επαληθεύεται από τα αποτελέσματα. Επιπλέον, η επικύρωση της δανειακής συμφωνίας με το ΔΝΤ θα διευκολύνει μια ομιλία του Μάκρι στο εσωτερικό της χώρας για την επιδείνωση της δημοσιονομικής προσαρμογής και την ανάγκη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Όπως για τη μεταρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας, που η κοινοβουλευτική συζήτηση έχει ξεκινήσει με ένα σχέδιο που περιλαμβάνει αλλαγές στα ποσοστά των απολύσεων και κατάργηση του δώρου Χριστουγέννων και της άδειας που κατέκτησαν οι εργαζόμενοι με αγώνες. Η Αργεντινή φιλοξένησε την 11η διάσκεψη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου τον περασμένο Δεκέμβριο και προετοιμάζεται να φιλοξενήσει την σύνοδο κορυφής των G20 τον Δεκέμβριο του 2018. Το ΔΝΤ συμμετέχει και στις δύο αυτές συνόδους, είναι πολύ κοντά στο λόγο της κυβέρνησης και έχει στόχο να το επιβεβαιώσει αυτό και ιδεολογικά με την έγκριση του δανείου των 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Με δεδομένο ότι η Αργεντινή είναι μια χώρα που εξαρτάται απόλυτα από τη διεθνή χρηματοπιστωτική αγορά, τι θα μπορούσε να είχε γίνει για να αποφευχθεί η προσφυγή στο ΔΝΤ;Θα μπορούσε να είχε γίνει μια διαφορετική μεταχείριση για το χρέος. Όχι μόνο με την προσφυγή στα δικαστήρια μέχρι τις αρχές του 2016 για τα «ταμεία γύπες» (σημ: αναφέρεται στα ταμεία κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου, που αγοράζουν χρέη από προβληματικές οικονομίες κοντά στην πτώχευση και στη συνέχεια πιέζουν και εισπράττουν ολόκληρη την αξία του χρέους), αλλά με το σύνολο του δημόσιου χρέους, με την έρευνα και το λογιστικό έλεγχο, με την προηγούμενη αναστολή των πληρωμών, με την εθνικοποίηση/κοινωνικοποίηση του τραπεζικού και του εξωτερικού τομέα και με ένα άλλο παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο. Όμως, το πρώτο πράγμα που έκανε η κυβέρνηση Μάκρι, με τη συγκατάθεση και της συστημικής αντιπολίτευσης, ήταν να συμφωνήσει για την πληρωμή των «ταμείων γυπών», σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της Αργεντινής και αυξάνοντας το νέο εξωτερικό δημόσιο χρέος. Ρύθμισε την υπαγωγή της συνολικής οικονομικής πολιτικής της Αργεντινής στο χρέος, και η κορύφωση είναι το αίτημα της οικονομικής βοήθειας προς το ΔΝΤ. Η ουσιαστική αλλαγή της οικονομικής πολιτικής είναι θεμελιώδες ζήτημα, αλλά συνδέεται περισσότερο με το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων παρά με τους αποτελεσματικούς οικονομικούς προσανατολισμούς.
Αναγκαία η ενότητα δράσης Παρόλο που o Μάκρι έχει εξαπολύσει μια άγρια επίθεση στην εργατική τάξη, υπάρχει ένας κατακερματισμός δυνάμεων, κάτι που είδαμε και την Πρωτομαγιά. Τι προοπτικές υπάρχουν για τους αγώνες ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό;Ο κατακερματισμός του εργατικού και λαϊκού κινήματος είναι ένα από τα κύρια προβλήματα στην Αργεντινή, λόγω του ιστορικού βάρους της εργατικής τάξης και της μακράς παράδοσης της οργάνωσης και των αγώνων. Σήμερα υπάρχουν τρεις συνδικαλιστικές ενώσεις, με σημαντικούς κλάδους που δεν αισθάνονται ότι περιέχονται σε αυτές. To 35% ως 40% των εργαζομένων βρίσκεται σε μια παράνομη κατάσταση με συμβάσεις χωρίς κοινωνική ασφάλιση, το 20% είναι άνεργοι και υποαπασχολούμενοι, και περισσότερο από το 50% του πληθυσμού αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα στην απασχόληση και στο εισόδημα. Παράλληλα, πολλοί οργανώνονται σε κοινωνικά κινήματα τοπικού χαρακτήρα και πολλές οργανώσεις με διαφορετικά πολιτικά προγράμματα, που αμφισβητούν την κοινωνική και εκλογική συναίνεση, δραστηριοποιούνται σε αυτά. Επομένως, ο πολιτικός κατακερματισμός δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Ο κατακερματισμός του λαϊκού κινήματος, αλλά και του πολιτικού τόξου που πρέπει να ενεργήσει για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, είναι ο λόγος για τον οποίο θα πρέπει να κινηθούμε για πρώτη φορά σε ενότητα δράσης ενάντια στις κυρίαρχες πολιτικές και, στη συνέχεια, να εμβαθύνουμε με την πολιτική των εναλλακτικών λύσεων. Η κοινωνική δυσαρέσκεια εξαιτίας του πληθωρισμού και της δημοσιονομικής προσαρμογής που πλήττει τα πιο χαμηλά εισοδήματα αυξάνεται, και υπάρχει μια σημαντική κοινωνική αναταραχή με διαδηλώσεις, καταλήψεις δρόμων και μπλόκα από το λαϊκό κίνημα. Με αυτή την έννοια, είναι δυνατόν να γίνει ένα κάλεσμα για μια γενική απεργία από τα συνδικάτα και τα λαϊκά κινήματα, με βάση ένα ευρύτερο σχέδιο πάλης λόγω των εξελίξεων και με μια πολιτική που θα μπορεί να εκφραστεί ακόμα και στις προεδρικές εκλογές του 2019.
Μπορεί σήμερα η αργεντίνικη Αριστερά να οικοδομήσει μια πολιτική και κοινωνική συμμαχία που θα αναδείξει ένα εναλλακτικό πρόγραμμα και θα φέρει στη δημόσια συζήτηση το βασικό θέμα που είναι το ποιος πληρώνει για αυτήν την κρίση;Η Αριστερά είναι επίσης κατακερματισμένη, είτε στις πολιτικές εκφράσεις της είτε στα κοινωνικά και συνδικαλιστικά κινήματα. Το εκλογικό βάρος της δεν υπερβαίνει το 5% σε εθνικό μέσο όρο, παρόλο που υπάρχουν περιφέρειες όπου κατά καιρούς έχει φτάσει στο 20%. Δεν υπάρχει καμία επαφή μεταξύ των οργανώσεων της Αριστεράς και οργανώσεων που θεωρούνται κεντροαριστερές. Δεν υπάρχουν, επίσης, επαφές με το πολιτικό κομμάτι της αυτονομίας, που αμφισβητεί τη συναίνεση της κοινωνίας, και εντούτοις εκφράζεται με παρόμοια συνθήματα στις διαδηλώσεις, στις άμεσες δράσεις, στις εκστρατείες για τη διανομή του εισοδήματος και κατά της οικονομικής απελευθέρωσης, ή για τις συμφωνίες ελευθέρων συναλλαγών. Έτσι, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μια κοινή ατζέντα, αλλά δεν έχει αρθρωθεί πολιτικά ή κοινωνικά. Οι κινητοποιήσεις ενάντια στο νομοσχέδιο για τις αλλαγές στο συνταξιοδοτικό και τη μεταρρύθμιση του εργατικού δυναμικού ήταν μαζικές, όπως και αυτές ενάντια στις διατάξεις για το συγχωροχάρτι στους υπεύθυνους για τη γενοκτονία της δικτατορίας. Ωστόσο, δεν αρκεί αυτό για να δημιουργηθεί ένα μαζικό κίνημα με ένα κοινό πρόγραμμα. Η πρόκληση είναι να δημιουργηθεί ένα ευρύ πολιτικό και κοινωνικό κίνημα με τη συνείδηση να αλλάξει την τρέχουσα κατάσταση και με την πρόταση ενός κοινού προγράμματος που θα βασίζεται στους καθημερινούς αγώνες, όπως για τη διατροφή, την ενέργεια ή την οικονομική κυριαρχία και θα είναι έτοιμο να δημιουργήσει μια ενιαία πολιτική δύναμη για να αμφισβητήσει την πολιτική πορεία στην Αργεντινή.
Σημείωση:Ο Χούλιο Γκαμπίνα είναι πρόεδρος στο Ίδρυμα Κοινωνικής Έρευνας και Πολιτικής FISYP, διευθυντής του Ινστιτούτου Μελετών και Εκπαίδευσης της Αυτόνομης Κεντρικής Ένωσης Εργαζομένων, πρόεδρος στην Εταιρεία Πολιτικής Οικονομίας και Κριτικής Σκέψης της Λατινικής Αμερικής (SEPLA), και μέλος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της ATTAC Αργεντινής.